portraita

Γιάννης Μπαβέλης
.
.
του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1919 στη στράτα μέσα σε μιά τσιατούρα, έξω απ’ το Αμύνταιο, εκεί που είναι ένα ηρώο με κάτι σιδερένιοι σταυροί. Οι θ’κοί μ’ ξεχείμαζαν στο Παλιούρι στη Χαλκιδική και πήγαιναν στο Βίτσι και τότε γεννήθ’κα εγώ και πήγε ο πατέρας μ’ στη Φλώρινα και μ’ έγραψε. Τον πατέρα μ’ τον έλεγαν Αλέξανδρο και γεννήθ’κε το 1874 εδώ στη Μακεδονία. Τη μάνα μ’ την έλεγαν Μαρία και ήταν απ τ’ς Μπικαίοι. Ο παππούς μ’ ήταν ο Χρήστος Μπαβέλης και γιαγιά μ’ η Κατερίνα Κουτσοκώστα. Ο αδελφός μ’ βαφτίστηκε το 1911 στα Μπιτόλια, στο Μοναστήρι, ... ήταν Ελληνικό, δεν είχε μπει το σύνορο ακόμα.

Όλη η γεννιά η Σαρακατσάνικη, σχεδόν που είναι εδώ στη Μακεδονία και οι περισσότεροι που είναι στη Θεσσαλία, ήταν στα Άγραφα και στα Ξηρόϊμερα εκει στα βουνά απαν’. Άμα πας στ’ Άγραφα και εκει απάν στο Συρράκο, θα βρεις μαχαλάδες, ..Μπαμπελαίοι (Βαλαίοι λέγομασταν στο παλιό το όνομα), Μπικαίοι, Κουτσοκωσταίοι και Τομαραίοι. Όσο ζούσε ο Αλή πασάς, έρχοταν οι συμμορίες οι Τουρκαλβανοί, έμπαιναν μεσ΄στα κοπάδια και έπαιρναν δέκα-είκοσι πρόβατα κι άμα μιλούσαν οι τζιομπαναραίοι, δεν του’χαν τίποτα. Το 1823 που ο Αλή πασάς πήγε στον Σουλτάνο και αποκεφαλίστηκε, πήγαν οι Τουρκαλβανοί και τα μάζευαν τα κοπάδια όλα και τα πήγαιναν προς την Αλβανία. Οι παππούδες φοβόνταν απ’ τους Τουρκαλβανούς και ήρθαν εδώ στη Μακεδονία.

ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΛΙΟΥΡΙ ΣΤΟ ΒΙΤΣΙ

Τα χειμαδιά ήταν στη Χαλκιδική, στο Παλιούρι της Κασσάνδρας, στα σύνορα με τη Σκιώνη. Ήταν μετόχι από την Αγία Αναστασία, ένα μοναστήρι που είναι προς τα Βασιλικά. Στην Ποτίδαια όταν ήμαν μικρός, εκει δεν ήταν κομμένο, μετά ήρθε μια εταιρεία και το έκοψε. Απο παλιά οι θ’κοι μας έβγαιναν στο Βίτσι. Απ’ το Παλιούρι μέχρι το Βίτσι έκαναμε περίπου δεκαπέντε κονάκια. Ξεκινούσαμε απ’ τη Χαλκιδική, μόλις έμπαινε ο Απρίλιος κατά τις δέκα έφευγαν από κει. Στη στράτα απ, το Παλιούρι που ξεκινούσαμε, μια βδομάδα έκαναμε ώσπου να βγούμε στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη περνούσαμε πάνω απ’ το βουνό απ’ το Σέιχ Σου, δεν είχε δέντρα τότε, ήταν γυμνό, πέτρα. Όλα ήταν ανοικτά τα μέργια, μονάχα ο βάλτος των Γιαννιτσών ήταν ακατοίκητος. 


Χάρτης μετακινήσεων

Στο Βίτσι τότε είμασταν εμεις οι Μπαβελαίοι, οι Ταξιαραίοι, οι Κομματαίοι, Ματταίοι, Φλωραίοι και άλλοι. Κεχαγιάς εκει στο Βίτσι που έκανε κουμάντο, ήταν ένας Κομμάτας. Ακόμα δεν είχα παντρευτεί και πήγα και τον είδα, διότι με είχε βαφτισμένο εμένα μια αδελφή τ’. Στο Βίτσι έβγαιναν μόνο Χασσανδρινοί Σαρακατσιάνοι, Μωραϊτες καθόλου. Τώρα τελευταία μετά την κατοχή πήγαν και Μωραϊτες.

ΕΠΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟ ΒΕΡΜΙΟ

Το 1924 και για τρία-τέσσερα χρόνια πήγαμε σε κάτι βουνά εκει γύρω απ’ τη Φλώρινα, σε κάτι βουνοχώρια, ντόπιοι, Σλαβόφωνοι ήταν οι άνθρωποι. Αισθάνθηκα λίγο τότε και θυμάμαι ήταν οι κομιτατζήδες, οι Βουλγάροι. Το 1928 όταν διαλύθηκε το μπατζιό, άλλοι πήγαν στο Καιμακτσαλαν και άλλοι στο Βέρμιο, ..σκρόπ’σαν. Οι θ΄κοι μας πήγαν στη Νάουσα από παν’ που είναι τα πέντε πηγάδια, στο Μπλιάκι (δεν είχαν πάει ακόμα οι Καραθοδωραίοι). Έκατσαν δυό-τρία χρόνια και μετά πήγαν προς τα πάνω στο Βέρμιο σε ένα λιβάδι που το΄λεγαν Μπελορέκα, πίσω προς τα Καϊλιάρια. Το έλεγαν και Καρατάσι, ήταν ένας καπετάνιος που τον έλεγαν Καρατάσιο και είχε λημέρι εκει και πήρε και το όνομα. Ήταν της τράπεζας εκείνο το μέρος. Από πάνω το Βέρμιο ήταν όλο τεμάχια, άλλο υπάγονταν στην τράπεζα, άλλο στην αεροπορία και μερικά κοινοτικά. Έφευγαν οι Τούρκοι, κάτι Κονιάροι και μπήκαν μέσα αυτοί. Εκει ήταν όλο Μωραϊτες, τα περισσότερα τα λιβάδια στο Βέρμιο τα είχαν οι Μωραϊτες. Απ’ τη μία πλευρά είχαμε στη Σαμπανίτσα τον Γαλατσίδα και τον Κόκκαλη, μετά είμασταν εμείς στη Μπελορέκα καμμιά δέκα-δεκαπέντε καλύβια. Από παν απ’ τη Μπελορέκα προς το Καιμακτσαλαν ήταν ο Πολύζος. Φιλήσυχος κι αγαπητός άνθρωπος, περνούσαμε μια χαρά.

Η Μπελορέκα και τα τσελιγκάτα στο Βέρμιο

Στη Μπελορέκα έκαναμε επτά χρόνια. Είμασταν εμείς οι Μπαβελαίοι, οι Καλυβαίοι και ένας Γεωργός. Κεχαγιάς ήταν ο Καλύβας. Ήταν δραστήριος, ενώ εμεις οι τζιομπαναραίοι, να μην πω όλοι, βάζω και τον ευατό μου μέσα, είμασταν στ’λιάρια Καρπενισιώτ’κα. Όταν έβγαιναμε στο βουνό στο Βέρμιο, μέχρι το 1934, πλέρωναμαν το δάσκαλο και πήγαιναμε και μας μάθαινε γράμματα. Όταν τελείωνε η περίοδος στα χωριά, οι δάσκαλοι πήγαιναν στο βουνό να κάνουν μάθημα, να βρουν το τυράκι και να πληρωθούν.

Εγώ που με βλέπεις, εξ αιτίας απ’ τ’ς Μωραϊτες, φόρεσα δυό χρόνια παπούτσια με φούντες. Αυτοί, όσο φτωχοί και να ήταν, δεν έβαζαν άλλο παπούτσι στα πόδια τ’ς αν δεν ήταν παπούτσι με φούντα. Εμάς μας έλεγαν καβουτσούκια, λάστιχα δηλαδή. Οι Χασανδρινοί με τ’ς Μωραϊτες ξεχώριζαν στις κάπες. Εκείνοι φορούσαν κάπες που έρχονταν έτσι εφαρμοστές κι εμείς ήταν μαύρες οι κάπες μας. Εμείς από δω ήταν μερικοί που έπαιρναν κορίτσια από κει, αλλά εκείνοι δεν έπαιρναν από μας. Στην κουβέντα ίδιοι είμασταν, αλλά ερχόταν πιο εγωισταί.

ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΕΡΜΑΝΟ ΣΤΙΣ ΠΡΕΣΠΕΣ

Από το Βέρμιο έφυγαμε το 1937 και πήγαμε στον Άγιο Γερμανό, πάνω απ’ τις Πρέσπες. Στη Μπελορέκα βγήκε δημοπρασία και το πήραν κι αυτό οι Μωραϊτες κι έτσι φύγαμε εμείς. Το 1936 είχε κάνει δικτατορία ο Μεταξάς κι έβαλε έναν δικό του άνθρωπο απ’ την παλιά Ελλάδα, Τσαχτσίρας λέγονταν και τον έβαλε νομάρχη Φλώρινας. Οι περισσότεροι Μωραϊτες, οι μεγάλοι οι κεχαγιάδες, Νανάς, Μπέης, Καλφούντζος, Γιαννακός, Σουφλιάς (ο πατέρας του υπουργού), τον γνώριζαν τον Τσαχτσίρα και τον ζήτησαν κι άλλο βουνό. Μας είπε εμάς ο Τσαχτσιρας, …θα σας βρω εγώ βουνό κι έτσι πήγαμε στον Άγιο Γερμανό και μας έλεγαν, …πού πάτε ορέ!, θα σας σφάξουν οι Βουλγάροι εκει, αλλά πήγαμε. Το χωριό ήταν κοντά στη λίμνη στην Πρέσπα, και οι χωριάτες δεν μας άφηναν, ήταν λειψά τα μέρη. Δεν κουτούσαμε να πάμε εκει, γιατί είχαν κι αυτοί πρόβατα. Ξέρεις πως το΄λεγαν; μικρή Βουλγαρία, με τα ξύλα θα μας σκότωναν. Αλλά το βουνό ήταν απέραντο και κανόνισε ο νομάρχης με την αστυνομία και μας έδειξαν την περιοχή και μέχρι πού θα είμαστε στις κορφές.


Οι Πρέσπες από τις κορφές του Αγ. Γερμανού

Στον Άγιο Γερμανό είμασταν εμείς οι Μπαβελαίοι, ένας Κότελης, ένας Κορώνας και ένας Φούντας, αυτοί είμασταν. Μικρό τσελιγκάτο, πέντε-έξι οικογένειες, δυό χιλιάδες πρόβατα δεν έφταναμε. Εγώ ήμαν τέλειος στερφάρης. Είχα και γίδες εκει, οι γίδες ήταν απαραίτητες, απ’ τις γίδες έτρωγα γάλα. Κι αν κανένα του΄βλεπαν ότι στράβωνε λίγο, το τελείωναν και στο σουφλί. Γάμοι στο βουνό γίνονταν πολλοί. Το 1938 απάν’ στο βουνό πήγα και συμπέθερος σ’ ένα γάμο. Ξεκίνησαμε απ’ τον Άγιο Γερμανό που είμασταν και με τον φλάμπουρα πήραμε τον Μήτρο τον Κορώνα και όλοι καβάλα πήγαμε στο Πισοδέρι.

ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Το 1938 τον Σεπτέμβριο μήνα, έρχεται διαταγή να περάσω επιλογή στο περιοδεύον συμβούλιο, για να καταταχτώ στο στρατό. Εμείς είμασταν απαν’ στο βουνό, στον Άγιο Γερμανό. Έρχεται ένας χωροφύλακας εκει, ...στρατεύσιμος λέει, ...και κατέβηκα στη Φλώρινα και μαζεύτηκαν κι αάλλα παιδιά. Ένας αξιωματικός με κύταζε, …έχετε λακνιά εκει απάν; με λέει. Κατάλαβα, αυτός για άλογα λέει. Εμείς το΄λεγαμε αργγιλέ, αλλά αυτός του΄πε λακνιά, φαίνεται ήταν απ’ τα βουνοχώρια. Την άνοιξη του 1939 πήγα φαντάρος. Παρατάω την κλίτσα και την κάπα, αλλά το ευτύχημα, ..βοσκούσα ένα κοπάδι εκει που ήταν η διμοιρία στα φυλάκια και είχαμε ένα καλαμπούρι με τους φαντάρους, κι εκείνο το καλαμπούρι με έβγαλε σε πολύ καλή μεριά. Πήρα έτσι ένα πάτημα από φαντάρος. Στο στρατό με λεν, …ικανός για ορειβατικό πυροβολικό, …τι να πω εγώ, …τσιμουδιά.



Την 1η Απριλίου του 1939 έκανε την εισβολή η Ιταλία μέσα στην Αλβανία και οι Αλβανοί παραδόθηκαν. Δεν είχαν τίποτα, ένα αεροπλανάκι είχε ο βασιλιάς ο Ζώγου και κατέβηκε στην Αθήνα. Σε μας έδωσαν δέκα μέρες αναβολή. Σηκώνομαι εγώ με τα τσαρουχάκια μ’ και πηγαίνω στην Κοζάνη που έπρεπε να πάω και τους βρίσκω. Μας έβαλαν σ’ ένα θάλαμο και το πρωί διάλεξαν επτά άτομα, ένας ήταν του γυμνασίου και άλλοι έξι και διάλεξαν και μένα. Εγώ ήμαν του δημοτικού, αλλά εκείνα τα γράμματα που μας μάθαιναν οι δασκάλοι στο βουνό που ερχόταν ήταν γράμματα. Και μας έστειλαν στο τάγμα τηλεγραφητών στη Θεσσαλονίκη, στο Ντεπώ τέρμα. Άρχισαν να μας μαθαίνουν τα μουσικά γράμματα και απο τις 15 Απριλίου, βγήκαμε για πρώτη φορά έξω στις 26 Ιουλίου.

Στο τάγμα έμεινα οκτώ μήνες και εκει ήμαν μαζί με τον Φλωράκη και με τον Τσιτσάνη.
Ο Φλωράκης είχε ένα παρουσιαστικό αντρίκιο, πρώτης γραφής. Σωματικώς μέτριος, σοβαρός, λιγομίλητος. Ο Φλωράκης ήταν εξ επαγγέλματος ασυρματιστής, εμείς καθήσαμε τρεις μήνες να τα μάθουμε. Ο Τσιτσάνης ήταν άνθρωπος του γλεντιού, ..είχε και το μπουζουκάκι του, δεν το απαγόρευαν και το είχε πάντα μαζί του. Σε κάθε έξοδο έπρεπε να γυρίσουμε στην ώρα μας και όποιος δεν έρχονταν στην ώρα του την άλλη μέρα το πρωί έβγαινε στην αναφορά με τέσσερις μέρες κράτηση. Εμεις βγήκαμε έξω μ έναν ξάδελφο μου, ήπιαμε ένα ουζάκι και γυρίσαμε στην ώρα μας.
Ο Τσιτσάνης ο φουκαράς, που μπλέχτηκε, τον γνώριζαν οι Σαλονικιώτες εκει σε κάτι κέντρα και παραβίασε την άδεια και την άλλη μέρα το πρωί αναφορά. Άρχισε ο Τσιτσάνης να λέει : ...ε είχα τόσο καιρό κ. Λοχαγέ, είχε σκάσει η ψυχούλα μου, να ξεσκάσω λίγο, να χτυπήσω κι αυτό το ρημάδι το μπουζουκάκι μου και πήρα και πέντε φράγκα! Άιντε, τα πλιάτσικα σου και στο κρατητήριο. Ο Τσιτσάνης, πιστρώνει την κουβερτούλα τ’ και το μπουζουκάκι τ’ κι αρχινάει : μπουζούκι μου καημένο, εσύ παρηγορείς κάθε φαρμακωμένο! Οι άλλοι που ήταν στο κρατητήριο τον χειροκροτούσαν.

Το 1939 το χινόπωρο, μας πήγαν στη Λάρισα, κάνουμε Χριστούγεννα εκει και τον Φλεβάρη μήνα μας πάνε στο Βόλο. Μείναμε μέχρι το καλοκαίρι και στις 20 Αυγούστου του 1940, όταν οι Ιταλοί τίναξαν την Έλλη, μας μπάζουν και μας παν στη Φλώρινα. Εκει ήταν άδειο το στρατόπεδο, όλοι είχαν πάει στα σύνορα στην Κρυσταλοπηγή. Στήσαμε τον ασύρματο και περιμέναμε ανά δύο, μην τον πιάσει ο ύπνος κανέναν. Θα σε πω και κάτι που δεν θα το πιστέψεις, ..ξημερώνοντας τον Σεπτέμβριο στο Πισοδέρι, απάν εκει οι κορφές ήταν άσπρες. Βάζουμε τον ασύρματο σ’ ένα φορτηγό και πηγαίνουμε στα σύνορα και περάσαμε στην Αλβανία. Είμασταν στον πόλεμο εκει, αλλά όταν μπήκαν οι Γερμανοί, στις 10 Απριλίου του 1941 εμεις με την οπισθοχώρηση, γυρίσαμε στην Κορυτσά, και δίπλα-δίπλα στο Μοράβα, σκαπέτ΄σαμε στο δικό μας.

ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ


Το 1940 οι θ’κοί μ’ ξαναγύρισαν για μιά χρονιά πίσω στο Βέρμιο και από τότε που ήρθαν οι Γερμανοί το 1941 εμεις έβγαιναμε συνέχεια στο Καιμακτσαλαν, κατ’ απ’ τον Προφήτη Ηλία, εκείνα όλα ήταν βοσκήσιμα. Και το 1942 εκει είμασταν, αλλά απ’ την άλλη πλευρά στο Κουτσουμπέη. Τότε τα σύνορα τα φύλαγαν οι Βουλγάροι, τους είχαν βάλει οι Γερμανοί. 


Καιμακτσαλαν στον Προφήτη Ηλία

Το 1947 μέχρι και το 1949, τρία καλοκαίρια, λόγω εμφυλίου μείναμε στη Χαλκιδική στο Παλιούρι και τα κοπάδια που ήταν στην οροσειρά του Πολυγύρου τα κατέβασαν κι αυτά κάτω στις ακρογιαλιές. Το 1949 με 1950 μας έστειλαν στο Βαφειοχώρι από πάνω στο Κερέτσι, εκει ξεχειμώνιασαμε μιά χρονιά, …βρήκαμε κάτι μαντριά έτοιμα και το 1950 ήρθαμε εδώ στο Μικρό Μοναστήρι, στο Ζορμπά με οκτακόσια πρόβατα. Αγόρασαμε οικόπεδο, κάναμε σπίτι και το 1952 παντρεύτηκα. Εμεις είμασταν εννιά άτομα οικογένεια και ο πεθερός μ’ ο Γιαννακούλας δώδεκα. Κανα δυό φορές συναντήθηκαμε με την κυρά μ’ την Αλεξάνδρα και την είδα από μακρυά και μετά έγινε το προξενιό. Ήταν ακόμα στο Καιμακτσαλαν, δεν είχαν φύγει να κατεβούν κατ’ και στις 9 Νοεμβρίου πήγαμε και την πήραμε και από τότε ζήσαμε εδώ στο σπίτι μας στο Ζορμπά. Τελευταία χρονιά που πήγαμε στο Καιμακτσαλαν ήταν το 1954.





* * *


Ευχαριστώ τον Θεόδωρο Γιαννακό 
για τη συμμετοχή του στη συνέντευξη