του Γιώργου
Κολοβού
Γεννήθηκα τον Μάρτη
του1922 στη Μπογκντάντσα κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, στην παλιά Σερβία. Ο
παππούλης μ’ ήταν ο Κώστας Γαλατάς και ήταν
δέκα χρονών όταν έφυγαν απ’την Ελλάδα, ..απ’τη Χαλκιδική, τα Μουδανιά, τότε έφυγαν,
τον πρώτο τον πόλεμο. Πέθανε στην Καρπερή στις Σέρρες. Τη γιαγιά μ’ την έλεγαν
Μαρία, ήταν απ’ τ’ς Ζεκαίοι και είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια. Τον πατέρα μ’
τον έλεγαν Χρήστο Γαλατά. Ήταν τέσσερα αδέλφια και τρεις αδελφές. Τη μάνα μ’
την έλεγαν Ευαγγελία κι ήταν απ’ τ’ς Μπαλασκαίοι. Η μάνα μ’ πέθανε όταν ήμαν
εννιά χρονών και έμειναμε πέντε αδέλφια ορφανά, εγώ ήμαν η πιο μεγάλη. Η μικρή
αδελφή μ΄ γεννήθηκε στις δυό του Μάη, .. ο άλλος ο Μάης δεν τ΄βρήκε τη μάνα μ΄.
Εμείς ζούσαμε κοντά στο Γεύγελη και τα καλοκαίρια
πήγαιναμε στα Μπιτόλια, στο Μοναστήρι, στο βουνό Περιστέρι απάν. Επτά χρόνια είμασταν
εκεί. Μετά πήγαμε ψηλά στην παλιά τ’ Σερβία, στα βουνά τα Βαρντινίκια, Λιασκόβη
την έλεγαν την πόλη εκεί κοντά. Και το χειμώνα εκεί, …όπ΄ ήβρεσκαμε χειμαδιό. Από
κει ήρθα μεγαλούτσ’κη εγώ, .. πέρασαμαν απ’ τα Πιρίνια, απ’ τη Βουλγαρία και ύστερα
ήρθαμαν εδώ. Εμείς είμασταν οι πρώτοι που ήρθαμαν στην Ελλάδα το 1943.
ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΣΕΡΒΙΑ
Εκεί στη Σερβία δεν είχε άλλοι Έλληνες, μόνο
εμείς οι Σαρακατσάνοι είμασταν. Είχε και Βλάχοι αλλά δεν μιλούσαν Ελληνικά, αυτοί
ήταν Ρουμανόβλαχοι. Κι αυτοί σκηνίτες σαν κι εμάς ήταν και έβγαιναν στα βουνά.
Εμείς είχαμε μαύρες τσιατούρες, εκείνοι δεν έφτιαχναν, .. κάτι τσατ΄ράκια έφτιαχναν
άσπρα. Τα άλογα δεν έκαναν καραβάνι όπως εμείς, .. έβαζαν τις γ΄ναίκες απάν και
πάαιναν. Εμείς έβαζαμε τα χαράργια, τά’δεναμε, έβαζαμε τις βελέντζες τις ωραίες
από παν, αρματώνομασταν κι έβαζαμε τα καλά μας, κι έβγαιναμε. Με τους Σέρβους
τα πήγαιναμε πολύ καλά, ήταν πολύ καλός κόσμος. Με τα κρούσταλλα όταν ήταν, μας
έβαζαν μέσα στα σπίτια τους και μας εξυπηρετούσαν όσο να φορτώσουν τ’άλογα οι άντρες.
Και φόρτωναμε κι εμείς από ένα ζαλίκι για να τρων τα πρόβατα και πάαιναμε. Μιά βολά
στο Ούντοβο με πολύ χιόνι, είμασταν φορτωμένες ζαλίκια και κόντεψαν να με ρίξουν
κατ’ τα πρότα, .. για να φαν.
Στα χειμαδιά είμασταν εκεί στα καλύβια τρεις-τέσσερις
οικογένειες. Τα πρόβατα τα είχαμαν εκεί, αλλά και σε άλλο χειμαδιό. Όσο είμασταν
όλοι μαζί τ’ αδέλφια, (τέσσερα αδέλφια ήταν ο πατέρας μ΄), είχαμαν χίλιες πρατίνες.
Όταν χώρ΄σαν μετά, τά ΄φτιαξαν πέντε μερίδια, κράτησε κι ο παππούς μ΄ ένα κι ένας
θειος μ’ και πήραν και τα παιδιά. Οι θ΄κοι μας ούτε φαντάροι πήγαιναν ούτε τίποτα,
.. η ταυτότητα έλεγε στη Χαλκιδική, στα Μουδανιά γεννημένος. Όταν ήρθε ο Τίτο τ’ς
έμασε και τους έβαλε εκεί.
Με τους Σαρακατσάνους απ’ την Ελλάδα είχαμαν
σχέσεις. Έρχονταν και παντρεύονταν. Μιά βολά, εδώ στο Γεύγελη σ’ένα χειμαδιό, ήρθαν
νύχτα κρυφά οι Κεφαλαίοι, δέκα-δεκαπέντε άτομα και πήραν μια πρώτη ξαδέλφη μ’,
τη Μαργαρίτα. Δεν είχε αφτιά τρυπημένα και οι κουνιάδες οι Κεφαλίνες την τρύπησαν
με το βελόνι και την έβαλαν σκ’λαρίκια. Αλλά και από μας πέρναγαν στην Ελλάδα
και έπαιρναν κορίτσια. Οι Μπαρτζαίοι θυμάμαι είχαν περάσει κρυφά και πήραν νύφη.
Είμασταν συγγενήδες και από κει και από δω. Μια βολά ο πατέρας μ’ με κάτι
Γαλαταίοι και Νικολάου ήρθαν στην Ελλάδα κρυφά απ’ τη Βουλγαρία και πέρασαν πρόβατα
και τα πούλ’σαν. Και θυμάμαι ήρθε πίσω στα καλύβια, νύχτα με τις λίρες που πήρε
απ΄τα πρόβατα που πούλησε.
Μικρή όταν ήμαν, .. πάαινα στα πρόβατα, ..το
χ΄μωνα γένναγαν τα πρόβατα, ..δ΄λειές είχαμαν. Από μικρή έγνεθα, ύφαινα, ζύμωνα,
εγώ ήμαν η νοικοκυρά από μικρή. Όλο στις γ’ναίκες ήταν οι δουλειές. Έρχονταν η άνοιξη,
..κούρευαμε τα πρόβατα, ..κράταγαμε το μαλλί, πόσο μας χρειάζονταν, το ΄πλεναμε, το πάγαιναμε στο νταράκι, το ΄φτιαναμε τλούπες και έγνεθαμε. Εμείς
τα κορ’τσάκια έφτιαναμε κουκλούλες με
φορεματάκια πού ΄χαμαν. Τα παιδάκια έφτιαναν μια τόπα μπάλα με μπαλώματα και
την έδεναν με σκοινιά κι έφτιαναν μια τρυπούλα και την έβαζαν.
Από αριστερά : Γιάννης Τυχάλας (σύζυγος της Κας Μαρίας), Γεώργιος Τυχάλας, Γεώργιος Τυχάλας και Κωνσταντίνος Γίδαρης - 1941
ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Στο καραβάνι, φόρτωναμε τ’ άλογα, όσα είχε ο
καθένας, έδεναμε τα σαμάρια, έφτιαναμε ένα σκ’νί από πίσω απ’ το σαμάρι κι έβαζαμε
τα πράματα, όλο το σπιτικό, …χαράργια, φορέματα, καζάνια, σκαφίδια και βελέντζες
καλές και τα ΄δεναμε κανταρέλα. Κι έβαζαμε και μιά θ’λειά εδώ στο χέρι κι
έπλεκαμε και στο δρόμο. Οι γερόντοι πάγαιναν μπροστά. Κίναγαμε απ’ τα χειμαδιά
να πάμε για τα β΄νά και είχαμε και όψιμα πρατάκια και γρουνάκια και ξεκίναγαν
παιδάκια, κορ’τσάκια και γερόντοι ποιοίν ήταν …σιά μπροστά. Όσο να φορτώσουμε, όσο
να κάνουμε τις δ’λειές ικιές, ..αυτοί περπάταγαν. Πίσω δεν άφηναμε τίποτα. Στη
στράτα είχαμαν και γεννητούρια. Αναμέριζαν δυό γριές και γένναγαν το παιδί στο
δρόμο και το τύλιγαν. Άμα πέθαινε κανένας στο δρόμο η απάν, τον κατέβαζαμε στα
μνήματα στο χωριό που ήταν εκεί κοντά.
Εμείς Σαρακατσαναίοι είμασταν, έβγαιναμε στα
βουνά κι έφτιαναμε τα καλύβια μας. Πάαιναμε σ’ ένα β’νί, εκεί στο Περιστέρι. Τα
καλύβια τά ΄βρισκαμαν εκεί, δεν μας τα πείραζε κανένας και τα ΄φτιαναμε. Και
έβαζαμε και κάτι πράματα σε κάτι σπηλιές εκεί, ..αργαλειό και κάτι άλλα, … και
τα ΄βρισκαμε. Είχαμε έναν μπάρμπα που έφτιανε δίπλο καλ’υβι, ..δεν έφτιαχνε
λόρθο όπως αυτά. Έκανε δίπλο και πάγαινε κι έβαζε πελεκούδια. Είχαν τα δέντρα
εκιά ο κόσμος κι έφτιαναν ξύλα και έκανε δίπλο καλύβι. Στα βουνά είχαμε δίπλο
καλύβι εμείς. Εκείνα τα όρθια τα καλύβια, ..έβαζαν ένα ξύλο στη μέση , ..κάθε
οικογένεια πόσα άτομα ήταν, ..κι έδεναν μιά τριχιά. Μέτραγαν πόσα μέτρα ήθελαν
με τα ποδάρια, ..έφτιαναν τις τρύπες, ..έβαζαν τα λούρα γύρω-γύρω, πόσα χρειάζονταν,
..ύστερα έφτιαναν μίνια κατσιούλα, το ΄δεναν με ..τσιμπούκια τα ΄λεγαμαν εμείς,
κι έδεναν άλλα λούρα κι ύστερα γυρουβουλιά με λούρα και το σκέπαζαμαν με άχυρο
και φτέρες. Έφτιαναμε και μιά καλ’βούλα μικρότερη κι έβαζαμε τα πράματα εκεί. Έφτιαναμε
και τη βάτρα, ..πλάκες, ..έκαναμε κοθ’ράκο γύρω. Στο καλύβι μέσα στη βάτρα έκαναμε
το ψωμί. Είχαμε και δύο φούρνους που τους έκαναν οι γ’ναικες, ..ένα φούρνο ψωμί
για τον κόσμο κι ένα για τα σκ’λιά. Κάθε μέρα έψηναμε και πίτα, για να στείλουμε
στ’ τζιομπαναραίοι.
Εκεί στο Περιστέρι είμασταν εμείς οι
Γαλαταίοι, οι Κοζαραίοι (Γιδαραίοι), οι Μπαρκαίοι, και άλλοι ήταν παρέκει σ ένα
βουνό που το ΄λεγαν Κράπα. Εκεί ήταν ράχη κι είχε ένα γκιουλάκι
κι είχε παλιοκόπρια με νάνες. Εγώ τα γνώριζα τα πρόβατα στην τρίχα. Απ’ τη
βελαξιά τα’ξερα, ..ούλα. Ξεγένναγα και πρόβατα, ..με το χέρι τα ΄βγαζα. Τ’
άλογα που είχαμε στα β’νά, κατέβαιναν κατ’ στον κάμπο κι αλώνιζαν. Όποιος είχε
άλογα πάαινε στ’ αλώνια και κάθονταν ένα μήνα κι έφερναν το στάρι και είχαμε
ένα χρονο ψωμί. Στο Περιστέρι είχε και αρκούδες, αλλά δεν μας πείραζαν εμάς.
Τις έβλεπαμε να τρων νιάουρες, μούρες, να βλέπεις στα τσιουγκάνια εκεί πέρα να
τρων. Το Χ’νόπωρο που έρχονταν η δ’λειά να φορτώσουμε απ’ τα β’νά, …πόσα
καλύβια να ΄μασταν, ..είκοσι – εικοσιπέντε, ..δυο φούρνοι είχαμε. Με τη σειρά
να ζυμώνουμε, να πάρουν οι τζιομπαναραίοι. Έφευγαν οι τζιομπαναραίοι, γιουκλαμά το ΄λεγαμαν, ..κι ύστερα να φορτώσουμε να
φύγουμε. Απ’ το Περιστέρι έκαναμε δεκαπέντε μέρες με τα καραβάνια για να
΄ρθουμε στο Γεύγελη. Σταματούσαμε στα Μπιτόλια και ψώνιζαμε εκεί. Οι γ’ναίκες
δεν πήγαιναν. Οι γ’ναίκες δεν ήξεραν τα Σέρβικα, ..μόνο κάτι λίγα ήξεραμε. Και
στα χειμαδιά κάθομασταν όλο στα καλύβια και μίλαγαμε τα Σαρακατσάν’κα, τα
Ελληνικά. Οι άντρες όλα τα ήξεραν και τα Ελληνικά και τα Σέρβικα. Τα παιδιά
τ’ς, οι Σαρακατσάνοι τήραγαν να τα στείλουν κοντά σε τζιομπάνους που ήξεραν
γράμματα, για να μάθουν κι αυτά. Και για το χορό και για τα τραγούδια, ..ούλα
έτσι ήταν.
Ο Γιάννης Τυχάλας (δεξιά) με εξάδελφο του επισκέπτη από την Π. Σερβία
Ο ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Απ’ την Παρασκευή αρχίναγε ο γάμος και έραβαν
τον φλάμπουρα στο γαμπρό, προτού να βασιλέψει ο ήλιος και ύστερα έπιαναν τα
προζύμια, ..τα τραγούδαγαν και χόρευαν. Οι άντρες στους γάμους φόραγαν τις
φουστανέλλες και οι γαμπροί με φουστανέλλες ήταν. Το Σάββατο ετοιμάζονταν, άλλαζε
ο γαμπρός, τον ξούριζαν, τον τραγούδαγαν και ξεκίναγαν να παν στη νύφη. Πάγαιναν
στη νύφη, περίμεναν πιό μακρυά απ’ τα καλύβια και πάγαιναν οι σχαριάτες, καμμιά
δεκαριά πόσοι ήταν και έλεγαν τραγούδια. Τους κέρναγαν εκεί και μετά τα κορίτσια
κέρναγαν τον γαμπρό κι εκείνος έριχνε το μήλο, .. ποιός να το πιάσει. Μετά χόρευαν
και ο γαμπρός έλεγε τραγούδι και τον κράταγαν οι μπράτιμοι. Ύστερα, το βράδυ,
οι γ’ναίκες, (κουνιάδα, συνυφάδα, ποιά ήταν), θαλα παν στη νυφη να την τραγουδήσουν.
Η νύφη είχε σ’ ένα μαντήλι δεμένο ζαχαράτα για να τις κεράσει. Στην οικογένεια
της νύφης έφτιαναν φαγιά και μαγείρευαν να ΄ρθουν οι συμπέθεροι. Όσο κοντά και
να ΄ταν, ..και στο ίδιο το χωριό να ήταν, οι συμπέθεροι θα πήγαιναν στη νύφη. Η
νύφη από την Παρασκευή το απόγευμα, ήταν μέσα στο καλύβι πίσω απ’ το τσόλι. Έδεναν
στο καλύβι μέσα μιά τριχιά και κρεμούσαν ένα τσόλι και έπλεναν τη νύφη, την άλλαζαν
και την έβαναν στο τσόλι από πίσω. Η νύφη ήταν κρυμμένη εκεί και το Σάββατο,
μέχρι την Κυριακή το πρωί. Κι εμένα μ’ έβαλαν στο γάμο μ’ στο τσόλι, κι εγώ μπήκα
στο τσιόλι. Εγώ έκλαιγα, ήμαν ορφανή και πως θ’αφήσω τ’αδέλφια μ’.
Η Μαρία Γαλατά με τον άντρα της Γιάννη Τυχάλα - Ευκαρπία Σερρών 1979
Μιά βολά, όταν παντρεύονταν ο μπάρμπα Αποστόλης
ο Γαλατάς, με πήραν και μένα και πήγα στη νύφη και έλεγαμε το τραγούδι :
Ξύπνα τριανταφυλλένια μου,
ήρθα στο μαχαλά σου,
αν κοιμάσαι ξύπνησε κι αν
κάθεσαι έβγα όξω
σου ΄φερα χτένι και γυαλί
κι ένα χρυσό γαιτάνι
το χτένι να χτενίζεσαι
και το γυαλί να βλέπεις
κι αυτό το χρυσοπλίξεδο
να πλέγεις τα μαλλιά σου
Και όταν έμπαιναν μεσα :
Νύφη μ’ που δεν κατάλαβες
τι σου ΄χω τυλιμένο
σου ΄χω μαντήλι μάλλινο
και τα φλουριά στιμένο
στη μέση έχω βασιλικό
στην άκρη αρρηβώνα
Σ’κόνωνταν το πρωί, άλλος βραχνιασμένος απ’ τα
τραγούδια τη νύχτα, άλλος έπινε αυγό να ξεβραχνιάσει κι αρχίναγαν το τραγούδι :
Ξεχάραξε η ανατολή και ξέφεξε
η δέσις
σήκω Δημήτρη μ’ κι άλλαξε
και βάλε τα καλά σου
κι έχουμε δρόμο Δημήτρη
μ’ να πάμε μακρυνόν
πάμε πάνω στο χωριό, να
βαφτίσεις ένα παιδί, να βάλεις τ’ όνομα μου
κι αν δεν σ’ αρέσει το
δικό μου, βάλε το δικό σου
Ψωμί δεν ζύμωναν για τον γάμο. Όσα καλύβια είμασταν,
εκεί έφτιαναμαν από μιά κλούρα, πριβέντα την έλεγαμαν κι εκείνα πάαιναμε. Εκείνα
ήταν τα δώρα του γάμου. Ο νονός ήφερνε τρείς κλούρες κι ένα αρνί ψημένο και
κρασί κι έκοβαν τις κλούρες ικιές και κάθονταν οι συμπεθέροι και τραγούδαγαν τα
κορίτσια :
Του νονού μας το γιομάτο
το ζαχαρομυγδαλάτο
του νονού το γόνα, χρυσή
τρυγόνα λάλησε
Για το κρασί είχαμαν δυό κακαβούλια, άσπρα, έβαζαν
το μισό το κρασί στο ένα και το μισό στο άλλο και είχαμαν κάτι τσαλάκια (ποτήρια
δεν είχαμε) και κάθονταν οι άντρες σια’κεί και οι γ’ναίκες σια’κεί και δυό
παιδιά πήγαιναν κρασί στους άντρες και δυό κορίτσια στις γ’ναίκες.
Το πίνει ο Γιώργος το
κρασί, ..το πίνει
ποιός λέει πως δεν το πίνει,
..στάλα δεν αφήνει
Τη νύφη την έβγαναν απ’ το τσόλι την Κυριακή.
Από την Παρασκευή το απόγευμα, ως την Κυριακή το πρωί, η νύφη εκεί μέσα ήταν.
Την Κυριακή κοντά την άλλαζαν και πάγαιναν οι συμπεθέροι μέσα και την τραγούδαγαν
:
Της νυφούλας τ’ αντραδέρφια,
πάνε μακρυά στα ξένα
τώρα περιμένουν να ΄ρθουν,
να της φέρουν τα παπούτσια
Την Δευτέρα κουκ’λωμένη η νύφη με το μαντήλι, ..σκόνωνταν
η πεθερά κι έβανε ένα ταψί με καραμέλες γιμάτο και πήγαινε στη νύφη και την
ξεκούκ’λωνε και η νύφη της φίλαγε τα χέρια και έπαιρνε τα ζαχαράτα. Ύστερα, ξεσάκιαζαν
τα προικιά, την έβαναν τη νύφη στο χορό και την τραγούδαγαν : Έβγα πατέρα πεθερέ,
να δείς τη νύφη στο χορό. Εκτός απ’ τα προικιά, τα φορέματα που έδωναν στο γάμο,
άλλη προίκα, ..λίρες η πρόβατα, ..δεν έδιναν. Μόνο μιά βολά έδωσαν λίγα πρόβατα.
Η Μαρία Γαλατά (δεξιά) με την κουνιάδα της Ευαγγελία Τυχάλα (Βασιλείου) - Ευκαρπία Σερρών 2003
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Το 1940 όταν ήρθαν οι Γερμανοί, εμείς είμασταν
εδώ κοντά στο Γεύγελη. Ύστερα το καλοκαίρι πήγαμε στη Μόκρα κοντά στα Σκόπια,
δεκαπέντε μέρες στράτα και από κει πήγαμε στα Πιρίνια στη Βουλγαρία. Το 1943
πολλές οικογένειες, όσοι είμασταν στα Πιρίνια, είκοσι-εικοσιπέντε οικογένειες,
πέρασαμε κρυφά τα σύνορα και ήρθαμε στην Ελλάδα και όλοι είμασταν μαζί και έκαναμε
καλύβια και μαντριά στη Λιβαδειά στην Κερκίνη. Στην αρχή δυο χρονιές έβγαιναμε
στο Μπέλλες και έκαναμε κι εκει καλύβια, αλλά ύστερα έμειναμε στα Πορώια και μετά κατάκατσαμε στα
χωριά, στο Λιμνοχώρι, στη Τζουμαγιά. Τότε είμασταν καλά, δεν μας έλειπε τίποτα.
Είχαμε τα πρόβατα και είχαμε λεφτά. Ύστερα ήρθαν οι αντάρτες και μας τα πήραν, ..γένονταν
μακελειό εδώ.
Την άνοιξη του 1946 είμασταν στα Πορώια και ήρθαμαν
στη Μπουρλίδα στο Λιμνοχώρι και παντρεύτηκα τον άντρα μου τον Γιάννη Τυχάλα.
Τον άντρα μου τον είχα δει, ..στα Πιρίνια στη Βουλγαρία ήρθε μιά βολά. Αυτοί οι
Τυχαλαίοι ήταν σε άλλα καλύβια κι εμείς οι Γαλαταίοι σε άλλα κι αυτός κ΄βάλαγε
τον τελεμέ κι ο μπάρμπας μ΄ έφτιανε τα κασέρια. Και μιά βολά τον είδανσε γάμο
και μετά έγινε το προξενιό. Όταν παντρευτήκαμε είμασταν σε καλύβια. Τον άντρα
μ’ τρείς μήνες τον πήραν οι αντάρτες,
..μόνη μου ήμαν, ..πρότα είχα, ..άλογα είχα, ..πεθερά και πεθερό ,.. και
δυό παιδιά. Σε σπίτι μπήκαμε το 1955 όταν ήρθαμε στην Ευκαρπία.
Ο πατέρας μου πέεθανε νέος. Έπεσε απ’ το κάρο
στη Τζουμαγιά, εδώ που είμασταν. Είχε στομάχι και κήλη και κουβάλαγαν τα δεμάτια,
την ημέρα τ΄Αη Λιά κι εκεί που ξεφόρτωνε τα δεμάτια, έπεσε καταή και πάει. Είμασταν
ορφανά από μάνα, πέθανε κι ο πατέρας μ΄. Εγώ το έμαθα μετά από δέκα μέρες. Ήρθε
ένα γράμμα στην Ευκαρπία απ’ τ’αδέλφια μου και μόλις τ΄ άνοιξα, κάνω έτσι, ήταν
καμμένο στην άκρη (όπως το΄καιγαν οι Σαρακατσάνοι, για να καταλάβεις το πένθος)
και ξεράθ’κα.
Υπάρχει και το τραγούδι για το καμμένο γράμμα:
Εσεις πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου,
ποτέ να μη λαλήσετε, παρά
να βουβαθήτε,
εψές ήρθαν δυό γράμματα
κι ένα χαρτί καμμένο,
απ’όξω λέει τ΄απόγραμμα
και μέσα λέει το γράμμα
τον Ζιάκα τον σκοτώσανε
κι η κλεφτουριά τον κλαίει
* * *
Ευχαριστώ τον Γιώργο και τη Δήμητρα Νικολάου
για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη αυτή
για τη συμμετοχή τους στη συνέντευξη αυτή