Οικογένεια Αναστάση Φαρμάκη
.
της Ελευθερίας Ε. Φαρμάκη
Λογίστρια–Οικονομολόγος–Καθηγήτρια τομέα Οικονομίας στο 2Ο ΕΠΑΛ Κιλκίς
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Αγαπητοί αναγνώστες, με χαρά σας παρουσιάζω ένα
αφιέρωμα στην ιστορία - παράδοση της οικογένειας μου, της επονομαζόμενης
Φαρμάκη. Το επίθετο Φαρμάκη είναι πολύ γνωστό στη Σαρακατσάνικη κοινωνία. Η
ιστορία των προγόνων μας όμως δεν είναι τόσο γνωστή. Οι Φαρμακαίοι ήταν και
είναι μια μεγάλη Σαρακατσάνικη οικογένεια, μια μεγάλη Σαρακατσάνικη φάρα. Οι
ρίζες τους ξεκινούν πολύ παλιά επί τουρκοκρατίας, περίπου το 1850, τότε που
ζούσε ο γενάρχης μας Τάτσης Τομαράς.
Βασικός
αφηγητής στην ιστορία μας είναι ο αδελφός του παππού μου Δημήτρη, ο Φαρμάκης
Σπύρος, το τελευταίο παιδί – ένατο στην σειρά του Φαρμάκη Αναστάση και της
Φλώρου Χρυσούλας, o οποίος μας
μίλησε για τη ζωή τους τον Αύγουστο του 2012, ένα μήνα πριν πεθάνει, σε ηλικία
82 ετών.
Η
αφορμή δόθηκε από την έμμεση ενασχόληση μου με τους συλλόγους και τη
Σαρακατσάνικη παράδοση και την λαϊκή πεποίθησή
μου ότι «ο προφορικός λόγος χάνεται, ενώ τα γραπτά είναι αυτά που μένουν».
Καθώς, λοιπόν, δεν έβρισκα πληροφορίες
γραπτές, πήρα την πρωτοβουλία να συλλέξω στοιχεία για την οικογένεια του
προπάππου μου Φαρμάκη Αναστάσιου.
Εκτός
από την αφήγηση του Φαρμάκη Σπύρου ζητήσαμε από τα παιδιά των υπόλοιπων
αδερφών να μας πούνε ό,τι θυμούνται από
τους γονείς τους, όπως θα μας τα αφηγούνταν κι εκείνοι αν ζούσανε, προσθέτοντας
έτσι πληροφορίες και άλλων «Φαρμακαίων»
που ζήσανε και μεγαλώσανε μαζί.
Με σεβασμό στο παρελθόν και με πολύ δυνατή
συγκίνηση για όλα τα ιστορικά στοιχεία που έρχονται στα χέρια μου, θα σας ‘‘ταξιδέψω στο χρόνο’’ πραγματοποιώντας παράλληλα τον αρχικό σκοπό μου - να
αποτελέσει δηλαδή το αφιέρωμα αυτό κληροδότημα των γενεών που ‘‘έφυγαν’’ προς
τις γενεές που ‘‘έρχονται’’, στα παιδιά μας.
Ευχαριστώ τα ‘‘Πορτραίτα Σαρακατσαναίων’’ για την φιλοξενία στην ιστοσελίδα
τους και κυρίως προσωπικά τον κ. Γιώργο Κολοβό.
_____________________________________________________________
ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΦΑΡΜΑΚΗ
«Γεννήθηκα
το 1929 στο Σκοπό Φλώρινας, όπου είμαι και γραμμένος. Ο πατέρας μου, ο
Αναστάσιος Φαρμάκης του Δημητρίου, γεννήθηκε το 1886 και πέθανε το 1964 σε
ηλικία 78 χρόνων. H μητέρα μου η Χρυσούλα Φαρμάκη γεννήθηκε το 1886
και πέθανε το 1976 σε ηλικία 90 χρόνων και ήταν από τους Φλωραίους από το
Βακούφι. Ο πατέρας μου ο Αναστάσης και η
μητέρα μου η Χρυσούλα πέθαναν στο Π. Γυναικόκαστρο του Κιλκίς όπου
υπάρχουν και οι τάφοι τους. Τα αδέρφια του πατέρα μου ήταν ο Γιώργος, ο οποίος
έμενε στο Χέρσο του Κιλκίς, ο Χρήστος- Κίτας, ο οποίος έμενε στο Σκοπό Φλώρινας, ο Γιάννης, ο οποίος έμενε στη Σίνδο Θεσσαλονίκης,
και ο Σπύρος, του οποίου το όνομα πήρα εγώ. Κι αυτό γιατί ο θείος Σπύρος πέθανε
από ισπανικό πυρετό*, ενώ τα αδέρφια του ο Γιάννης και ο Γιώργος είχαν
αρρωστήσει αλλά έγιναν καλά. Ο θείος Σπύρος
είχε πάει ως φοιτητής σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας».
*Στο
σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί από τη συγγραφέα ότι στη διάρκεια του
20ου αιώνα όλη η ανθρωπότητα αντιμετώπισε τρείς πανδημίες γρίπης. Η
πιο θανατηφόρα, η «Ισπανική Γρίπη» η οποία πρόσβαλε και θανάτωσε πάνω από
είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους στα 1918-1919. Ο πυρετός ήταν ένα από τα κυριότερα
συμπτώματα και για αυτό το λόγο οι Σαρακατσάνοι ονόμασαν την ασθένεια «ισπανικό
πυρετό».
«Ο
πατέρας μου είχε δύο αδερφές, την Αικατερίνη που παντρεύτηκε τον Σουλτουγιάννη
Γιώργο στο Μιχάλοβο και την Ελευθερία που παντρεύτηκε τον Ζιούτα Δρόσο στο
Καβαλιάνι».
Ο Αναστάσιος Φαρμάκης καθισμένος από αριστερά δίπλα στον πατέρα του Δημήτριο Φαρμάκη, με όλα τα αδέλφια του, τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους - Καιμακτσαλαν 1925
«Οι
γονείς μου Αναστάσης και Χρυσούλα, απέκτησαν εννιά παιδιά, επτά αγόρια και δύο κορίτσια ήταν με
την εξής σειρά: O Δημήτρης γεννήθηκε το 1907, ο Κώστας γεννήθηκε το
1909, ο Γιάννος γεννήθηκε το 1911, η Όλγα γεννήθηκε το 1913 που την είχε ο
Σουλτογιάννης, ο Μιχάλης γεννήθηκε το 1917, η Αθηνά γεννήθηκε το 1920 που την είχε ο
Κατσαβέλης, ο Γιώργος γεννήθηκε το 1922, ο Αριστείδης γεννήθηκε το 1926, και
τελευταίος εγώ ο Σπύρος το 1929».
Φαρμακαίοι στα πάνω τα σπίτια (τοποθεσία Ραμνουμπόρ) ετοιμάζονται για να πάνε να κυνηγήσουν. Όρθιος στο κέντρο αριστερά ο Αναστάσιος Φαρμάκης - Καιμακτσαλαν 1925
«Το
καλοκαίρι έβγαιναν στο Καϊμακτσαλάν και ξεχείμαζαν στον Αγ. Νικόλαο στη Χαλκιδική, εκεί μέναμε
μέσα στο χωριό νοικιάζαμε σπίτια όπου καθόταν οι οικογένειες και βοσκότοπους.
Στον Αγ.Νικόλαο πηγαίναμε μόνο εμείς,
στη Χαλκιδική πήγαιναν σε άλλα μέρη άλλες οικογένειες Σαρακατσάνικες».
ΤΟ ΤΥΡΟΚΟΜΕΙΟ - ΜΠΑΤΖΟ ΣΤΟ ΚΑΪΜΑΚΤΣΑΛΑΝ
«Μετά τέλη
Μαΐου, πηγαίναμε επάνω στο Καϊμακτσαλάν. Tο 1925 ο πατέρας μου με τα αδέρφια του είχανε κοντά
στα 15.000 πρόβατα. Το κάθε τεμάχιο είχε 3.000 πρόβατα, επί τέσσερα τεμάχια δηλαδή τα τρία αδέρφια του
πατέρα μου (Χρήστος, Γιάννος, Γιώργος)
και ο πατέρας μου Αναστάσιος μαζεύονταν 12.000 μαζί με τους σμίχτες και πιάνανε
τα 15.000. Τα γαλάρια ήταν 700 σε κάθε τεμάχιο επί τέσσερα τεμάχια 2.800 γαλάρια
δίνανε πάνω από 2.000 κιλά μαζί με τους σμίχτες».
«Είχαμε
μεγάλο τυροκομείο στην ίδια αυλή με το σχολείο επάνω στο ύψωμα. Έφτιαχναν τυρί,
μπάτζο. Οι σαρακατσάνοι το τυροκομείο το
λέγανε μπατζό. Οι άντρες δεν άδειαζαν να
είναι στο τυροκομείο και περνάμε ξένους τυροκόμους
στο βουνό. Τέλειωναν τα γάλατα πληρώνονταν και φεύγανε, συνήθως από την περιοχή
της Βέροιας ήταν Βλάχοι. Αν βγάζαμε π.χ. δέκα δοχεία, τρώγαμε τα τρία και τα
άλλα τα πουλούσαμε. Αλλά για την οικογένεια για να έχει να φάει οι γυναίκες κάνανε τυριά και τα βάζαμε στα
τουλούμια. Εκτός το τυρί κάνανε μπάτζο και βγάζαμε βούτυρο για να μαγειρέψουνε».
Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ – ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΛΑΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
«Το φθινόπωρο που ξεκινούσαν οι βροχές έβγαζε
χόρτο ο κάμπος και κατεβαίναμε, γιατί στο βουνό έκανε πιο κρύο και δεν υπήρχε
χόρτο για βοσκή. Τα πρόβατα τα πηγαίναμε όλο πορεία με τα πόδια. Μετά το 1940 ήρθαν τα φορτηγά. Στο φορτηγό βάζαμε την
οικογένεια: γυναίκες, παιδιά… Το φορτηγό πήγαινε μέχρι τη Θεσσαλονίκη από το
Καϊμακτσαλάν. Κατέβαιναν και ψώνιζαν για
το χειμώνα και μετά ανέβαιναν σε άλλο φορτηγό, και πήγαιναν στον Αγ.Νικόλαο. Ο τσομπάνος ή εγώ παίρναμε να φάμε ψωμί και τυρί ή
πίτα ή φασόλια και την άλλη μέρα θα ξαναπαίρναμε ή για δύο ημέρες γιατί δεν
μπορούσαμε να πηγαίνουμε στα σπίτια λόγω της δουλειάς στο μαντρί με τα πρόβατα,
π.χ. γεννούσε η προβατίνα έπρεπε να είσαι εκεί στο μαντρί. Βέβαια βοηθούσανε
παρά πολύ οι γυναίκες στις γέννες, διότι κάποια πρόβατα γεννούσαν δύσκολα. Τα
μαντριά ήταν έξω από το χωριό, πολύ μακριά οπότε δεν μπορούσαν κάθε μέρα να
πηγαίνουν σπίτι. Η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια και με τα άλογα και κάθε οικογένεια είχε 10-15 άλογα».
Καθισμένη η Χρυσούλα Φαρμάκη και όρθιοι από αριστερά Αθηνά Κατσαβέλη, Στέλλα Φαρμάκη, Ευτυχία Φαρμάκη, Βασιλική Φαρμάκη, Όλγα Φαρμάκη, Σπύρος Φαρμάκης και Αριστείδης Φαρμάκης
Η ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Τα
παιδιά τους από 9-10 χρόνων: Tα κορίτσια τα έβαζαν να γνέθουν, να υφαίνουν για
να μάθουν να κάνουν τη βελέντζα, να πλέκουν
κάλτσες, μπλούζες, να πλένουν στο ποτάμι παίρνοντας μαζί τους το καζάνι και τον
κόπανο. Το σαπούνι το έκαναν οι μεγάλες γυναίκες, από το λίπος από το γουρούνι.
Μάθαιναν να φτιάχνουν την «αλισίβα», γιατί η μάνα δεν προλάβαινε από της πολλές
τις ασχολίες. Η σαρακατσάνα γερόντισσα «βαβά» έπαιρνε κοντά της τις εγγονές και
τις ‘διάταζε’ έτσι μαθαίναν να ζυμώνουν το ψωμί, να το βάζουν και να το
γυρίζουν στο «μεσάλι», να ψήνουν τις κουλούρες στο γάστρο ενώ τα καρβέλια στο φούρνο, να
κάνουν πίτες να ανοίγουν φύλλα με τον πλάστη και το πλαστήρι.
Τα
αγόρια όταν έφευγε ο δάσκαλος πήγαιναν τσομπάνηδες στα στέρφα, χτυπούσαν
κουτάρα, κουβαλούσανε νερό στο σπίτι και ξύλα και οποία μικροδουλειά
χρειαζότανε.
Ο Ευριπίδης Φαρμάκης (δεξιά) μαθητής γυμνασίου - Φλώρινα 1956
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑΙΪΚΑ
«Το
σχολείο ήταν στην ίδια αυλή με το τυροκομείο. Στο βουνό για τα παιδιά παίρναν
δάσκαλο. Εγώ πήγα Γ΄- Δ΄ δημοτικού. Τον δάσκαλο τον παίρναν από την άνοιξη
μέχρι το φθινόπωρο. Όταν πήγαιναν στη Χαλκιδική δεν είχαν δάσκαλο. Πρωί –
απόγευμα κάναμε μάθημα. Όταν πήγαινα Β΄-Γ΄ ο δάσκαλος λεγόταν Κωνσταντίνος
Μεταξάς από τη Βέροια ήταν πολύ καλός δάσκαλος. Πολλά παιδιά από αυτόν πήγαν
Πανεπιστήμιο. Πριν ήταν δάσκαλος στο Καλίνοβο και μας έκανε Αριθμητική,
Γράψιμο, Ιστορία, Θρησκευτικά. Βιβλία παίρναμε από την Έδεσσα, και τη Φλώρινα. Αν δεν μπορούσε κάποιο παιδί
να αγοράσει βιβλίο τότε δύο, τρεις μαθητές διάβαζαν μαζί. Πήγαιναν σε όλες τις
τάξεις του δημοτικού. Ο Μιχάλης πήγε μέχρι Ε΄ τάξη. Όποιος ήθελε πήγαινε και
Γυμνάσιο».
«Για
τους περισσότερους Σαρακατσάνους το σχολείο ήταν ένα καλύβι*. Βάζαν πέντε
κούτσουρα κάτω, φτιάχναν έναν ιδιαίτερο χώρο για τον δάσκαλο, και
του πήγαιναν φαγητό με τη σειρά.
Πήγαιναν στο σχολείο και τα κορίτσια».
*Στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε κατά
εξαίρεση στο Καϊμακτσαλάν υπήρχε σχολείο
χτιστό στα Γιαννακουλαίικα και στα Φαρμακαίικα τα σπίτια.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
ΤΟΥ 1940
«Ο
πατέρας μου ο Αναστάσης δεν πήγε στον
πόλεμο του 1940. Πήγαν τα παιδιά του ο Δημήτριος, ο Κώστας και ο Μιχάλης.
Τον Γιάννο τον πήγαν προς την Πάτρα,
αλλά τα τρία αδέρφια πολέμησαν κανένα εξάμηνο. Το 1940 κηρύχθηκε
ο πόλεμος. Ήμασταν έξω από τη Θεσ/νίκη με κάτι παλιά φορτηγά. Σιγά – σιγά μας
πήγαν στη Γερακινή, ο Δημητράκης, ο Κώτσος, ο Μιχάλης ήταν φαντάροι. Είχαμε παθητικό από τον πόλεμο. Μείναμε με
1.100 – 1.200 πρόβατα. Το καλοκαίρι βάζαμε τσομπάνο και τα επτά αδέρφια
βοηθούσαμε όλοι».
Φαρμακαίοι στη στράτα
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ
ΚΑΪΜΑΚΤΣΑΛΑΝ-1950
«Την
άνοιξη του 1950 ξαναπήγαμε στο βουνό,
ήρθαν και άλλοι κτηνοτρόφοι Ζαραλαίοι,
Λωλαίοι, Κουτσονικαίοι, Μπικαίοι… Οι
άνδρες είχαμε τα πρόβατα στο βουνό και μέναμε σε καλύβια και οι οικογένειες
μέναν στο Σκοπό σε παλιά εγκαταλελειμμένα σπίτια. Το χωριό ήταν ρημαγμένο –
καμένο από τον εμφύλιο. Δεν είχαμε έπιπλα φτιάξαμε εμείς ένα κρεβάτι και ένα
τραπέζι από ξύλα. Έξω είχαμε μία βάτρα με το γάστρο. Νερό παίρναμε από πηγές».
ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΑΪΜΑΚΤΣΑΛΑΝ
«Το
Καϊμακτσαλάν κόβεται στη μέση: το μισό
ανήκει στην Έδεσσα και το μισό στην Φλώρινα. Από εκεί που βλέπεις Φλώρινα είναι της Φλώρινας
το κομμάτι και από εκεί που βλέπεις Έδεσσα είναι της Έδεσσας. Στα 1.100 μ.–1.200 μ. είναι τα Φαρμακαίικα».
Η κορυφή του βουνού είναι στα 2.524 μ. υπάρχει εκκλησία που την έκαναν οι Σέρβοι με τους Έλληνες, είναι του Προφήτη Ηλία.
Η κορυφή του βουνού είναι στα 2.524 μ. υπάρχει εκκλησία που την έκαναν οι Σέρβοι με τους Έλληνες, είναι του Προφήτη Ηλία.
Οι
τοίχοι είναι με πέτρα, ενώ ο τρούλος με μπρούντζο - μάζεψαν τα βλήματα από τον
πόλεμο και την έκαναν. Στο εσωτερικό δάπεδο κατασκεύασαν από κάλυκες πολυβόλων
το σχήμα του σταυρού. Βρίσκονται παλαιά νομίσματα από προσκυνητές που έχουν
περάσει. Έκαναν κοιμητήριο όπου είναι
θαμμένοι Σέρβοι, Έλληνες και Γάλλοι.
Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΚΑΪΜΑΚΤΣΑΛΑΝ
«Της
Παναγίας, του Προφήτη Ηλία, και της Αγ.Παρασκευής, κάναμε κουρμπάνια βάζαμε στη
σούβλα τα αρνιά. Μια βδομάδα μπροστά πήγαιναν
στο Αμύνταιο όπου είχε καλό κρασί. Το ‘φερναν
εκεί και το πήγαιναν σε μια βρύση. Το πρωί ήταν κρύο λες και βγήκε από το
ψυγείο. Χορεύανε, πίνανε, τραγουδούσαν… Τότε
δεν είχε όργανα. Με το στόμα, οι άντρες, οι γυναίκες, τα παιδιά όλοι μαζί τραγουδούσαν και διασκέδαζαν όλο το βράδυ».
«Τσοπαναραίους
είχαμε Ρουνταίους και άλλους. Τα Φαρμακαίικα
τα σπίτια ήταν χτιστά με λαμαρίνες επάνω. Οι τσοπαναραίοι είχαν καλύβια, αλλά ήμασταν πολλές
οικογένειες. Το φθινόπωρο κουβαλούσαμε ξύλα, τα βάζαν μέσα στα σπίτια γιατί την
άνοιξη που πηγαίναμε έκανε κρύο πολύ. Όλα τα νερά ήταν τρεχούμενα. Με τα άλογα
ανεβοκατεβαίναμε στο Σκοπό και φέρναμε αλεύρι, αλλά και αλάτι για τα πρόβατα. Κάθε
βδομάδα αλατίζονταν, γιατί βοσκούσαν καλύτερα. Το αλάτι ήταν για τη χώνεψη.
Κατέβαινε ένας άνθρωπος με δυο άλογα καθημερινά, τι να πρωτοφέρει; Πιπεριές, πατάτες, καρπούζια… Ήμασταν τόσα
άτομα. Οι γυναίκες επάνω στο Καϊμακτσαλάν
μαγείρευαν φασόλια, φακές, πατάτες… Πίτες δεν κάναν κάθε μέρα».
«Τα
παιδιά τρώγανε νιάουρες, μαυραδάκια, κορόμηλα, άγρια απίδια, άγρια μήλα, και
άγρια κεράσια. Τα πήγαιναν και στα σπίτια. Η βρύση «ΤΣΑΡΝΑΡΑ» είναι πριν τα
επάνω τα σπίτια. Ήταν πολύ ψηλά που ακόμα και ο καβαλάρης με το άλογο μπορούσε
να πιει νερό, ενώ στα σημερινά χρόνια οι επισκέπτες τοποθετούσαν πέτρες για να πιούν νερό και
έτσι η βρύση έχασε το ύψος που είχε».
ΨΑΡΕΜΑ – ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
Οι
Φαρμακαίοι συνήθιζαν όταν ήταν στο βουνό να πηγαίνουν για ψάρεμα και κυνήγι. Στο
ποτάμι είχε πέστροφες χρησιμοποιούσαν το φυτό «Γαλατσίδα» το χτυπούσαν να
βγάλει τα υγρά του, το ρίχνανε σε σημείο που είχε λακκούβα με ψάρια ζαλίζονταν
τα ψάρια – αυτή την ιδιότητα είχε αυτό το φυτό –και τα πιάνανε με τα χέρια, δεν
χρειαζόταν καλάμι και αγκίστρι αλλά και που να το βρουν.
Για το
κυνήγι βγάζανε άδεια. Υπήρχαν στο βουνό λαγοί, ορτύκια, πέρδικες, αγριογούρουνα,
και φυσικά σκότωναν κανένα ζαρκάδι αλλά κρυφά.
Η Ελευθερία Φαρμάκη (καθισμένη στο κέντρο) με τα παιδιά της και συγγενείς στο Λαγκαδά
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
«Να κουβαλήσουν νερό, να
πλύνουν τα μαλλιά, να γνέσουν, να υφάνουν, να μαγειρέψουν, να ανάψουν φωτιά, να
ζυμώσουν… Αν ήταν μακριά το νερό, το
κουβαλούσαν με τις βαρέλες. Εμείς το νερό το είχαμε κοντά από το σπίτι μας στα
20 μέτρα και αν ο πατέρας ή μάνα ήθελαν κρύο, δροσερό νερό με το φαγητό,
πηγαίναμε πίσω από το σπίτι μας όπου
έτρεχε κρύο νερό αλλά λίγο και παίρναμε. Οι γυναίκες μην ρωτάς τι είχαν: να
κουρέψουν τα πρόβατα, να μαζέψουν τα μαλλιά, να τα πλύνουν, να τα χωρίσουν σε τρία
σχέδια, να τα λαναρίσουν, να τα γνέσουν, να τα ιδιάσουν, να τα βάλουν στον
αργαλειό για να υφάνουν. Κάθε σπίτι είχε από έναν αργαλειό ή δυο σπίτια
μαζί έναν αργαλειό και μια ραπτομηχανή
που γύριζε με το χέρι. Είχαν το καζάνι
να πλύνουν, το γάστρο να ψήσουν πίτες, είχαν τηγάνια, κακάβια, πιρούνια, κουτάλια και όλα τα σκεύη.
Ψήναν τις πίτες στο γάστρο , είχαν χτιστό φούρνο, ζύμωναν ψωμιά, ή σκυλόψωμα
και τα ψήνανε στο φούρνο».
Μεταπολεμικά μετά το 1950, είχαν και γυάλινα
σκεύη για τους επισκέπτες, τα βάζαν σε καλάθια για να μην σπάσουν και τα δίναν
στα μικρά παιδιά να τα κουβαλήσουν όταν μετακινούνταν για τα βουνά. Στη στράτα
φορούσανε τα πιο καλά ρούχα και με τις βελέντζες
που είχαν τα πιο περίτεχνα σχέδια, σκέπαζαν τα πράγματα, τελευταία άφηναν το
γάστρο και το ταψί για να τα βρίσκουν αμέσως για να μαγειρέψουν. Τα ελεύθερα
κορίτσια που ήταν για να παντρευτούν κρατούσαν το άλογο.
ΟΙ ΓΑΜΟΙ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΑΙΩΝ
Το
1960 παντρεύτηκε ο θείος Σπύρος. «Τα επτά αδέρφια και οι δυο αδερφές παντρεύτηκαν:
η Αθηνά με τον Κατσαβέλη. Στη
Θεσσαλονίκη απ’ έξω έγινε ο γάμος και έζησε στην Κοκάρτσα σε ένα κτήμα. Ο
Γιώργος, και ο Αριστείδης παντρεύτηκαν εδώ στον κάμπο, ενώ οι άλλοι στο βουνό. Από το Σκοπό παίρναμε παπά. Στο βουνό παντρεύτηκαν ο Γιάννος, ο Μιχάλης, ο Δημήτρης, ο Κώτσος».
Στο Μιχάλη, και στο Γιάννο πήγα στο γάμο τους μας είπε ο Φαρμάκης Σπύρος: «Πήγαινε
ο γαμπρός με τα άλογα και την δική του την παρέα, έπαιρναν τη νύφη και μετά στα άλλα τα
καλύβια κάναν το γάμο. Το γλέντι άρχιζε
από την Παρασκευή και τη Δευτέρα τελείωνε. Εγώ ήμουν σε ένα Γιαννακούλα στον
γάμο του, μπράτιμος. Έραψα το φλάμπουρα και παρέα τα κορίτσια τον τραγουδούσαν.
Πιάνανε τα προζύμια την Παρασκευή ένα
κορίτσι και δύο αγόρια που είχαν μάνα
και πατέρα, το κορίτσι κράταγε το κόσκινο, όλοι ρίχναν λεφτά μέσα. Τα λεφτά τα έδιναν στο ζευγάρι. Τα μαντήλωναν τα παιδιά και το κορίτσι ζύμωνε την κουλούρα για τη νύφη».
Υπάρχουν
σχετικά τραγούδια:
-Ευχήσου
με μανούλα μου στα πρώτα κοσκινίδια.
-Με
την ευχή μου κόρη μου, Θεός να σε προκόψει.
-Ευχήσου
με πατέρα μου στα πρώτα κοσκινίδια.
-Mε την ευχή μου κόρη μου, θεός να σε προκόψει.
Έτσι
η νύφη έπαιρνε τις ευχές συνεχίζοντας στα αδέρφια, τις αδελφές, ξαδέρφια…από
όλους που ήταν εκεί
Ένα
άλλο τραγούδι σχετικό με τα προζύμια:
-Ανάχλια,
ανάχλια το νερό
και
αφράτο το προζύμι
κόρη
ξανθιά το ανάπιανε
με
μάνα με πατέρα.
Αν
ήταν στο σπίτι της νύφης όλοι κλαίγανε γιατί θα έφευγε θα κάνανε πολύ καιρό να
τη δούνε, ενώ στο σπίτι του γαμπρού χαίρονταν γιατί θα έρθει άνθρωπος καινούριος
στο σπίτι.
Το 1956 εγκατασταθήκαμε στο Π. Γυναικόκαστρο. Στην αρχή ασχοληθήκαμε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Φαρμακαίοι στο Π. Γυναικόκαστρο γιορτάζουν την Πρωτομαγιά στο ποτάμι. Στο κέντρο ο Αναστάσιος Φαρμάκης
●●●
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΦΑΡΜΑΚΗ
Τα
παιδιά του έμεναν ο Δημήτρης και ο Κώστας στο Λαγκαδά, ο Γιάννος στη Χαλκηδόνα,
ο Γιώργος στο Βαφειοχώρι, ο Μιχάλης, ο Αριστειδής και ο Σπύρος στο Παλιό
Γυναικόκαστρο. Η Αθηνά που παντρεύτηκε τον Κατσαβέλη μέναν στην Κοκάρτσα το
καλοκαίρι και το χειμώνα στη Θεσ/νίκη. Η Όλγα που παντρεύτηκε τον Σουλτογιάννη
μέναν στο Καλίνοβο στα Σουλτογιανναίικα.
Τα παιδιά ... θυμούνται τις αφηγήσεις των γονιών τους
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΖΙΟΥΤΑ
Τους έλεγε ο πατέρας τους Δημήτρης Φαρμάκης:
«Ότι το Καϊμακτσαλάν αγοράστηκε από τους Τούρκους με τέσσερα συμβόλαια ως βοσκοτόπια από τους
προγόνους του παππού Ανάσταση. Τα Φαρμακαίικα βρίσκονται πολύ πιο δυτικά από το
χιονοδρομικό είναι τέσσερα στανοτόπια: Ραμνομπόρ
σημαίνει «ίσιο πεύκο», Μαλκουτσίτσα, Τζαρνάρα, Τσεκούρι».
Τους έλεγε η Ελευθερία Ζιούτα –Φαρμάκη: «Σε
μικρή ηλικία στα κορίτσια κάνανε το σημείο του σταυρού ανάμεσα στα φρύδια και
τα χέρια, αυτό συνέβη και σε μένα, φοβούμενοι από την αρπαγή παιδιών από τους
αλλόθρησκους - Τούρκους». Χρησιμοποιούσαν το λουλάκι και μια βελόνα τρυπούσαν
το δέρμα, ήταν πολύ επώδυνο γιατί έπρεπε το μπλε χρώμα να περάσει κάτω από το
δέρμα όπου έμενε εφόρου ζωής.
ΚΩΣΤΑΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ – ΑΓΟΡΙΤΣΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΑ
Τους έλεγε ο πατέρας τους Κώστας Φαρμάκης: «Ασχολήθηκα με το τυροκομείο – μπατζό τότε
δεν υπήρχε τυρομαγιά όπως σήμερα, την κάνανε οι ίδιοι από τα αρνάκια ή τα
κατσικάκια που ήταν λιγότερα στο κοπάδι. Όταν γεννιόταν δίδυμα ή τρίδυμα
αρνάκια και γίνονταν δεκαπέντε ημερών τα
σφάζανε έπαιρναν το στομάχι του αρνιού ή του κατσικιού, ρίχνανε αλάτι πολύ, το
κρεμούσανε να στεγνώσει, το κόβανε σε
κομμάτια και όταν ήταν να το χρησιμοποιήσουνε το λιώνανε σε νερό. Γινόταν η
καλύτερη μαγιά.»
ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ – ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΥ
Τους έλεγε ο πατέρας τους Γιάννος Φαρμάκης:
« Οι Φαρμακαίοι του Κορδελιού ήμαστε ίδια φάρα, ίδιο αίμα γιατί τα δύο αδέρφια
ο Στέργιος και ο Γιώργος μαλώσανε, και ο Στέργιος τράβηξε προς την Σερβία έξω..
Το επίθετο το αλλάξανε τρεις φορές, φοβόταν από τους Τούρκους ακόμη και στις βελέντζες γράφανε άλλο
όνομα. Ένας αδερφός o Σπύρος ήταν φοιτητής στο πανεπιστήμιο στη
Γαλλία. Πέθανε έξω από την Γαλάτιστα από
ισπανικό πυρετό, τον θάψανε εκεί γιατί ήταν στη στράτα για το Καϊμακτσαλάν».
Ιωάννης Φαρμάκης και Χρυσούλα Καραγιώργου
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΟΥΛΤΟΓΙΑΝΝΗΣ – ΟΛΓΑ ΦΑΡΜΑΚΗ
Τους έλεγε η μητέρα τους Όλγα Φαρμάκη: «Ο
παππούς μου ο Δημήτρης τρεις φορές
άλλαξε το επίθετο: α) Κυριάκος, β) Τομαράς, γ) Φαρμάκης λόγω Τουρκοκρατίας.
Όλοι οι Σαρακατσάνοι είμαστε από το Συρράκο-Βασταβέτση!» Όπως και η οικογένεια Φαρμάκη.
Θα
μας έλεγε ακόμη: «Μετά το 1950 οι σαρακατσάνες κοπέλες αφήσαν της παραδοσιακές
φορεσιές και φορούσαν τα «Ευρωπαϊκά» ρούχα, και το νυφικό ήταν μοντέρνο –
λευκό, όπως και οι άνδρες δεν φορούσαν κουστούμια υφαντά αλλά ραμμένα σε ράφτες
με Ευρωπαϊκά υφάσματα. Τα φορέματα ήταν και αμάνικα αλλά οι γεροντότεροι το
είχαν -μεγάλο θέμα- να μην βάλουν τα κορίτσια «ζαπονέ».»
ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ – ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΑ
Τους έλεγε ο πατέρας τους
Μιχάλης Φαρμάκης: «Υπάρχουν συγγενείς - ξαδέρφια Φαρμακαίοι στο αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης (Πασά
Τσαϊρ). Με τον παππού μου το Δημήτρη Φαρμάκη ήταν πρώτα ξαδέρφια, εμείς
δεύτερα, μετά τρίτα. Άλλοι συγγενείς μακρινοί
αλλά με το ίδιο επίθετο είναι στην
Αγχίαλο, ένας ξάδερφος στην Χαλκηδόνα,
μια οικογένεια Φαρμακαίοι στο Αιγίνιο όλοι ξαδέρφια του πατέρα μου.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΣΑΒΕΛΗΣ – ΑΘΗΝΑ ΦΑΡΜΑΚΗ
Τους
έλεγε η μητέρα τους Αθηνά Φαρμάκη: «Στην τοποθεσία Τσεκούρι υπάρχει το λουλούδι
αμάραντος όπως και στην πίσω πλευρά του βουνού. Τα παιδιά μάζευαν τσάγια για
τον χειμώνα, και νάνες για πίτες. Εκεί που έμεναν είχε και άγριες κερασιές».
«Οι Σαρακατσάνοι συνήθιζαν όταν κάποιος αρρεβωνιάζονταν
να του δίνουν τις ευχές τους αλλά μετά να του δίνουν καρπαζιά. Θυμάμαι έναν
ανιψιό του άντρα μου όταν ήρθε σπίτι μας, ο άντρας μου τον υποδέχτηκε στην
πόρτα, του ευχήθηκε, αλλά μετά παφ….. και δυνατές!!!»
Από αριστερά : Γεώργιος Φαρμάκης, Γεώργιος Κατσαβέλης, Αθηνά Φαρμάκη-Κατσαβέλη και Ιωάννης Φαρμάκης - Θεσσαλονίκη 29 Ιουλίου 1946
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΝΤΕΝΤΑ
Τους έλεγε ο πατέρας τους Γιώργος Φαρμάκης: «Ο
αδερφός του παππού Αναστάση, ο Σπύρος σπούδαζε σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας με
θέμα «Τη μόνιμη εγκατάσταση σε γη». Οι Φαρμακαίοι είχαν πάρα πολλά πλούτη. Με
τα άλογα κουβαλούσαν τις λίρες στις
μετακινήσεις αλλά πότε δεν σκέφτηκαν να αγοράσουν γη για να εγκατασταθούν».
« Τα τωρινά χρόνια πήγαμε διακοπές στην
Χαλκιδική και κάποιοι κάτοικοι θυμούνται ακόμη το επίθετο Φαρμάκη από τους
γονείς και πως οι Φαρμακαίοι τους βοηθήσανε να σωθούν από την πείνα εκείνα τα
δύσκολα χρόνια μετά τον πόλεμο του 1940.»
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΦΑΡΜΑΚΗΣ – ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΣΑΒΕΛΗ
Τους έλεγε ο πατέρας τους Αριστείδης Φαρμάκης:
«Όταν
ανταμώναμε επάνω στο βουνό τα γλέντια κρατούσαν από τρεις μέρες ως μια βδομάδα.
Είχαμε χτιστά σπίτια ψηλά, επάνω με λαμαρίνες σκεπασμένα, κάτω με υποστατικά
για τα άλογα και τις καθημερινές ασχολίες.»
Η γυναίκα του Σπύρου Φαρμάκη είναι η
Αναστασία Κάντη. Μας αφηγείται: «Γεννήθηκα στο Ξηροχώρι. Ο πατέρας μου λεγόταν Γεώργιος.
Η μάνα μου λεγόταν Μαρία ήταν του Κλωνάρα Χρήστου και της Γιαννούλας. Ήμασταν
πέντε αδέρφια: ο Πολύμερος, ο Χρήστος, η Πηνελόπη, η Δήμητρα και εγώ. Ο παππούς
μου και η οικογένεια του πήγαιναν στα βουνά. Δεν ήταν σταθεροί σε συγκεκριμένα
βουνά».
Πού ζούσατε
καλύτερα στο βουνό ή στον κάμπο;
Επάνω στο
Καϊμακτσαλάν ήταν πιο ξεκούραστα για τον τσομπάνο και για μας. Ήταν άλλο κλίμα στο βουνό. Από την άνοιξη το
βράδυ έπρεπε να αρμέξεις ένα κοπάδι 700
– 1000 πρόβατα. Ήταν δύσκολα το άρμεγμα. Όλα τα αδέρφια αρμέγανε, όλα πηγαίνανε
στη βοσκή.
Πώς κυλούσε η μέρα
στο βουνό;
Το πρωί άμα είχαμε άρμεγμα πηγαίναμε στο άρμεγμα. Ο ένας πήγαινε στη βοσκή που δεν ήταν μακριά - στα 500 μ.- ο άλλος καθότανε στο καλύβι, έκανε καμιά δουλειά στο σπίτι ή βοηθούσε τη γυναίκα, κουβαλούσε ξύλα με το ζώο. Το καλοκαίρι στο βουνό οι άντρες φέρναν τα πρόβατα κοντά στα σπίτια, καθόταν στον ίσκιο των δέντρων και έλεγαν: «στο στάλο τα φέρναν τα πρόβατα». Οι άντρες τρώγαν στα σπίτια, βλέπαν την οικογένεια, λουζόταν, πλενόταν το Σαββάτο κυρίως. Την Παρασκευή ή Κυριακή ποτέ δεν πλέναν ή λουζόταν. Υπήρχε και ευχή:
Tετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου μην κόψεις
την Κυριακή να μην λουστείς αν θέλεις να προκόψεις.
Πηγαίνουν για την αρρεβώνα στη νύφη Αναστασία Καντή
Αρρεβώνας Σπύρου Φαρμάκη και Αναστασίας Καντή το 1959
Σπύρος Φαρμάκης και Αναστασία Φαρμάκη-Καντή
Ο Σπύρος Φαρμάκης στην ανακτορική φρουρά
«Στο στρατό πήγα δύο χρόνια (είκοσι εφτά
μήνες). Κατατάχτηκα στο Μεσολόγγι. Μετά πήγα στην Κρήτη, στην Αθήνα, έπειτα
στην ανακτορική φρουρά έξι μήνες και
πάλι στην Κρήτη. Από εκεί
απολύθηκα».
Ο Σπύρος Φαρμάκης στην ανακτορική φρουρά
«Όταν ήμουν στην ανακτορική φρουρά πιάνονταν
τα πόδια όταν πηγαίναμε στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη και μας στέλναν για
ξεκούραση στο Τατόι. Πήγα στο πέμπτο φυλάκιο. Εκεί το κτήμα του βασιλιά είχε
πολλά ελάφια και κάθε απόγευμα βγαίναν και βοσκούσαν. Την Κυριακή στο
επισκεπτήριο έρχονταν παιδιά και κορίτσια… Όταν πήγα να παραλάβω την σκοπιά
είπε κάποιος : « Άντε, βρε Φαρμάκη, έλα. Τα κορίτσια που ήρθαν λέγονταν Φαρμάκη».
Στο κτήμα του βασιλιά υπήρχε τσομπάνος πολλά χρόνια, ήταν ηλικιωμένος από την
Πελοπόννησο . Μιλήσαμε πολύ και λεγόταν Φαρμάκης. Στην Πελοπόννησο υπάρχει το
επίθετο Φαρμάκης ….»
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ
ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗ ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΦΑΡΜΑΚΑΙΟΥΣ
Η
Αγγελική Χατζημιχάλη αναφέρεται στους
Φαρμακαίους και στους δύο τόμους που έχει έκδοση το 1957 με τίτλο «Σαρακατσάνοι».
Στον
τόμο Ι, σελ. 90-91 γράφει:
«Ο
τσέλιγκας όμως Ν. Τζουμάνης αναφέρει και
μια άλλη εκδοχή: Ότι τους εξόρισαν οι Τούρκοι και γίνανε σκηνίτες, γιατί ένας
πρόγονός τους, που ήταν γραμματικός του Αλή Πασά, πρόδωσε τον τούρκικο στρατό.
Ο Αλής, λέει ο τσέλιγκας, διάταξε να
τους σκοτώσουν όλους και μόνο όσοι φύγανε σωθήκανε. Πολλοί τους άλλαξαν και τα
ονόματά τους, για να γλιτώσουν από τα βάσανα των Τούρκων. Έτσι, ένας Τζουμάνης
…ονομάζεται Φαρμάκης, πάει στα βουνά της Μακεδονίας και έχει 10.000 πρόβατα.
Έγινε τόσο πλούσιος, που κι οι σαρμανίτσες του είναι ασημένιες! Ξεχειμωνιάζει
στην Κασσάνδρα, στην ακρογιαλιά της Θεσσαλονίκης, και έβγαινε το καλοκαίρι στα
Σέρβικα. Έκανε και τα βουνά όπου βγαίνει χτήματά του. «Μαζί του αλάργεψε το
συγγένειο. Έρχεται στα τρίτα ξαδέρφια, μα συγγενεύουμε». Πρόκειται για τους
μεγάλους τσελιγκάδες Φαρμακαίους που όλοι οι Τζουμάνηδες επιμένουν πώς είναι
από τη γενιά τους.»
Στον
ίδιο τόμο στη σελ.54 γράφει η Αγγελική Χατζημιχάλη:
«Παρά
πολλοί επίσης από τους Σαρακατσάνους (π.χ. από τις οικογένειες των Τζουμάνηδων
… των Φαρμακαίων, των Σουλτογιανναίων κ.λ.π.) είναι σήμερα επιστήμονες –
δικηγόροι, γεωπόνοι, συμβολαιογράφοι, γιατροί, δάσκαλοι κ.λ.π. – καθώς και
πολλοί έχουν σπουδάσει και σπουδάζουν στην Ευρώπη. Δεν είναι λίγοι μάλιστα που
έχουν διαπρέψει και σε ανώτατα αξιώματα – βουλευτές, υπουργοί, αξιωματικοί του
Στρατού – ενώ στενότατοι συγγενείς τους, πατεράδες, αδέρφια, ξαδέρφια, εξακολουθούν
να είναι τσελιγκάδες.»
Στην
σελ. 56 στον ίδιο τόμο γράφει:
«Η
πληροφορία όμως του καθηγητή Branislav Kojic ότι ο αριθμός
των Σαρακατσάνων που μένανε το 1955 στη Σερβία ανέρχονταν σε τριάντα
οικογένειες, δε φαίνεται να είναι ακριβής. Αντίθετα, ο μεγαλοτσέλιγκας Χρίστος
Φαρμάκης σε γράμμα του σταλμένο από τη Θεσσαλονίκη - 6 Φεβρουαρίου 1953 –
παρέχει την ακόλουθη είδηση: «… Επληροφορήθην ότι πολλοί έξ ημών (των
Σαρακατσάνων) οίτινες παρέμειναν βάσει επισήμων διαβατηρίων εντός του σερβικού εδάφους και παραμένουν εισέτι,
και οι οποίοι ανέρχονται είς 150-200 οικογενείας, επιθυμούν να επανέλθουν είς
την μητέρα Ελλάδα…».
Στον
τόμο ΙΙ σελ.19 γράφει:
«Όλοι
π.χ. οι Τσουμάνηδες της Ηπείρου επιμένουν ότι οι Φαρμακαίοι της Μακεδονίας
είναι από τη γενιά των Τσουμάνηδων και πως σαν πήγαν στη Μακεδονία, άλλαξαν το
επίθετό τους για να ξεχωρίζουν.»
Στον
ίδιο τόμο σελ.22 γράφει:
«Τσελιγκάδες
από μεγάλη γενιά στη Μακεδονία είναι οι Πασσαίοι, οι Ζουταίοι, οι Φαρμακαίοι,
οι Σουλτογιανναίοι, οι Γιαννακουλαίοι, οι Καραθόδωροι κ.λ.π.»
Η
οικογένεια Φαρμάκη από πολύ παλιά έχει συνδέσει την καλοκαιρινή εγκατάσταση της
με το βουνό Καϊμακτσαλάν, στο οποίο τριάντα χιλιάδες στρέμματα είναι ιδιοκτησία της οικογένειας Φαρμάκη – τι
σημαίνει η λέξη αυτή ας το αναφέρουμε: Καϊμακτσαλάν είναι τουρκική λέξη σημαίνει αφρός της κορφής και δω, ως καϊμάκ νοείται το χιόνι που υπάρχει στην κορυφή τους πιο πολλούς μήνες του χρόνου. Ως «όρος Βόρας» αναφέρεται μόνο στους χάρτες αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτό όταν η συνείδηση των Σαρακατσαναίων έχει εμποτιστεί με μια τόσο μουσική λέξη: «Καϊμακτσαλάν»
ΤΟ ΓΕΝΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΑΙΩΝ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Στο σημείο αυτό η συγγραφέας θα ήθελε θέρμα να ευχαριστήσει το Φαρμάκη Ευριπίδη του Δημητρίου από το Πασά Τσαϊρ ο όποιος αφιέρωσε 25 χρόνια συλλέγοντας πληροφορίες για τους Φαρμακαίους η βοήθεια του ήταν σημαντικότατη. Όποιος θα ήθελε να επικοινωνήσει με την οικογένεια Φαρμάκη θα μπορεί στο mail - liafarmaki@hotmail.gr.
Το φωτογραφικό αρχείο είναι των οικογενειών:
- Φαρμάκη – Κατσαβέλη Αθηνά
- Φαρμάκη Αναστάσιου του Ιωάννη
- Φαρμάκη Σπύρου του Αναστασίου
- Φαρμάκη Ευριπίδη του Δημητρίου
ΠΗΓΕΣ
- Σαρακατσάνοι - Αγγελική Χατζημιχάλη τόμος Ι-ΙΙ
- ΟΡΕΙΒΑΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΑΡΙΔΑΙΑΣ
- ΔΙΑΔIΚΤYΟ