portraita

Γιάννος Μαριούλας
.
Από την παλιά Σερβία στην Ελλάδα - στα 92 του θυμάται και εξιστορεί

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθ’κα τον Μάη του 1924 στο βουνό Περιστέρι, πάνω απ’ τα Μπιτόλια, το Μοναστήρι, στην παλιά Σερβία. Τ’ς παππούδες δεν τς γνώρ’σα, ούτε απ’ τη μάνα μ’ ούτε απ’ τον πατερα μ’. Οι παππούδες μ’ ζούσαν στο Λέσκοβατς στη Σερβία, κοντά στο Νις. Οι πατεράδες μας το 1914 έφυγαν απ’ το Λέσκοβατς και ήρθαν εδώ στην Ελλάδα. Άκουσαν ότι η Ελλάδα θα πάρει την Κωνσταντινούπολη, ..θα πάρει τα μέρια τα Ελληνικά, … κι από κείνη την αιτία που θα μεγαλώσει η Ελλάδα, ..είπαν θα φύγουμε, .. κι ήρθαν το 1914 εδώ με τα πρόβατα. Το 1919 ξαναγύρισαν στη Σερβία, αλλά εκείνη τη χρονιά έκλεισαν τα σύνορα και από τότε έμειναν μέσα. Εγώ γεννήθηκα το 1924, παντρεύτηκα το 1946 και όλα τα παιδιά μ΄γεννήθ’καν εκεί και ήρθαμε στην Ελλάδα το 1965.

Οι Μαριουλαίοι στην παλιά Σερβία - 1945

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΜΑΡΙΟΥΛΑΙΩΝ

Από πού ήρθαν οι Σαρακατσαναίοι, …πολλά άκουσαμαν και πέρασαν και τα χρόνια τώρα. Ρώταγα εγώ μιά γιαγιά μ’, ….αυτήν ήξερε πολλά πράγματα,  …λένε απ’ το Συρράκο. Κι έλεγα εγώ : μα πού είναι γιαγιά το Συρράκο ; ...εκεί είμασταν πιδι μ’, κι έφευγαμαν απ’ τους Τούρκους, …μας κυνηγούσαν κι έφευγαμαν. Επί Τουρκοκρατίας είχε γένει ένα μεγάλο κακό, απ’ τ’ Άγραφα, απ’ το Βάλτο. Πλάκωσαν οι Τούρκοι, όσο έβλεπαν Σαρακατσιάνο, …τ’ς έπαιρναν ό,τι είχαν όλα, …κι τ’ς άντρες τ’ς σκότωναν.  Απ’ τ’ Άγραφα πέρασαν στα Τζουμέρκα κι έφτασαν κοντά στην Κατερίνη κι εκεί σταμάτησαν οι Τούρκοι. Από κείνον τον φόβο οι Σαρακατσαναίοι έλεγαν ο ένας με τον άλλον, ..φευγάτε, ..να φύγουμε. Περνάν Θεσσαλονίκη, ..περνάν εδώ στο Λαγκαδά, ..μας έλεγε ο Μπαρτζάκος και φεύγουν απ’ την Κούλα προς τη Βουλγαρία, ..έλεγαν τώρα οι γερόντοι, …εγώ τ΄ άκουγα και θυμάμαι. Απ’ τον Λαγκαδά μέχρι τα σύνορα με τη Βουλγαρία ήταν όλο κοπάδια και καραβάνια. Ο δρόμος δεν μπορούσες να περάσεις λέει. Πέρασαν τα Βουργάρ’κα τα σύνορα και πήγαν προς τη Σόφια και όποιος έβλεπε μέρος καλό, κάθονταν. Σκρόπ’σαν μετά, …άλλοι έμειναν στη Βουλγαρία, ..οι δικοί μας πέρασαν στη Σερβία και έμειναν στο Λέσκοβατς. Αυτά τα άκουγα απ’ τους παλιούς, ..ρώταγα τους γερόντους και μάθαινα.

Ο Βαγγέλης Μαριούλας (δεξια) με τα παιδιά του - 1934

Εμείς παλιά λέγομασταν Παπαντωναίοι, ..ο προπάππους μας ήταν ο Ιωάννης Παπαντώνης. Αυτός ήταν απ’ την παλιά Ελλάδα και πήρε γ’ναίκα από κάποιον Κυριάκου από δω απ’ τη Μακεδονία, που την έλεγαν Μαρία. Αυτός ήταν γερός τσέλιγκας και ζούσε κάπου στο Αγρίνιο και την πήρε και την πήγε εκεί και έκανε τρία παιδιά, τον Βαγγέλη, τον παππού μου τον Θανασούλα και τον Βασίλη.  Κάποια στιγμή άφησε την οικογένεια και πήγε με τους κλέφτες και κάθε χρόνο έδωνε σήμα στη γυναίκα του. Πέρασαν μήνες, δυό, τρία χρονια και περίμενε η Μαριώ να πάρει σήμα ότι ήταν ζωντανός, …αλλά τίποτα.  Αυτή η καημένη ρωτούσε, …και κάποιος την είπε …α! μην περιμένεις, ο Παπαντώνης σκοτώθηκε σε μια μάχη με τους Τούρκους σ’ ένα χωριό. Τότε αυτή, μαζεύει τα πρόβατα και τ’ άλογα και τα παιδάκια τ’ς κι έφτασε στη Μακεδονία στα Γιαννιτσά, ν΄ακουμπήσει κάπου με τ’ς Σαρακατσάνοι. Με εφτακόσια πρόβατα και είκοσι κεφάλια άλογα. Γυναίκα, ..πως τα ‘φερνε βόλτα, .. με τ΄ς τσιομπαναραίοι. Την άνοιξη τον Απρίλη μήνα, πέρναγαν οι Σαρακατσάνοι να πάνε κατά τα βουνά και αυτή στον δρόμο έψαχνε τον πατέρα της και ρώταγε μήπως είδαν τον Κυριάκου. Ο Κυριάκου ξεχείμαζε εδώ στη Χασσάνδρα. Ένας τον γνώριζε, …είναι πίσω λέει, τώρα πέρασαν τα πρόβατα απ’ τον Αξιό, …αύριο θα περάσει από εδώ το καραβάνι, …θα τον ιδείς.  Έτσι κι έγινε, …ανταμώθ΄καν εκεί κλαίγοντας, …τη σύμμασε και παν μαζί στο Γράμμο. Ήταν γερός τσέλιγκας ο Κυριάκου, .. είχε δέκα οικογένειες και είχε και δάσκαλο το καλοκαίρι και πήγαιναν και ο παππούς μου με τ’ αδέλφια του εκεί. Η Μαριώ επειδή είχε χηρέψει και δεν είχε καιρό να φτιάξει φορέματα, ..αγόραζε και τα’ ντυνε τα παιδάκια τ’ς. Ήταν δέκα οικογένειες στο τσελιγκάτο και όλοι έλεγαν, …τίνος είναι τα παιδάκια με τα κοντοβρακάκια ; …της Μαριγούλας.  Της Μαριγούλας,  της Μαριγούλας κι ο δάσκαλος τα ‘βγαλε …τα Μαριουλάκια. Από κει βγήκε το επίθετο Μαριουλαίοι. Άλλαξε τ’ ονομα, ..χαθ΄κε το Παπαντώνης.

Ο ΤΣΕΛΙΓΚΑΣ Ο ΒΑΓΓΕΛ’Σ ΜΑΡΙΟΥΛΑΣ

Ο τσέλιγκας Βαγγέλης Μαριούλας  - 1924

Ο παππούς ο Κυριάκου τα πρόσεχε τα παιδιά, ..από δω, από κει, …μεγάλωσαν και μόλις έγινε δέκα επτά χρονών ο μεγαλύτερος ο Βαγγέλης, ..λέει : ..μάνα εγώ θα χωρίσω απ΄τον παππού, θα κάνω δικό μ’ τσελιγκάτο. Κάθεται ακόμα ένα χρόνο επειδή το ήθελε η μάνα του και τον άλλο χρόνο χωρίζει. Έφτιαξε το δικό του τσελιγκάτο και τον άλλο χρόνο παντρευεται, ..έκαναν ένα παιδάκι, ..και πεθαίνει η γυναίκα του. Η μάνα του στεναχωριόταν, αλλά ο Βαγγέλης της έλεγε, …μην στεναχωριέσαι, ..ο παππούς είχε δέκα οικογένειες, ..εγώ μπορώ να φ΄λάξω είκοσι οικογένειες. Μια χρονιά πηγε με τ΄ς Σουλτογιανναίοι στο Καιμάκτσαλαν, τις άλλες χρονιές προς τα Αλβανικά, …όλοι εκεί πάγαιναν. Πέρασε ένας χρόνος, …η μανα τ΄ του λέει γέρασα, πρέπει να βρούμε κάνα κορίτσι.

Βαγγέλης και Χρήστος Μαριούλας

Εκείνη την εποχή, ένας Φαρμάκης είχε ένα παιδί και τ’ αρραβώνιασε και θα ’καναν το γάμο. Πήγαν πήραν τη νύφη, την έφεραν στα Φαρμακέικα και πριν να παν να στεφανωθούν σε κάποιο χωριό κάτω απ’ το Καιμάκτσαλαν, ο γαμπρός χόρευε μπροστά και τον σκότωσαν στο γλέντι απάν. Έγινε και τραγούδι : Ποιός θέλει ν’ ακούσει κλάμματα, γυναίκια μοιρολόγια – ν’ ακούσει τη Φαρμάκαινα που κλαίει και δεν μερώνει. Πήραν τον γαμπρό να τον θάψουν και πήραν και τη νύφη, παρόλο που δεν έγινε ο γάμος. Μετά μαζεύτηκε το συμπεθεριακό,  ο πατέρας και η μάνα του παιδιού, … τι θα κάνουν αυτό το κορίτσι, …ήταν στο δικό τους το σπίτι, αστεφάνωτο. Γυρνάει το κορίτσι και λέει, …εγώ, αν θέλετε να με κρατήσετε, εγώ δεν φεύγω από δω, ..αν δεν με θέλετε, τότε θα πάω στον πατέρα μου πίσω. Σε θέλουμε την είπαν και κάθησε το κορίτσι εκεί. Πέρασαν μερικά χρόνια και άρχισαν μερικοί και το χάλευαν το κορίτσι, αλλά ο Φαρμάκης δεν έλεγε στο κορίτσι τίποτα. Το κορίτσι από δω, από κει, έμαθε και τότε ο γέρος ο Φαρμάκης τη λέει, …κορίτσι μ’ σε χαλεύουν τρία παιδιά, ..ποιόν θα κάνουμε καλύτερο να ’ρθει ; Γυρνάει το κορίτσι και λέει, ..εγώ έμεινα εδώ αστεφάνωτη, αλλά ο κόσμος με λέει χήρa,. Εγώ θα πάρω το χήρο το Μαριούλα. Ξέρω ότι έχει και παιδί, αλλά εγώ θα πάρω αυτόν. Και πήρε τον Βαγγέλη τον Μαριούλα.

Οικογένειες Βαγγέλη και Χρήστου Μαριούλα - 1927

ΟΙ ΜΑΡΙΟΥΛΑΙΟΙ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ

Τον παππού μου απ’ τον πατέρα μου τον έλεγαν Θανάση και τον έλεγαν Θανασούλα. Ήταν τρία αδέλφια αυτοί και έχουν μεγάλη ιστορία. Ο μεγάλος αδελφός ήταν ο Βαγγέλης, μεσαίος ο Θανασούλας και μικρότερος ο Βασίλης. Ο μικρός έφυγε απ’ το Λέσκοβατς και πήγε στη Βουλγαρία. Ήταν αρχιμάστορας, τυροκόμος, πολύ καλός μάστορας στο κασέρι. Άνοιξε μάντρα εκεί κι αγόραζε τα γάλατα κι έκανε κασέρια κι έβαζε δύο γράμματα στο κασέρι. Το Β και το Μ. Ο παππούς ο θ’κος μας παντρεύτηκε και πήρε απ τ’ς Ταξιαραίοι. Ήταν ακόμα εδώ στην Ελλάδα κι εδώ παντρεύτηκε και έκαναν εξι παιδιά, όλα αγόρια και ο πατέρας μ’ ήταν ο μικρότερος. Οι παπούδες πέθαναν στη Σερβία. Τα παιδιά τους ήρθαν το 1914 στην Ελλάδα.

Ο Απόστολος Μαριούλας με αξαδέλφια - 1923

Τον πατέρα μου τον έλεγαν Αποστόλη. Η μάνα μ’ παλιά στην Ελλάδα λέγονταν Καλογιανναίοι, εκεί στη Σερβία πήραν άλλο όνομα …Γούλας. Απ’ το 1914 ως το 1918 τα εξι αδέλφια ανέβαιναν στο Καιμάκτσαλαν και το Γράμμο και ξεχείμαζαν εδώ γύρω απ’ το Λαγκαδά και κουμάντο έκανε ο μπάρμπα Βαγγέλ’ς, …το τσελιγκάτο το κράταε αυτός. Το 1918 τον Άη Δημήτρη κατεβαίνουν απ’ τα β΄να απ’ το Καιμάκτσαλαν, …κατέφ’καν εδώ και δεν μπορούσαν να βρουν κισλά για τον χειμώνα. Βρε εδώ, …βρε εκεί, …πού να παν. Σέρρες, Χαλκιδική, δεν μπόραγε να βρει, ..ήταν πολλοί Σαρακατσάνοι, ..πλήθος, ..όλα τα χωριά πιασμένα. Τι να κάνουν !!. Έρχεται ένας από κει, απ’ το Γεύγελη, (τα σύνορα δεν είχαν κλείσει ακόμα, ..παντού ανοικτά τα σύνορα Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία), και γνωρίζονταν. Τι γένιτι βρε Μαριούλα ; …Άσε με είμαι στεναχωρεμένος, δεν μπορώ να βρω κισλά. Ρε τι στεναχωριέσαι του λέει, πάνε στο Γεύγελη, αυτά είναι όλα έρ’μα. Έτσι μπήκαν στο Γεύγελη, …βρήκαν μέργια εκεί. Πήγε ο μπάρμπα Βαγγέλ΄ς και μαζί μ’έναν Σέρβο αξιωματικό πήγαν με τ’ άλογα και βρήκαν το μέρος στην Παρντέιτσα. Ήταν και ένα στρατόπεδο εκεί κοντά και είχε και δυό-τρείς μαύροι, απ΄τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Φτιάχνει χαρτί ο αξιωματικός με την πένα και για έξι μήνες πήρε πέντε λίρες, ….δυό τώρα λέει και τρεις τον Άη Γιώρη. Παίρνει το χαρτί ο μπάρμπα Βαγγέλ΄ς, καβάλα στ’ άλογο, ..έρτι εδώ στην Πικρολίμνη, εκεί ήταν σ’ τσιατούρες με τα πρόβατα, ..πού να παν. Τι έγινι τον ρωτάν ; … εγώ λέει βρήκα μέρος και εκεί θα ξεχειμάσουμε. Τα τέσσερα τ’ αδέλφια είπαν θα πάμε εκεί, και τ’ άλλα δύο αδέλφια έμειναν εδώ, έμειναν στην Πικρολίμνη. Έτσι πήγαν εκεί και έμειναν οι οικογένειες απ’ τα τέσσερα αδέλφια και τα πρόβατα στις παράγκες στο στρατόπεδο που ήταν άδειο και και δεν χρειάστηκε να κάνουν και καλύβια.

Οι Μαριουλαίοι στο Αλτσιάκι - 1937

Τον Άη Γιώρη δίνει ο μπάρμπα Βαγγέλ΄ς τις άλλες τρεις λίρες, …τώρα λέει στον αξιωματικό πρέπει να φύγουμε να πάμε στο βουνό. Ρε κάτσε εδώ του λέει, …θα σου δώσω χαρτί να μείνεις εδώ του λέει ο αξιωματικός. Όχι, θα πάμε στο βουνό, …και πλήρωσε λίγες λίρες, πήρε χαρτί και πήγαν στ΄ Αλτσιάκι. Την άνοιξη του 1919 βγήκαν στ Αλτσιάκι, …. αλλά τότε …κλείνουν τα σύνορα. Και έμειναν μέσα τέσσερις οικογένειες Μαριουλαίοι και μία οικογένεια Ταξιαραίοι, ..πέντε οικογένειες, …..αλλά είχαν πολλά πρόβατα, …είχαν τρεις χιλιάδες πρόβατα και πενήντα κεφάλια άλογα. Οι πρώτοι που πήγανε στ’ Αλτσιάκι ήταν οι Μαριουλαίοι. και εκει έμειναν δύο χρόνια. Δεν ήταν άλλοι Σαρακατσάνοι εκει, αλλά ειχε Βλάχοι. Η Σερβία είχε πολλοί Βλάχοι.  Αλτσιάκι, .. Χούμα,..όλο Βλάχοι, Ρουμανόβλαχοι. Ήλθαν κάτι Βλάχοι τότε με πολλά πρόβατα και τα πήραν τα βουνά αυτά και τ’ Αλτσιάκι και τη Μπάρα. Τι να κάνουν λοιπόν οι θ’κοί μας, …σ’κώνονται και παν στα Μπιτόλια. Και από τότε μέχρι το 1924, ξεκαλοκαίριαζαν στο Περιστέρι και ξεχείμαζαν στα χωριά του Γεύγελη. Στο Περιστέρι είχε πολλοί Σαρακατσαναίοι, ήταν οι Μπαρτζαίοι, οι Τυχαλαίοι, .. ήταν πολλές οικογένειες. Έχει και μία λίμνη εκεί από παν. Το 1925 έφυγαν οι Βλάχοι απ’ τα’ Αλτσιάκι και γύρισαν οι θ’κοί μας ….και έμειναν εκει απ το 1925 μέχρι το 1948 που μας πήραν τα προβατα, …δεν άλλαξαν βουνό. Μετά το 1925 έβγαιναν στ’ Αλτσιάκι πολλοί Σαρακατσάνοι, …εμείς οι Μαριουλαίοι, Τυχαλαίοι, Γιδαραίοι, Τζελεπαίοι και άλλοι. Από τότε που μεγάλωσα και καταλάβαινα, οι δικοί μας δεν έφυγαν απ’ το Γεύγελη. Το χειμώνα στα χωριά του Γεύγελη και στη Δοιράνη και το καλοκαίρι στ’ Αλτσιάκι.


Ο μπατζιός του Βαγγέλη Μαριούλα - 1936

Οι Μαριουλαίοι με τη γιαγιά τους (Γίδαρη) - 1936

ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ

Χειμαδιά είχαμαν στη Δοιράνη, στη Μπογντάντσα και στο Γεύγελη. Όταν ήμαν μικρός, πάγαινα κοντά στον αδελφό μου στα πρόβατα, …ο πατέρας μου είχε κάπου τετρακόσια πρόβατα. Εμείς είμασταν  έξι αδέλφια, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Ο μεγαλύτερος αδελφός μ’ ο Μήτρος γεννήθηκε το 1912.


Απ’ τη Δοιράνη τ’ Αλτσιάκι ήταν κοντά, δεν ήταν μακρυά. Μετά τη Μπογντάντσα πρώτο κονάκι κάναμε στο Μπαρνοτσέκι. Απ’ το Γεύγελη τ’ Αλτσι’ακι είναι έξι ώρες. Τα καλύβια πίισω τ’ άφηναμε άδεια. Στη στράτα εμείς τα παιδάκια βοηθούσαμε τ’ς μεγαλύτεροι. Μέχρι τα δώδεκα-δεκατρία, είχαν ένα αντέτι οι Σαρακατσάνοι, μόλις ξεκίναγαν να παν κατά τα β΄νά, μια η δυό γριές ,.. ποιές ήταν , ..έπαιρναν τα παιδάκια για να παν πιό μπροστό. Σ’κώνονταν πρωί-πρωί και ξεκίναγαν και ήξεραν πού θα είναι το κονάκι κι έφταναν και περίμεναν. Μετά ξεκίναγαν τα πρόβατα. Ένα βράδυ κάναμε κονάκι, ..μετά έφταναμε στ’ Αλτσιάκι, ..πάντα στο ίδιο το μέρος. Στη στράτα εκει που ξεφόρτωναμε, άρμεγαμε τα πρόβατα και με το γάλα έκαναμε τυρί στα τουλούμια για μας. Όταν έφταναμε απάν, το γάλα το πουλούσαμε. Όταν άρμεγαν και έδιναν στον έμπορο το γάλα, ο κεχαγιάς έγραφε πόσα κιλά έδωσε ο καθένας και ο έμπορος έγραφε πόσα κιλά πήρε όλα μαζί. Αυτό γένονταν απ’ τον Μάη μέχρι τον Άη Λιά. 

Οι Μαριουλαίοι (αδέλφια κι αξαδέλφια) - 1934

Στο Αλτσιάκι είμασταν εμείς οι Μαριουλαίοι τέσσερα αδέλφια, δύο αδέλφια οι Γιδαραίοι, ο Μπούρας, ο Καλός, ο Ταξάρχης, ο Τυχάλας, ο Τζελέπης, ο Γούλας και ο Γκοντόλιας. Τα καλύβια, ..άλλο χάλαγε απ’ το χ’μώνα, ..άλλο ήταν γερό. Οι γυναίκες έβλεπαν άμα κάνα καλύβι είχα καμμιά τρύπα να το μπαλώσουν. Εμείς άλλη δουλειά δεν είχαμε, ..πρόβατα και άλογα,  και ο μεγάλος ο αδελφός μου πήγαινε και στ’ αλώνια. Όποιος είχε άλογα έβγαζε για έναν χρόνο το ψωμί. Γάμοι συνήθως γένονταν κατ’ στα χειμαδιά, …το φθινόπωρο μετά τον Άη Δημήτρη. Στα βουνά δεν γένονταν γάμοι, …καμμιά αρραβώνα μπορεί να γένονταν απάν. Όργανα δεν θυμάμαι ποτέ εγώ, ..όλο με το στόμα. Τότε στην παλιά Σερβία μπορώ να πω περνούσαμε καλά, η Σερβία ήταν πλούσια χώρα. Στ’ Αλτσιάκι έβγαιναμε μέχρι το 1948. Μετά μας πήραν τα πρόβατα.

Κονάκια Βαγγέλη Μαριούλα - 1936

Το 1936 θυμάμαι έγινε ο γάμος του Βαγγέλη του Φαρμάκη στη Δοιράνη και είχαν έρθει στα καλύβια οι συμπέθεροι οι Φαρμακαίοι να πάρουν τη νύφη. Τότε ήλθαν απ’ το Ελληνικό απ’ τη Βλαντάια (τώρα λέγεται Ακρίτας) και δυό Σαρακατσάνοι από κει, οι Κεφαλαίοι. Και τότε, το Σάββατο το βράδυ, κάηκαν τα καλύβια. Τα καλύβια τα άναψε ο μακαρίτης ο Δημήτρης ο Μπούρας. Τραγούδαγαν μέσα στο καλύβι με το στόμα και ο Μπούρας είχε ένα πιστόλι και …μπαμ μπαμ …άναψε το καλύβι. Φύσαγε κι ένας αέρας, ..παν τα καλύβια, ..η φωτιά απ’ το ένα στο άλλο, ..κάηκαν τα καλύβια. Το δικό μας το καλύβι ήταν λίγο στην άκρη μεριά και μαζεύτηκαν συγγενείς και πρόλαβαμε και βγάλαμε τα φορέματα πριν καεί το καλύβι.

Οι Μαριουλαίοι στο άρμεγμα - 1935

Το 1941 πέρασαν οι Γερμανοί απ’ τη Σερβία και μπήκαν στην Ελλάδα κατ’. Είμασταν εδώ σ’ ένα χωριό, στη Μαρβίντσα και πέρασαν οι Γερμανοί κι εγώ φύλαγα τα πρόβατα, και τα μικρά τ’ αρνάκια κοιμόνταν καταή, πέντε έξι μέρες γεννημένα. Με μίλησαν και εγώ δεν καταλάβαινα και έβγαλαν μια σακούλα καραμέλες και με τις έδωσαν κι έβγαιναν φωτογραφίες με τ’ αρνάκια και μετά έφυγαν. Εμάς δεν μας πείραξαν και ανεβήκαμε και πάλι στα βουνά. Μετά ήρθαν οι Βούλγαροι με στρατό κι αστυνομία και διοικητές, αλλά έκλεβαν πολύ όμως, …μας έκλεβαν πρόβατα.

Γρηγόρης και Γιάννος Μαριούλας - Στογιάκοβο 1944

Το 1946 τον Αύγουστο αρραβωνιάστηκα απάν στα βουνά και τον Νοέμβριο παντρεύτηκα. Τη γυναίκα μου την ήξερα, …από μικρά παιδάκια είμασταν μαζί. Με τον πεθερό μου τον Θόδωρο τον Τέγο είμασταν σύντροφοι στα πρόβατα και με συμπαθούσε και με ήθελε για γαμπρό. Και παντρευτήκαμε και πήγα σώγαμπρος, γιατί ήταν μοναχοκόρη. Ο γάμος έγινε στην εκκλησία στο Στογιάκοβο. Ήρθαν και συγγενήδες απ’ την Ελλάδα, απ’ το Ειρηνικό, …κοντά είμασταν δίπλα στα σύνορα και ανταμώθκαμαν. Είχε έρθει ο Τζαχίλας ο Κίτσος, τα Καλτσάκια δυό-τρία αδέλφια και άλλοι, …κάπου δώδεκα παιδιά. Δεν είχαμε όργανα, αλλά όλη νύχτα τραγουδούσαμε και χορεύαμε.


Ο Γιάννος Μαριούλας με τη γυναίκα του Ζωή, στη Στρούμιτσα


Το 1948 μας πήραν τα πρόβατα και μας εξόρισαν στη Κότσιανη, κοντά στα Βουλγαρι­κά σύνορα.

Τότε με τον αδελφό μου το Μήτρο γράψαμε ένα τραγούδι για το γεγονός:

Εσείς βουνά ψηλά, της Μπάρας και τ' Αλτσιάκι
φέτος μη λουλουδίσετε χορτάρι μη φυτρώστε
κι εσείς βρύσες κρυόβρυσες ούλες να ξεραθείτε
για το κακό που γένηκε με τους Σαρακατσάνους
τα πρόβατα μας πήρανε τα όμορφα μπινέκια
Ρήμαξαν τα μαντριά και τα σκυλιά ουρλιάζουν
και αυτούς τους ξενιτέψανε στην έρημη τη Κότσιαν'.

Εκει μας δώσαν ειδικές ταυτότητες που είχαν πάνω ένα μεγάλο Κ ("Κοντρόλ, έλεχγος"). Μετά το 1956 πήραμε κανονικές ταυτότητες. Τότε που μας εξόρισαν πιάσαν τον ανιψιό μου τον Βαγγέλη Μαριούλα που έδινε πληροφορίες σε Έλληνες αξιωματικούς μέσω Σαρακατσαναίων που ήταν στα σύνορα στο Κιλκίς. Πολλοί από μας είχαν χαρτιά από τους παπ­πούδες που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα (κυρίως στη Χαλκιδική) και αποδεικνύαμε την ελληνική μας καταγωγή. Το προξενείο δέχθηκε τα χαρτιά μας και μόλις το επέτρεψαν οι αρχές άρχισε η φυ­γή κατά ομάδες. Έτσι φύγαμε νόμιμα από το 1963 ως το 1967, …400 οικογένειες. Το 1948 και το 1952 επιχειρήσαμε να φύγουμε κρυφά περνώντας τα σύνορα με τα κοπάδια. Έπεσε όμως προδοσία και γυρίσα­με πίσω. Οι γεροντότεροι έλεγαν : θέλω να αφήσω τα κόκαλα μου στην Ελλάδα, … και έτσι έγινε.

Το τσελιγκάτο του Βαγγελη Μαριούλα - 1944

Η δική μας οικογένεια με του πεθερού μου την οικογένεια, έφυγαν μετά και πήγαν σε ένα Τουρκοχώρι την Κοσάρκα, ανάμεσα στο Ούντοβο και στο Δεμίρκαπι.  Ήρθα εγώ το 1949 την άνοιξη από φαντάρος και τους βρήκα στην Κοσάρκα. Όταν έφυγα, η γυναίκα μου ήταν έγγυος και βρήκα την κόρη μου τη Λαμπρινή,…τη βρήκα δυό χρονών. Εκεί μέναμε με τα λίγα προβατάκια που μας άφησαν και έβγαιναμε τα καλοκαίρια σ’ ένα βουναλάκι εκεί κοντά. Εκεί βρήκα για την ακρίβεια τριάντα εφτά πρόβατα. Το πώς ζούσαμε, άστα μην τα ρωτάς. Μιζέρια, απελπισία. Και ζούσαμε με τριάντα πρόβατα, ..εκείνα που μας άφησε το κράτος. Με τα χρόνια, τα έκανα γύρω στα διακόσια πενήντα.

Το 1952 φύγαμε απ’ την Κοσάρκα και πήγαμε στο Ούντοβο.

Τα χειμαδιά των Μαριουλαίων στο Ούντοβο - 1957

1954 - ΤΟ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΠΡΟΒΑΤΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

Το λαθραίο εμπόριο με τα πρόβατα, άρχισε το 1954 και κράτησε για δύο χρόνια. Το ξεκίνησαν οι Σαρακατσαναίοι από την Ελλάδα και ανταμώνομασταν στα σύνορα. Απ’ την Ελλάδα ήταν τρία αδέλφια Χυταίοι, ο Λεωνίδας ο Λώλος που σκοτώθηκε, κι ο Παύλου. Το πέρασμα γίνονταν απ’ τη Τζένα, απ’ τη Νότια. Έρχονταν αυτοί εκεί στα καλύβια τα δικά μας και μιλούσαμε. Κανόνιζαν την τιμή και έκαναν συμφωνία. Μια πρατίνα και μισή ..μια λίρα. Εντάξει λέγαμε εμείς, ..μας συνείφερε εμάς, γιατί ήταν φθηνά τα πρόβατα από τη Σερβία, διακόσια δηνάρια. Αλλά τους συνείφερε κι αυτούς, ..τα ΄βρισκαν πιό φθηνά. Δεν πουλούσαμε από τα δικά μας, αγόραζαμε από τη Σερβία και τα δίναμε. Και άμα είχαμε και τίποτα παλιά δικά μας τα δίναμε κι αυτά. Θυμάμαι ένα κοπάδι που πέρασαμε, το μεγαλύτερο που δώσαμε, ήταν εννιακόσια σαράντα πρόβατα !!! Όλη η συμφωνία γίνοταν στη Τζένα, …εκεί τα πήγαιναμε και από εκεί τα έβαζαν στην Ελλάδα. Είχε φυλάκια, αλλά …ένα εδώ κι ένα στα δεκαπέντε χιλιόμετρα.

Ήρθαν στη Μπάρα, μέσα στο Σέρβικο, ο Λεωνίδας ο Λώλος και ο Παύλου για να πάρουν πρόβατα η το καπάαρο που είχαν δώσει. Πριν να ’ρθουν στα καλύβια, ήταν μια βρύση σε κάτι πεύκα λίγο δασιά και πάει κάποιος απ’ τους δικούς μας τους Σαρακατσάνους και τους είπε ….μην έρχεστε στα καλύβια, …σταματάτε εδώ να ιδούμε τι θα γένει. Εκείνη τη στιγμή ήρθε το περίπολο κι αυτοί σκώθ΄καν όρθιοι και πυροβόλαγαν και πυροβόλαγαν και οι φαντάροι. Έπεσε ο Λεωνίδας και μετά σήκωσε τα χέρια και παραδόθηκε ο Παύλου. Τον πήραν μετά οι φαντάροι τον Λεωνίδα και τον κατέβασαν σ’ένα Σέρβικο χωριό, Κονόπιστα το ’λεγαν. 

Ο μπάρμπα Γιάννος φαντάρος - 1948

Η ΣΕΡΒΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΣΤΑ ΚΟΝΑΚΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΙΟΥΛΑΙΩΝ

Στο Ούντοβο το 1962 ήρθαν στα δικά μας τα καλύβια οι Σέρβοι για να κάνουν ντοκυμαντέρ.  Τα έβγαλαν όλα οι Σέρβοι, …καλύβια, …πρόβατα, …πώς κάναμε όταν ήταν να πάμε κατά τα β΄νά, …πώς φόρτωναμε …πώς γύρνουσαμε πίσω, …πώς έφτιαναμε το καλύβι, …πώς άρμεγαμε, …τι έκαναμαν εκεί πριν να πάμε στα καλύβια, …τον γάμο, εγώ έκανα τον γαμπρό, ..ωραίο ντοκυμαντήρ. Πρώτα ήρθαν δύο άτομα απ’ το Βελιγράδι, ..γραμματισμένος κόσμος απ’ τα πανεπιστήμια και παίρνουν ένα λυκόσκυλο και παίρνουν τον Γούλα με ένα όπλο και παν απ’ τα καλύβια πιο απάν που ήταν ένα κοπάδι πρόβατα. Και απολνάν το λυκόσκυλο  όπως πάγαιναν τα πρόβατα να βγουν, …και το σκυλί πιάνει μια προβατίνα και τη βάζει κάτω …και λεν το Γούλα, ..ρίξε, για φοβηθεί το σκυλί και να την αφήσει. Έριξε ο Γούλας με το όπλο, …φώναζουν αυτοί και την άφησε το σκυλί την προβατίνα. Και τελικά την έφαγαν αυτοί την προβατίνα και την πλήρωσαν στον Γούλα.

Φωτογραφία από το ντοκυμαντέρ της Σερβικής τηλεόρασης 
στα κονάκια των Μαριουλαίων  - 1962


Φωτογραφία από το ντοκυμαντέρ της Σερβικής τηλεόρασης 
στα κονάκια των Μαριουλαίων  - 1962

Μετά, περνάν δυό μέρες κι έρχονται άλλα τέσσερα άτομα απ’ το Βελιγράδι απ’ την κρατική τηλεόραση με κάμερες και ένα τετράγωνο γυαλί, σαν καθρέφτη για να δίνει φως και έκατσαν έξι μέρες. Είμασταν εμείς οι Μαριουλαίοι, ο Γούλας κι ο Μπάρκας, …έξι οικογένειες. Έγινε ωραίο ντοκυμαντέρ.

Γάμος του Γ. Β. Μαριούλα - 1939

ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Το 1965 τον Νοέμβριο ήρθαμε στην Ελλάδα. Πήραμε την άδεια και είχα διαβατήριο για μένα, άλλο διαβατήριο για την οικογένεια και χαρτιά για τα πρόβατα. Οι οικογένειες μπήκαν στο τραίνο και κατέβηκαν στη Σαλονίκη και τους περίμεναν οι Φαρμακαίοι. Είχα τηλεφωνήσει εγώ από κει. Είχα παντρέψει τη μεγάλη μου την κόρη στους Φαρμακαίους και τους περίμεναν. Με τα τζέημς τα στρατιωτικά φόρτωσαν τα πράγματα και τα ’φεραν εδώ στο Κορδελιό και νοίκιασαν ένα σπιτάκι και έμειναν.

Εγώ με τον αδελφό μου τον Δημήτρη και με τον Κώστα τον Καλό, ήρθαμε πεζοί απ’ τα σύνορα με τα πρόβατα. Είχαμε τα χαρτιά απ’ το Γεύγελη και έφτασαμε στα σύνορα με διακόσια πρόβατα ο καθένας. Φτάνουμε στο Σέρβικο το τελωνείο, δίνω το χαρτί, διαβάζουν το χαρτί, διακόσια πρόβατα, ένα σκυλί, …τα ’γραφαν όλα, ακόμα και το γαιδουράκι. Το ίδιο και για τον αδελφό μ’ και για τον Καλό. Βγαίνουν απ’ το γραφείο ,..ένας από δω, ένας από κεί και τα μέτρησαν. Μετά, φύγαμε απ’ το Σέρβικο το τελωνείο και πήγαμε προς το Ελληνικό. Εκεί βλέπουν από μακρυά τα πρόβατα να έρχονται προς το μέρος τους και ένας αξιωματικός λέει, …τι γένιτι ρε παιδιά !! , .. δεν ήξεραν ακόμα ότι είχαμε χαρτιά, ..πού να ξέρουν !! Εγώ ρε παιδί μ΄, είδα πρόβατα και, …μώπως σας κυνήγησε κανένας, …πώς πέρασετε τα σύνορα !! ΄Εχουμε άδεια του λέω και έβγαλα τα χαρτιά και τα δείξαμε. Εμείς είμασταν οι πρώτοι που περάσαμε με τα πρόβατα, άλλοι δεν είχαν ξαναπεράσει, .. μετά πέρασαν οι Μπουραίοι, οι Γαλαταίοι και άλλοι. Ήταν η πρώτη φορά που πέρασα τα σύνορα, ..δεν είχα ξαναπεράσει στη ζωή μου. Με φαίνονταν ένα περίεργο πράγμα και όταν άκουγα Ελληνικιά κουβέντα, έλεγα ….άραγε εγώ δεν βρίσκομαι στη Σερβία, ..όλοι εδώ μιλάν Ελληνικά.  Απόκτησα μιά χαρά !!.

Ο μπάρμπα Γιάννος με τη γυναίκα του Ζωή - 1980

Φύγαμε απ’ τα σύνορα και νύχτωσαμε κάπου σ’ ένα χωριό απ’ το Ειρηνικό προς τα κατ΄ τη Βασιλίτσα, όλο Πόντιοι ήταν αυτοί. Εγώ με τον αδελφό μ΄και τα τετρακόσια πρόβατα που είχαμε, ..ένα κοπάδι. Το βράδυ πλάιασαμαν, …όπου νύχτωναμαν αδ΄ εκεί και ξημέρωσε το πρωί και σιγά-σιγά έφτασαμε προς το Δραγουμίτσι, το Βαφειοχώρι. Εκεί έχει εκατό οικογένειες Σαρακατσάνοι. Ξημέρωσε το πρωί και βγήκαν τσιομπαναραίοι, που ήταν Σαρακατσάνοι και αμέσως είδαν τα πρόβατα τα μαύρα εκεί και ανταμώθ’καμαν. Σαρακατσάνος εισαι ; ..Σαρακατσάνος. Τι λέει μωρέ, ..πώς εδώ, ..απο πούθε ήρθατε !! Και όλο αυτό μας έλεγαν : Σκαστοί ; .. σκαστοί ; .. όχι ρε παιδιά, με άδεια ήρθαμαν !

Ο μπαρμπα Γιάννος το 1967 στο Ν. Κορδελιό

Πρωί πρωί, μόλις βάρεσε ο ήλιος,  …ψωμί δεν είχαμαν, … και λέω τον αδελφό μου, ..κοίταξε τα πρόβατα, θα πάω στο χωριό. Πααίνω στην άκρη του χωριού και ήταν ένα σπιτάκι που ήταν η κοινότητα, αλλά εγώ δεν ήξερα ότι ήταν η κοινότητα. Μπαίνω μέσα και σ’ ένα τραπεζάκι κάθεται ένας και πίνει καφέ. Αυτός ήταν γραμματέας της κοινότητας, …Σαρακατσάνος ..Χρήστος Μπαβέλης. Με κοιτάζει και λέει, ..δεν σε γνωρίζω. Που να με ιδείς τον λέω, ούτε σ’ έχω δει ούτε μ’ έχεις δει, αλλά εγώ πέρασα απ’ τη Σερβία με τα πρόβατα. Αυτός μόλις του’πα έτσι,  …σκαστοί ; λέει. . Όχι του λέω, ..με χαρτιά και μας πήρε η νύχτα εδώ και ήρθα να πάρω ψωμί. Αυτός κατάλαβε. Πώς λέγεσαι ; ..Μαριούλας. Μήπως ξέρεις τον Χρήστο και τον Γιάννο τον Αποστολέικο ; Πώς δεν τους ξέρω του είπα. Αυτός ήξερε, ….η γυναίκα του Γιάννου ήταν αδελφή του και γνώριζε. Και τώρα πού θα πάτε ; …πού να ξέρω του λέω, ..προς τη Σαλονίκη κάτω. Με κάνει καφέ και περνάει ένας γέροντας στο δρόμο, ήταν αγροφύλακας και τον φώναξε ο Χρήστος και του λέει θα πας εκεί και θα πάρεις ψωμί και άλλα πράματα που του είπε και θα τα φέρεις εδώ, λέει. Ο άνθρωπος πήγε και γύρισε με δυό σακούλες γεμάτες και είχε ψωμιά, τυριά, ελιάς, ζάχαρη, τσιγάρες. Εγώ τώρα κατάλαβα ότι για μένα τα πήρε. Είχα λεφτά, …άλλαξα στα σύνορα δυό χιλιάδες δηνάρια και τά’κανα δραχμές και είχα. Έξι δηνάρια μίνια δραχμή ήταν τότες. Εκεί που είμασταν, …βαράει το τηλέφωνο, ..ήταν η αστυνομία απ’ το Κιλκίς …και του λένε …κοίταξε κ. Μπαβέλη, πέρασαν απ’ τη Σερβία εξακόσια πρόβατα, τρία κοπάδια πρόβατα, ένας Γιάννος Μαριούλας, ένας Δημήτρης Μαριούλας κι ένας Κώστας Καλός, κάπου εκεί θα είναι κι άμα περάσουν απ’ το χωριό να τους κρατήσεις αυτού, μέχρι παραπέρα διαταγή, ..πού θα παν. Είχαν πάρει τα στοιχεία απ’ το τελωνείο και ήξεραν. .  Μείνε ήσυχος κ. αστυνόμε, τώρα που μιλάμε είμαι εδώ με τον Γιάννο τον Μαριούλα και ο αδελφός του είναι στα πρόβατα, του λέει ο Μπαβέλης. Μετά με έστειλε με τον αγροφύλακα σε ένα κτήμα προς τα σύνορα, δίπλα στο κτήμα του Σουλτογιάννη, όπου είχε ένα άδειο Σαρακατσάνικο μαντρί και έμειναμε εκεί.  Την άλλη μέρα ήρθε να μας δει ο αδελφός του Χρήστου του Μπαβέλη και μας έφερε πάλι κρέας, ψωμί και τσιγάρες. Εκεί μείναμε δεκαπέντε μέρες και κάθε μέρα έρχονταν και μας έβλεπαν και μετά νοίκιασαμαν του Σουλτογιάννη το κτήμα. Εκεί καθήσαμε όλον τον χειμώνα και όλο τοκαλοκαίρι. Πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, έβλεπα την οικογένεια και μετά γύριζα πίσω στα πρόβατα. Το φθινόπωρο του 1966 τα πούλ’σαμε τα πρόβατα και κατέφ΄κα στη Σαλονίκη και πιάστηκα στη δουλειά σ΄ ένα χυτήριο εδώ στο Κορδελιό.

Τώρα απ’ τα έξι τα παιδιά μ’, έχω δεκατρία εγγόνια και εικοσιδύο δισέγγονα.
* * *