του Γιώργου Κολοβού
ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΩΝ
Είμαι ογδόντα χρονών σήμερα. Τη ζωή
την έχω περάσει, ..σήμερα είμαι, αύριο δεν είμαι. Από μικρός έμαθα τα
Σαρακατσάνικα τα τραγούδια όλα. Αγάπαγα τα γράμματα, αλλά δεν μπόρεσα να τα
μάθω γιατί ήταν κατοχή, ..καίγονταν χωριά, κάπνιζαν σπίτια, ..δεν μπόρεσα. Μου
άρεσαν πολύ τα τραγούδια. Τα ΄μαθα τα τραγούδια στη Βόρειο Ελλάδα και στη
Θράκη, ..όσα πέρναγαν απ’ τ’ αυτιά μ’, όλα τά ’μαθα και τα τραγουδώ. Σιγά σιγά άρχεψα
να γράφω τα τραγούδια, το 1950-1960, αφου τελείωσαν οι οικογενειακές μου υποχρεώσεις.
Κατέγραψα τα Σαρακατσάνικα τραγούδια, σχεδόν το 90%, γύρω στα τριακόσια τραγούδια,
..νυφιάτικα, γκουρμπάνια, του χωρισμού, ξενιτεμένα, τα ΄γραψα όλα στο βιβλίο
μου το 1995. Όλα τα τραγουδάω και τα ΄χω μαγνητοφωνημένα, γιατι και διακόσια χρόνια
να περάσουν ο ν’χός ο Σαρακατσάνικος βρίσκεται. Είκοσι έξι χρόνια έπαιρνα την
εφημερίδα και άκουσα πολλά πράγματα, ..και καλά και άσχημα. Μου δημιουργήθηκε μία
αυτή για να ψάχνω και έψαχνα από πού είμαστε. Τα βιβλία που οι Σαρακατσάνοι και
μη έχουν γραψει, τα ΄χω όλα εδώ. Η γνώμη μου κλίνει κάπου. Έχω κάνει μία έρευνα,
θέλουν να την πιστέψουν οι Σαρακατσάνοι, θέλουν να μην την πιστέψουν. Εγώ πιστεύω,
..έτσι γράφω, ετσι θ’ αφήσω και στα παιδιά μου. Μέσα στα τραγούδια βρίσκω τραγούδια
που μιλάν για χωριά και για βουνά στην ευρεία περιοχή των Αγράφων. Γράφω στο
βιβλίο μου : Όταν έπεσε η Κωνσταντινούπολη, μπορεί και λίγο νωρίτερα, ...από
καλό κανένας δεν αφήνει το σπίτι του για να φύγει στα βουνά. Η περιοχή κοιτίδα
των Σαρακατσάνων είναι η ευρύτερη περιοχή των Αγράφων, η βόρεια Θεσσαλία. Το
επιχείρημα μου, το στηρίζω στο παρακάτω, στα όσα τραγούδια έχω ακούσει και έχω
γράψει, βρίσκω τραγούδια που μιλάν για χωριά και για βουνά γύρω από τ’ Άγραφα.
Στα τραγούδια αυτά που θα δούμε στη συνέχεια, θα δούμε και την απαράλλαχτη προφορά που έχουμε
εμεις οι Σαρακατσάνοι με τους Αγραφιώτες. Αυτό δεν αφήνει καμμιά αμφιβολία, οτι
κοιτίδα των Σαρακατσάνων είναι η ευρύτερη περιοχή των Αγράφων.
Οι γονείς Χρήστος Γούλας και Γιαννούλα Τζελέπη - 1950
Οι Σαρακατσάνοι παλιά ήταν λίγες
οικογένειες και όταν έφυγαν ήταν πολυπληθείς οικογένειες. Είμαστε πόσες χιλιάδες
τώρα; Είμαστε εκατόν πενήντα χιλιάδες. Εάν αρχίσουμε και αφαιρούμε την αύξηση κάθε χρόνο,
πεντακόσια χρόνια πίσω, πόσοι θα είμασταν; Λίγοι, πολύ λίγοι είμασταν. Λέω λοιπόν
οτι είμασταν εγκαταστημένοι, ..είχαμε σπίτια. Αν δεν είμασταν εγκαταστημένοι,
όπως τα γράφουν καλά, πως έμαθαμε εμείς την Ομηρική γλώσσα; Από πού; Πως λέει ο
Σαρακατσάνος: το ψαλτήρι, που το είδε το ψαλτήρι ο Σαρακατσάνος! Είχαμε σπίτια.
Αν δεν είχαμε σπίτια και δεν είμασταν εγκαταστημένοι, πού τα ΄μαθαμε εμεις τα
Ομηρικά αυτά! Αλλά απ’ την Ήπειρο δεν είμαστε. Όπως ο Δανός έψαξε και δεν μπόρεσε
να βρει συγγένεια των Σαρακατσάνων με τους Ηπειρώτες. Σ’ αυτά τα τραγούδια που έχω
γραμμένα, δεν βρήκα ένα τραγούδι να μοιάζει προς το Ηπειρώτικο. Ούτε ένα. Τα
δικά μας τα τραγούδια είναι βαρειά, όπως είναι αυτά που λεν οι Παλαιοχωρίτες
στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμα έχω να πω οτι πολλοί συνάνθρωποι μας, εμάς τους
Σαρακατσάνους μας συγχέουν με τους Βλάχους. Εμείς οι Σαρακατσάνοι με τους Βλάχους
ανάμεσα μας δεν υπάρχει κανένα μίσος, όμως οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν άλλη γλώσσα.
Τι γλώσσα είναι; .. είναι δική τους υπόθεση, ..εμείς
ξέρουμε τα Ελληνικά και μόνο Ελληνικά. Τα παλιά χρόνια μπροστά απ’ το 1940 δεν
παντρεύομασταν μαζί τους, ούτε αυτοί με μας, ..ποτέ δεν χόρεψαμε μαζί, ούτε
τραγούδ’σαμε αντάμα.
Οι μετακινήσεις δεν έγιναν από
παλιά χρόνια. Οι μετακινήσεις έγιναν επί Κατσαντώνη. Αν φεύγαμε πιό νωρίς δεν
θανα ξέραμε εμείς τα τραγούδια του Κατσαντώνη. Φύγαμε στα χρόνια του Κατσαντώνη.
Και στη Βουλγαρία τους έκαναν εκτόπιση και βρέθηκαν εκεί. Τότε οι Σαρακατσάνοι ήταν
σε μέρος ορεινό. Οι κλέφτες που θα παν, ..δεν θα παν στη βάλτα ! Και η διοίκηση
η Τουρκική είπε θα τους ξεκάνουμε από δω γιατι φύλαγαν τους κλέφτες στα μαντριά.
Και είκοσι οικογένειες τους έκαναν εκτόπιση. Από τότε σκρόπ’σαν. Οι Τούρκοι μας
έλεγαν Σαρακατσάνοι και έβγαινε απ’ το μαύρος-φυγάς. Πιο παλιό είναι το
Καρακατσάνοι που λεν και στη Βουλγαρία. Το Σαρακατσάνοι είναι καινούργιο. Αφού
ξεχωρίσαμε εμείς και είχαμε τα καλύβια, οι Τούρκοι μας άλεγαν Καρακατσάνους.
Παλιά μας έλεγαν βλαχοποιμένες. Οι άλλοι ήταν Γκρέκοι, αλλά ένα είμασταν. Εγώ μια φορά ρωτησε έναν, της πεθεράς μου
αδερφός ήταν, μπάρμπα Γιώργος Γαλατάς λέγονταν, από πού ήρθαμε. Ε πιδί μ’, από
κατ’ απ’ το Καρπενήσι ήρθαμε. Γιατί έφυγαν ; Έπαιρναν τα παιδιά γενίτσαροι λέει,
μας κυνήγαγαν, μας χαράτσωναν, πήραμε τα
μάτια μας κι έφυγαμε. Οι Σαρακατσάνοι πρέπει να ήρθαν εδώ στην Ανατολική
Μακεδονία γύρω στο 1800. Εμεις εδώ γνωρίζουμε όλη την ιστορία του Κατσαντώνη, άραγες
είμασταν εκει τότε. Μετά άλλοι έφυγαν από δω και πήγαν στην Θράκη και στη
Βουλγαρία, τα σύνορα ήταν ανοικτά. Όταν επί Βενιζέλου κόπ’καν τα σύνορα, ένας
αδελφός έμεινε εκεί, άλλος έμεινε εδώ.
Η ΑΠΟΨΗ ΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠ ΤΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα Σαρακατσάνικα τραγούδια μιλάν
για εγκαταστημένους ανθρώπους. Στην αρχή δεν υπήρχαν νομάδες Σαρακατσαναίοι, ζούσαν
σε χωριά. Προτού να φύγουν είχαν σπίτια και τραγούδαγαν για σπίτια. Κάποιοι που
ζούσαν σε χωριά, σε σπίτια, κυνηγήθηκαν από τους Τούρκους και έκαναν μετακινήσεις,
αυτοί ήταν οι Σαρακατσαναίοι. Προτού να φύγουν είχαν σπίτια στα χωριά των Αγράφων.
Από κει έφυγαν και πήραν τα τραγούδια αυτά μαζί τους. Τα τραγούδια αυτά ανάγονται
στα 1600 και παλιότερα. Λίγοι ήταν οι Σαρακατσάνοι τότε και μέχρι το 1800 πλήθυναν
σιγά-σιγά. Πιο μπροστά απ’ τον Κατσαντώνη δεν είχε μετακινήσεις. Γιατί αν είμασταν
εμείς τότε εδώ στη Μακεδονία και τη Θράκη δεν θα ήξεραμε τα τραγούδια του
Κατσαντώνη και των κλεφτών. Αυτή είναι η γνώμη μου.
Τα τραγούδια που μας μιλάν για σπίτια
κι εγκαταστημένους ανθρώπους, είναι πολύ παλιά. Τα τραγούδησαν οι πρόγονοι μας
στην ευρύτερη περιοχή των Αγράφων και τα πήραμε κι εμείς και τα τραγουδάμε.
Λέει :
- Μάνα μου τ΄ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει,
γυρεύει μύλους δώδεκα, μ΄ όλους τους μυλωνάδες,
θέλει κοπάδια πρόβατα, μ΄ όλο χρυσά κουδούνια.
- Δεν τού΄ξερα η καλόϊμερη κι εγώ η καλογραμμένη,
πού ΄ταν δική μου η χαρά, ήταν δικός μου ο γάμος,
να στείλω να ΄ρθουν όργανα, να ΄ρθουν και τα παιχνίδια,
να μου ΄τοιμάσουν τα προικιά (τι όργανα είχαν πάνω στα βουνά...)
Λέει :
- Μάνα μου τ΄ αρχοντόπουλο πολύ προικιό γυρεύει,
γυρεύει μύλους δώδεκα, μ΄ όλους τους μυλωνάδες,
θέλει κοπάδια πρόβατα, μ΄ όλο χρυσά κουδούνια.
- Δεν τού΄ξερα η καλόϊμερη κι εγώ η καλογραμμένη,
πού ΄ταν δική μου η χαρά, ήταν δικός μου ο γάμος,
να στείλω να ΄ρθουν όργανα, να ΄ρθουν και τα παιχνίδια,
να μου ΄τοιμάσουν τα προικιά (τι όργανα είχαν πάνω στα βουνά...)
Λέει :
· Απόψε στο σπιτάκι μου,
είχα χαρά μεγάλη (ποιό σπιτάκι !)
· Στην πόρτα σ’ και στ’
αλώνι σου (πού είχε αλώνι ο Σαρακατσάνος !)
· Και στα κάγκελα ανεβαίνει
και γυαλίζεται (τι κάγκελα είχε !)
· Έστησα κρασόπουλιο (πού
έστησε κρασόπουλιο !)
· Και μια βραδυά στο σπίτι
μου ο δόλιος μουσαφίρης
· Αμπέλι μου πλατύφυλλο
· Μάνα μ’ στο περιβόλι
μας
· Βγαίνει στο μπαλκονάκι
της
· Θα περνώ απ το χωριό
σου και θα κλαίς απ’ τον καημό σου
· Στον πλάτανο μεσ’ το
χωριό που ’ταν μιά κρύα βρύση (νυφιάτικο)
· Η μάνα μ΄ πάει στην
εκκλησιά, πατέρας μ΄ πάει στα μαγαζιά
· Βράδυ θα ΄ρθω στο σπίτι
σου, θα ΄ρθω στ΄αρχοντικό σου
· Την άλλη βάζει στον
οντά
· Μαριγώ στο σπιτάκι σου
θα έρθω
· Καινούργια χώρα και
παλιά
· Αφήνει ο Γιάννης την
κλεψιά και πιάνει το ζευγάρι
· Ο Γιάννος και η Μαριγώ
σ ένα σχολειό διαβάζουν
· Εμείς τη νύχτα πά’νουμε
και το χωριό δικό μας
· Δεν είδα την αγάπη μου
στη σκάλα ν’ ανεβαίνει
· Το πού μ΄αφήνεις τα
παιδιά στο έρημο το σπίτι
· Βρίσκω την πόρτα
σφαλιστή
· Το κλήμα που ΄χεις Μάρω
μ΄στην αυλή
· Όλα τα έχω στον οντά
και ποιός θα μου τα φέρει
· Το είδε και μια λυγερή
από το παραθύρι (ποιό παραθύρι !)
· Αφήνω γειά στη γειτονιά,
αφήνω γειά στη χώρα
· Στη ράχη βγαίνει ο
Κωνσταντής, βλέπει τα σπίτια άσπριζαν και το δικό του μαύρο
· Σε τούτα τα πατώματα
σε τούτη εδώ τη σάλα
· Πες τη να βγει στα κάγκελα
να βγεί στο παραθύρι
· Στο παραθύρι κάθονταν
η πεθερά κι η νύφη
Σαρακατσάνικα τραγούδια, όχι
δημοτικά
Θυμάμαι, ήταν σ ένα σύλλογο, είδα έλεγαν
το τραγούδι, ..κίνησαν τα Τσαμόπουλα τα Σαρακατσανόπουλα. Δεν χωράει ο νους μου.
Τι δουλειά είχαν οι Σαρακατσάνοι με τους Τσάμηδες, με τους Αρβανίτες! Συμπεθεριό
είχαν; τα πρότα είχαν αντάμα; Ποτέ! Το τσάμικο ύστερα, …εγω μικρό ήμαν και θυμάμαι οι κεχαγιάδες εκει πέρα πιάνονταν
και χόρευαν και δεν θυμάμαι να έλεγαν τσάμικο, ..Κλέφτικο ρε! ..Κατσα! Πιάνονταν
τριάντα άντρες και χόρευαν τα Καστανιώτικα βουνά, ..Κατσα, ..Εχ μωρε, ..τη Λιάκαινα!
Ούτε συρτό ήξεραν οι Σαρακατσάνοι. Συρτά τραγούδια δεν είχαμε εμείς. Μετά το
1940 βγήκαν τραγούδια σε γραμμόφωνα και τα πήραν οι Σαρακατσάνοι. Όπως είναι όλες
οι παπαρούνες. Τα δικά μας τα τραγούδια όπως τα ΄χω γραμμένα εγώ, μόνον αυτά
τραγουδούσαμε εμείς. Αυτά τα άλλα τα γρήγορα τα ΄χουν τραγουδήσει μη Σαρακατσάνοι.
Το 1940 θυμάμαι βγήκε Σαρακατσάνικο το λαγκάδι ξηρολάγκαδο, κι άλλο ένα, εσύ κι
ακόμα μιά εδώ στη γειτονιά. Δεν ήξεραμε εμεις συρτό χορό.
Να σε πω μερικά καθαρα Σαρακατσάνικα
τραγούδια.
· Τα Καστανιώτικα βουνά,
(κλέφτικος χορός, εχ μωρε, κάτσα).
· Ακόμα ετούτ’ την άνοιξη
κι αυτό το καλοκαίρι
· Πέρα σε κείνο το βουνό
το κορφανταριασμένο
· Θυμήθηκα την ξενητειά
και θέλω για να φύγω
· Κλαίν όλα τα δέντρα κι
όλα τα κλαριά
· Το πού μας πας βρε Σύρο
καπετάνιε
· Μάνα μ’ με κακοπάντρεψες
και μ’ έδωσες στον κάμπο
· Απόψε στο σπιτάκι μου
είχα χαρά μεγάλη
· Αφέντη μου στην τάβλα
σου χρυσή καντήλα καίει
ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Το 1940 το φθινόπωρο που ήρθαν οι Γερμανοί εκει
είμασταν και θυμάμαι ξημέρωσε το πρωί και ακούω να μοιριολογάν οι γ’ναίκες κι έφτασαν
οι τζιομπαναραίοι, άλλος τον τροβά του άφησε κι άλλος την κλίτσα τ’. Το απάν – κατ’
σταμάτησε το 1940 το φθινόπωρο. Όλοι οι
Σαρακατσάνοι δεν ξανανέβηκαν. Χάθηκαν τα τσελιγκάτα, σε κάτι κοντοβούνια πήγαιναμε.
Στο Νομό Σερρών οι πιό πολλοί Σαρακατσάνοι είμαστε
Πολίτες, λίγοι είναι Χασανδρινοί. Τους
Σαρακατσάνους που ήρθαν απ’ την παλιά Σερβία τους θυμάμαι. Η γυναίκα μ’ έχει
γεννηθεί εκεί και ήρθε το 1942. Εδώ μάλιστα είχε μια πρώτη ξαδέλφη του πατέρα
της. Εδώ στην περιοχή των Σερρών ήρθαν αρχικά και μετά ο Φαρμάκης ο Γιάννης πήγε
στον υπουργό και τον είπε, ..τι μας ήφερες εδώ πέρα, ..και μετά πήγαν στη
Θεσσαλονίκη, στο Κορδελιό. Αργότερα κάποιοι ήρθαν στην Ελλάδα το 1957 και
αρκετοί το 1963. Δεν βοηθήθηκαν καθόλου απ’ τους Σαρακατσάνους που ήταν εδώ. Είμαστε
καλοί άνθρωποι, εργατικοί, αλλά ως προς τη συμπόνοια δεν είμαστε. Είμαστε
εγωισταί, …ένας που είναι καλύτερος να μην τον παραδέχομαστε,… δυστυχώς την έχουμε
αυτή την αρρώστια, …δεν έχει βοήθεια από Σαρακατσάνο.
Ο Βασίλης Γούλας με τη γυναίκα του Ελευθερία (Τσακνή)
Το 1950 ήρθαμε εμείς εδώ στ’ς Άμπελλοι. Εμείς
είμαστε πέντε αδέλφια και δυό αδελφές. Μία έχει ο Μπασδάνης πέρα στο Παραλίμνιο
στας Σέρρας και μία ο Τσιώλης. Απ’ τα πέντε αδέλφια τώρα έμειναμε τρείς. Η κυρά
μ’ είναι κι αυτή γεννημένη το 1933 τη λεν Ελευθερία και είναι το γένος Τσακνή. Ήρθε
το 1942 απ’ την παλιά Σερβία και εγκαταστάθηκαν στο Γόνιμο και εκει είναι ακόμα
οι συγγενείς της. Παντρευτήκαμε το 1955, μέρα Χριστούγεννα. Ο γάμος έγινε με
γραμμόφωνο, δεν είχε βγει ο μπάρμπα Τάσος ο Γιαρίμης ακόμα (πρωτοπόρος τραγουδιστής εδώ σε μας). Έχουμε δυό παιδιά κι ένα κοριτσι, ..εφτά εγγόνια κι ένα δισέγγονο.
Στην οικογένεια όλοι ψιλοτραγουδάμε, αλλά εγώ
είμαι λίγο πιό μερακλής. Κατά το 1960 λέω, ..αυτά τα τραγούδια θα χαθούν και
..θα κάτσω να τα γράψω, ..κι έκατσα και τα ΄γραψα και παλιά και δικά μου. Τα πήγα
στο σύλλογο και λέει ο Γιάννης ο Τσαλής, θα τα βγάλουμε εμείς. Δεν έγινε όμως τίποτα
και τα πήρα πίσω και με δικά μου λεφτά πήγα στο τυπογραφείο ΄΄Μελισσα΄΄ και τα έβγαλα
εγώ. Μέχρι σήμερα έχω βγάλει πέντε βιβλία και το 1995 με βράβευσε και ο σύλλογος
του χωριού μου. Επειδή έχω γράψει και μερικά τραγούδια για τα αμπέλια, με βράβευσε
και ο Τσάνταλης με εκατό χιλιάδες δραχμές.
Βραβείο από το ΟινοποιείοΤσάνταλη
* * *
Πρίν λίγες ημέρες έφυγε από τη ζωή η αγαπημένη σύζυγος του μπάρμπα-Βασίλη Ελευθερία. Θερμά συλλυπητήρια σε όλη την οικογένεια.