του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα στις 14 Δεκεμβρίου του 1930, με το
παλιό, στο Σελεμλί, ένα χωριό κοντά στο Γεύγελη στην παλιά Σερβία. Τον πατέρα
μ΄τον έλεγαν Γιάννη Τζελέπη και η μάνα μ’ η Ζωή ήταν κι αυτη απ’ τη Σερβία απ’
τ’ς Κονιαραίοι. Τον παππού μου τον έλεγαν Γιώργο και ζούσε στη Βουλγαρία, εγώ
δεν τον πρόλαβα. Έχω φτιάξει το οικογενειακό μας δέντρο, τα΄χω γραμμένα. Ο πατέρας
μου ο Γιάννης γεννήθηκε στη Βουλγαρία περίπου το 1880. Είχε αγοράσει και κτήματα
εκει πέρα και συγκεκριμένα ήταν στη Ρίξα στη Μπερκόβιτσα. Με τα γεγονότα του
1913 ύστερα τα πράγματα αγρίεψαν και το 1918 πολλοί Σαρακατσιάνοι έφυγαν προς
τη Στρούμιτσα και εγκαταστάθηκαν στη Δοιράνη, πολλά τσελιγκάτα, ταράφια τα λέγαμε
εμείς. Μέχρι τότε στη Σερβία ζούσαν λίγες οικογένειες όχι πολλές, γύρω απ’ το
Νις και το Λέσκοβατς. Τα σύνορα ήταν ρηχά και παντρεύοταν οι Σαρακατσιάνοι απ’
τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Ο πατέρας μ’ πέρασαν απ’ την Κότσιανη και εγκαταστάθηκαν
στο Ούντοβο, παντρεμένος με οικογένεια και παιδιά. Ο πατέρας μ’ είχε τρία παιδιά
και η μάνα μ’ είχε τέσσερα κορίτσια και παντρευτήκανε και έκαναν τρία παιδιά ακόμα,
εγώ, ο Αντρέας που είναι στη Δορκάδα και
ο Νικόλας. Ήταν δευτεροπαντρεμένοι και όλα μαζί ήταν δέκα παιδιά. Όταν γεννήθηκα
εγώ, οι δικοι μ’ ξεχείμαζαν κοντά στο Γεύγελη και το καλοκαίρι έβγαιναν στ’
Αλτσιάκι.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι γονείς Ιωάννης και Ζωή, στην παλιά Σερβία, στο Στιπ το 1953
Δεξιά ο αδελφός Νίκος, με τη γυναίκα του Κωνσταντινιά (Μπάρκα) και τα παιδιά τους και αριστερά κάποια ανήψια
Δεξιά ο αδελφός Νίκος, με τη γυναίκα του Κωνσταντινιά (Μπάρκα) και τα παιδιά τους και αριστερά κάποια ανήψια
ΣΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ
Οι Σαρακατσάνοι που είναι εδώ στην Ελλάδα πάνω
απ’ τον Όλυμπο, όλοι πήγαν στη Βουλγαρία και δεν το ξέρουν πάρα πολλοί αυτό. Τα
βουνά που πήγαιναν οι Σαρακατσάνοι στη Βουλγαρία ήταν πολύ καλά, ήταν απέραντες
οι εκτάσεις. Ο πεθερός μ’ το 1918 ήταν εδώ στη Χαλκιδική στην Κασσάνδρα, αλλά
τους πήγαν στην Ελασσόνα. Τότε ήταν ο πόλεμος και δεν έβγαιναν Σαρακατσάνοι στο
Βέρμιο και στο Καιμάκτσαλαν, όλοι πήγαιναν στη Βουλγαρία. Ο παππούς μ’ μ’ έλεγε
ότι κατάγονταν απ’ την Ήπειρο και κινούνταν παντού. Τα κλειδώματα, κομποθ΄λειές,
τα φέρνανε από κει απ’ την Ήπειρο και τα πήγαιναν στη Βουλγαρία οι κυρατζήδες.
Όλα ήταν Ηπειρώτικα. Και για τον Άγιο Κοσμά μιλούσαν πολύ. Το εμπόριο το κρατούσαν
Έλληνες και οι Σαρακατσάνοι έκαναν εμπόριο με ζώα και τα πήγαινανε μέχρι την Πόλη.
Ο παππούς μου στην Αδριανούπολη ξεχείμαζε, εκεί ήταν τα μαντριά τ΄ς. Οι Τούρκοι
δεν άφηναν τους λαούς να μετακινούνται και οι Σαρακατσάνοι με το πρόσχημα ότι
φεύγουν απ’ τον Αλή πασά, ξεχύθηκαν εδώ πέρα. Και οι Τούρκοι τους έδιναν άσυλο
επειδή έφευγαν απ’ τον Αλή πασά.
Τα σύνορα χαράχθηκαν το 1913 με τη συνθήκη του
Βουκουρεστίου. Στα Βυρώνεια, υπάρχει ακόμα κάτω από έναν πλάτανο μία πλάκα,
εκει που ήταν το στρατηγείο το Ελληνικό όταν έγινε η συνθήκη. Κατά τη γνώμη
τη δικιά μου, οι Σέρβοι ήταν το χαιδεμένο παιδί των Γάλλων και στη Δοϊράνη εδώ
πέρα, ..που τα’φεραν κάτω τα σύνορα, ..οι Γάλλοι ήταν η αιτία. Ό,τι ήθελε ο Πάσιτς,
δεν τον χάλαγαν το χατήρι. Γι αυτό τους έδωσαν τότε και την Κροατία και τη Σλοβενία
και τη Βοσνία. Από τη Στρούμιτσα οι Έλληνες έφυγαν το 1914. Τότε που κόβονταν
τα σύνορα, υπήρχαν επιτροπές, που κανόνιζαν πού θα πάει ο κόσμος, ..και οι Σέρβοι
έκαναν μια πονηριά, ..είπαν, ..εμείς θα επιτρέπουμε να έρχονται στα βουνά, ..αλλά
κάποια στιγμή το 1924 τα κλείσανε. Οι Φαρμακαίοι και ο Σουλτογιάννης είχανε την
Πεταλίνα και τώρα είναι στο Σερβικό. Κάποτε πέρασε ο Σέρβος ο στρατηγός να κάνει
επιθεώρηση στα σύνορα και ο Σουλτογιάννης τον έκανε ένα τραπέζι εκει πέρα, ..ενθουσιάστηκε
ο στρατηγός, ..του λέει, ..Γιάννη τι θέλεις να σε κάνω, ..Α! δεν έχω κανένα πρόβλημα,
..αυτό που θέλω αν είναι δυνατόν να με βγάλεις μία ταυτότητα να μπορώ να γυρνάω
στη Σερβία. Αυτό είναι εύκολο για μένα λέει και θα σε έρθει η ταυτότητα. Ο
Σουλτογιάννης όμως έκανε εμπόριο με πρόβατα και του δόθηκε έτσι η ευκαιρία και
γύρναγε παντού.
Ο πατέρας του Βασίλη Τζελέπη, Ιωάννης
ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΟΥΝΤΟΒΟ
Πρώτη χρονιά που πέρασαν το 1918 στη Σερβία,
οι δικοί μ’ πήγαν στο Ούντοβο. Απ’ το Ούντοβο και κάτω όλη η περιοχή αυτή ήταν άδεια,
λόγω του πολέμου. Στο Ούντοβο υπήρχαν Σέρβοι νεοσύλλεκτοι και τότε πήγαν
Βουλγάροι κομιτατζήδες και σκότωσαν ένα λόχο. Κατέβηκαν οι Σέρβοι με άλλο στρατό
και το’καψαν το Ούντοβο και έκαναν και ένα μνημείο εκει, μία εκκλησία. Το ίδιο έκαναν
και στο Βαλάντοβο και στην Περάβα. Στο Ούντοβο με μας τους Τζελεπαίους ήταν τότε
οι Τριανταφυλλαίοι, ο Λέλεκας ο Τυχάλας. Τον Τριανταφύλλη τον είχε γαμπρό ο πατέρας
μ’ από αδελφή και κάποτε σαν άπρακτοι που ήταν, άναψαν μια φωτιά να πυρωθούν. Τότε
στην περιοχή είχαν όλα τα πυρομαχικά κι έτυχε να είναι ένα βλήμα και έσκασε και
τον σκότωσε. Ο πατέρας μ’ έφυγε απ’ το Ούντοβο και ήρθε προς το Γεύγελη και
εκει γεννήθηκα κι εγω. Έβγαιναν εκει κοντά σ’ ένα βουνό στην Πουλτσίστα, κοντά
στο Ντομπροπόλ, πίσω απ’ την Αριδαία. Το 1930 είχε πιάσει η κρίση και το βιό
που είχαμε δεν πουλιένταν. Είχαν βιό, αλλά λεφτά δεν είχαν. Δεκαπέντε, είκοσι
αρνιά το ζευγάρι, δέκα μπάνκες. Ο μισός ο κόσμος δεν ήξερε τι είναι το φράγκο,
τέτοια κρίση. Δύσκολα χρόνια.
Και δεν έφτανε η κρίση, είχαμε και τα προβλήματα
με τα λιβάδια, στα χειμαδια, όχι στα βουνά, στα βουνά ήταν ομαδική, εδώ κατ’
χτυπιόμασταν και μεταξύ μας. Οι Σέρβοι δεν είχαν το νόμο αυτόν με το ενοικιοστάσιο.
Είχες ένα λιβάδι με τα μαντριά και πάγαινε ο άλλος με τη δημοπρασία και σ’ έδιωχνε.
Καταστροφή σκέτη, κάθε χρόνο κι άλλη συμφωνία. Τον πατέρα μ’ , ήρθε ένας
Γαλετσιάνος απ’ το Κρούσοβο και χτύπησε εκει πέρα και καταστράφηκε ο πατέρας
μ’. Τελευταία στιγμή πού να βρεις λιβάδι, ..ξέρεις τι είναι τα πρόβατα ; έχουν
κι αυτά τους νόμους τους όταν αλλάζει το περιβάλλον.
ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΣΤ ΑΛΤΣΙΑΚΙ
Στα βουνά όλοι οι Σαρακατσαναίοι που είμασταν
εκει είχαμε δυό μεγάλα μπατζιά, ένα στ’ Αλτσιάκι κι ένα στη Μπάρα, αργότερα έγινε
και ένα άλλο πιο πέρα στη μικρή Μπάρα. Απ’ το Σελεμλί
ως τα’ Αλτσιάκι κάναμε δυό-τρία κονάκια. Στ’ Αλτσιάκι είμασταν εμείς οι
Τζελεπαίοι, οι Γιδαραίοι, Τυχαλαίοι, Τσαρουχαίοι, Γκουντουλαίοι, Νατσκαίοι,
Μπουραίοι, Μαργιουλαίοι και ήρθαν κι άλλοι. Σαράντα με πενήντα καλύβια. Καλύβια
είχαμε ορθά, δίπλα δεν είχαμε καθόλου. Πήγα εκει πάνω στα καλύβια και βρήκα το
καλυβοστάσι. Όταν κάναμε το καλύβι, γύρω-γύρω έκαναμε έναν κόθρο, να μην μπαίνουν
τα νερά μέσα κι εκείνο διακρίνονταν. Τώρα τα πήρε ο καινούργιος ο δρόμος στη μέση.
Πέρα απ’ τα Αλτσιάκι είναι ένα μέρος, κάναμε εμείς πέντε-έξι οικογένειες
ξεχωριστό μπατζιό και εκει τώρα το’καναν χιονοδρομικό κέντρο, τη Νόμινα Τσιούκα. Πήγα μιά φορά εκει και με ρωτούσε ένας
ντόπιος, και του’λεγα τις ονομασίες, ..Σαραντόβρυση, Μαυρόραχη, τα τρανά τα
Τσουγκάνια, ο μαναχός ο Πεύκος, το γυαλερό το Σύρραχο..εγραφε αυτός. Τα τρανά τα Τσουγκάνια ήταν σημαδιακό μέρος
σαν τα Μετέωρα. Τα θυμάμαι όλα, ..όλα Ελληνικές ονομασίες είχαν.
Στ’ Αλτσιάκι υπήρχε άγραφος νόμος,
αυστηρός. Τα τσελιγκάτα κανόνιζαν τα μέργια, ..τα γαλαροκόπαδα που θα παν, ..τα
στέρφα που θα παν, … κι έβλεπες να παν σε τοποθεσίες, σύρματα τα’λεγαμε εμείς. Όχι
να πας εσύ στο καλό το σύρμα κάθε μέρα, υπήρχε δικαιοσύνη. Δικαστήριο εμείς δεν
ξέραμε και ο άγραφος νόμος ήταν πολύ αυστηρός. Πήγαινε στο σ’νάφι και σε
απομονώνανε, υπήρχαν συνέπειες : δεν σε έπαιρναν στο βουνό να σε βάλουν στα ταράφια,
… τον έμπορο που έπαιρνε το γάλα δεν τον άφηναν να πάρει το γάλα σ’, …ήσαν δεμένος
χειροπόδαρα και πειθαρχούσαν όλοι. Έλεγαν π.χ. σ’ αυτόν τον τομέα θα είναι τ’ άλογα.
Εάν βρίσκονταν κανένας βαλμάς και τα πέρναγε, αμέσως τον καθίζανε στο σκαμνί. Δεν
θυμάμαι κανένας Σαρακατσάνος να καταχράστηκε λεφτά αλλουνού. Όχι οτι ήταν καλοί
όλοι, αλλά ο άγραφος νόμος ήταν πολύ πιό ισχυρός απ’ τον κανονικό. Μέχρι το 1940 ποτέ κανένας
Σαρακατσάνος δεν πήρε γυναίκα απ’ τη Σερβία. Κι αργότερα αν κάποιος Σέρβος έπαιρνε
Σαρακατσάνα η το αντίστροφο, ..έλεγε η σ’χωρεμένη η μάνα μ’, ..πάει το δικό μας
πιά ! ..δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει. Και τώρα λέω, ..πού είσαι μάνα να ιδείς τ’ αγγόνια
σ’.
Τ’ αρνιά τα πουλούσαμε την άνοιξη στο Γεύγελη,
πριν ανέβουμε απάν, ..αλλά δεν τα πέρνανε. Ο πατέρας μ’ ήξερε να χειριστεί τις
δουλειές, αλλά ..τίποτα, είχε μεγάλη κρίση. Και η Ελλάδα πρέπει να είχε κρίση
εκείνα τα χρόνια, το 1930. Θυμάμαι μ’ έλεγε ένας Ντέντας, ο Μπούτος ο Ντέντας
που ήταν στη Λιβαδειά Σερρών και συζητούσαμε και μ’ έλεγε ότι κι εδώ είχε κρίση.
Από την 1η Μαίου που έβγαιναμε απάν, μέχρι τ’ Αη’Ποστόλ’, ξέρεις πόσο
γάλα έβγαζε η πρατίνα ; δεκατέσσερις οκάδες. Τι να πάρεις ! Κι αν τα κούρευες
κι έπιανε καμμιά μπόρα, ..πάει το γάλα. Δεν είχε λεφτά τότε. Τα άλογα ήταν η
καλύτερη πηγή να πάρουμε λεφτά. Τα καλοκαίρια κατέβαιναν στον κάμπο και αλώνιζαν
και ήταν το καλύτερο εισόδημα.
ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
Το 1939 και το 1940, δύο χρόνια πήγαμε στο
Περιστέρι, είκοσι περίπου οικογένειες. Βρήκαμε άλλο φαλκάρι, ήταν ο Μπλούχος
εκει πέρα και μαζευτήκαμε μαζι μ’ έναν Καπρινιώτη, τ΄ς Γαλαταίοι και άλλοι. Κάναμε για να πάμε
δεκαεφτά κονάκια. Ξεκινήσαμε απ’ την Παλιούρτσα και απ’ τα βουνά από μέσα, πίσω
απ’ τα σύνορα, απ’ το Καιμακτσαλαν, φτάσαμε στο Περιστέρι. Εγώ μικρός ήμαν 9
χρονών και πήγα με τα πρόβατα, μέσα απ’ τα βουνά. Οι οικογένειες πήγαιναν απ’
το δρόμο, απ’ το Πρίλεπ και το Μοναστήρι. Εκει έκαναμε καλύβια, ..τα καλύβια τα
έκαναν ο πατέρας μ’ κι οι γυναίκες, ..δεν μπορούσαν τ΄αδέλφια μ΄ ν’ αφήσουν τα
πρόβατα για να κάνουν τα καλύβια. Έκανα γεωργία εγώ και ξέρω πώς γίνεται η σίκαλη
και πώς γίνονται τα δεμάτια. Πήγαμε σε κάτι χωριά μακρυά, ταλαίπωροι άνθρωποι ήταν,
δρόμοι δεν υπήρχαν και πήραμε τη σίκαλη, τα φόρτωναμε στ’ άλογα και τα έφερναμε
να κάνουμε τα καλύβια. Η ζωή δύσκολη, σχολείο δεν πήγα
ούτε μία μέρα, από μικρός στα πρόβατα, από πίσω βοηθός. Βιβλία δεν είχαμε και
αριθμητική μάθαιναμε ο ένας με τον άλλον.
Το 1914 δημιουργήθηκε η σχολή των
Ιωαννίνων που έβγαζε τυροκόμους και τους έστελνε μάστορες για το τυρί σε όλα τα
Βαλκάνια, μέχρι και τη Ρουμανία. Στ’ Αλτσιάκι οι μπατζιαραίοι που είχαμε και έφτιαναν
το τυρί, ήταν όλοι από κει. Έφερναν και βιβλία, …έπαιρναν για τον εαυτό τους, έδιναν
και σε μας κι εμείς από εκει τα ρουφούσαμε. Έφερναν και εφημερίδες απ’ την Ελλάδα και
μαθαίναμε τα νέα. Οι μπατζαραίοι βοήθησαν πολύ, προσέφεραν
πάρα πολλά. Για το γάλα υπήρχε άγραφος νόμος ρητός, .. έλεγε, .. το γάλα
στον έμπορο θα το δίνουμε μέχρι τ’ Αη’Ποστόλ’, μετά θα είναι για μας για να κάνουμε
τυρί για τον χειμώνα. Οι μπατζιαραίοι έμεναν και μετά και βοηθούσαν την κατάσταση
για μας, γιατί έπρεπε τα κασέρια να τα συντηρήσουν. Τα τυριά ήταν στο τομάρι
και τα σκέπαζαν με φτέρη, ..κι εκει στο Περιστέρι είχαν κυρατζή που κουβάλαγε
τη φτέρη, …έβγαζαν το καλύτερο κεφαλοτύρι. Στα καλύβια είμασταν όλοι μαζί και μας έλεγαν και τραγούδια και χόρευαν με μας. Όργανα
δεν είχαμε, ούτε τζαμάρα. Το τραγούδι το άρχιζαν οι άντρες και το ΄παιρναν οι
γυναίκες. Τα τραγούδια τα δικά μας τα βελτιώναμε και
με τους μπατζιαραίους, αλλά και με τους στρατιώτες που ήταν στα φυλάκια, ..πηγαίναμε
ως τα φυλάκια με τα πρόβατα και είχαμε επαφή.
Το φθινόπωρο του 1939 ήρθαμε και ξεχειμάσαμε πάλι
εδώ κοντά στο Γεύγελη, Παλιούρι λέγονταν το μέρος. Στο Μοναστήρι δεν ξεχείμαζαν
Σαρακατσάνοι, ούτε στο Πρίλεπ γιατί είχε πάχνη, ..αλλά και πάνω απ’ το Δεμίρκαπι
Σαρακατσάνος δεν κάθονταν. Όλοι κοντά στο Γεύγελη και στη Δοϊράνη είμασταν. Έχω
την εντύπωση ότι το Ελληνικό το κράτος δεν χειρίστηκε πολύ καλά τα πράγματα στο
Μοναστήρι. Οι Σλαβόφωνοι εκει δεν ήταν όλοι το ίδιο και τους δικούς μας δεν
τους αγκάλιασαν, .. Βούλγαρους τους ανέβαζαν, Βούλγαρους τους κατέβαζαν. Ο
καπετάν Κόττας δεν ήξερε Ελληνικά, αλλά ήταν ο πιό δραστήριος κι ο πιό πατριώτης.
Υπήρχαν Σλαβόφωνοι πιό Έλληνες απ’ τους Έλληνες. Δεν εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση.
Και στη Στρούμιτσα, ..το μισό το Κιλκίς είναι Στρουμιτσιώτες.
Επίσκεψη στο Περιστέρι το 1996, με συγγενείς Γιδαραίους
Τα μουλάρια είναι από τους Γιδαραίους, που ζουν ακόμα εκεί
Τα μουλάρια είναι από τους Γιδαραίους, που ζουν ακόμα εκεί
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Τον Οκτώβριο του 1940 είμασταν ακόμα απάν στο
Περιστέρι και όταν έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία, τα έβλεπαμε όλα σαν καθρέπτη, όλον
τον κάμπο προς την Κορυτσά και τις Πρέσπες κι ακούγαμε τα κανόνια και το μπουμπουνητό
που γίνονταν. Είχαμε μάθει απ’ τ΄ς μπατζιαραίοι ότι βούλιαξαν την Έλλη. Είμασταν
εκει και βλέπαμε τρία Ιταλικά αεροπλάνα να πηγαίνουν προς το Μοναστήρι και αφού
βομβάρδισαν, έστριψαν απ’ τα καλύβια τα δικά μας και γύρισαν πίσω. Μετά εμείς
τα μαζέψαμε, κατεβήκαμε καμμιά βδομάδα κάτω σ’ ένα χωριό Μοντήλα το ΄λεγαν και
μετά πήγαμε προς το Γεύγελη στην Παλιούρτσα. Το άνοιξη του 1940 ήρθαν οι
Γερμανοί και σε μιά βδομάδα μέεσα ήρθαν και οι Βουλγάροι. Αστυνομία, στρατός,
διοίκηση, όλοι Βουλγάροι. Το καλοκαίρι του 1941 πήγαμε στη Μπάρα και όλα τα
καλοκαίρια πηγαίναμε εκεί. Το ξύλο που έφαγα εκει εγώ απ’ τ΄ς Βουλγάροι, λίγοι
το΄φαγαν. Είμασταν προς τα σύνορα στα καλύβια κι ερχόταν να κλέψουν, αλλά
αντιδρούσα εγώ. Εγώ με τον αδελφό μ΄τον Αντρέα μιλούσαμε Ελληνικά κι έρχεται
ένα Βουλγαράκι και λέει, γιατί δεν μιλάτε Βουλγαρικά ; και μας χαστούκισε και
τους δύο. Περάσαμε πολλά, αλλά ο Θεός μας προστάτευε.
Το 1941 τον χειμώνα πήγαμε εκει πέρα στον κισλά
μας και τότε οι Βούλγαροι έφεραν άλλους, κάτι Βλάχοι κι εμείς σηκώσαμε τα χέρια,
δεν μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα και αναγκάστηκε ο πατέρας μ’ με τον μπάρμπα
Κώστα και την Κωστάντω την αδελφή μ΄και τα πέρασαν τα πρόβατα απ’ τη Στρούμιτσα
και μετά απ’ το Στρυμόνα πέρασαν και βγήκαν στα Πορώια. Πολλές οικογένειες. Από
δω απ’ τις Μουριές δεν άφηναν να περάσεις. Τον χειμώνα παρέμειναν εκει και το
καλοκαίρι έβγαιναν στο Πιρίν στη Βουλγαρία. Το 1942 ήρθαν πίσω. Το φθινόπωρο έλεγαν
μερικοί, …να πάμε ξανά, .. να μην πάμε, ..ήταν κι οι συγγενείς εδώ πέρα και έτσι
έμειναν. Τότε πολλές οικογένειες, περίπου εξήντα οικογένειες, είχαν περάσει
κρυφά στην Ελλάδα, .. ο Χουσνής, ο Τυχάλας, ο Λέλεκας, ο Μπαλάσκας και άλλοι.
Το 1944 αρκετοι Ιταλοι ειχαν αποσχιστει από
τους Γερμανους και τοτε στην Ειδομενη πεθαναν παρα πολλοι. Τους ειχαν εκει στο
Γευγελη και τους ειχαν να δουλευουν και εμεναν σε κατι αντισκηνα, στην υγρασια
και οι μισοι πεθανανε. Το καλοκαιρι του 1945 ειχαν φυγει οι Γερμανοι και ηρθαν
οι Παρτιζανοι και εμεις ειμασταν απαν στο βουνο, στη
Νόμινα Τσιουκα. Ο πατερας μου ειχε δεκα παιδια, ..επιασε η κριση,
..παντρεψε κοριτσια, ..χρεωθηκε. Δεν ηταν ο μοναδικος, ολοι ετσι ηταν. Εκει δεν
ειχε λιρες, εγω δεν ειδα καμμια. Καποιος προυχοντας που ηταν εκει στη Μπογκνταντσα
ηθελε να μας βοηθησει και εκανε χαρτια δηθεν ότι είναι δικα τ΄τα προβατα, αλλα
αντεδρασαν εκει οι χωριατες και μας εδιωξαν το μεσοχειμωνο. Αυτος μας πηρε και
εκατον πενηντα προβατινες. Δεν μας προστατευε τιποτα, ουτε ειχαμε
ενοικιοστασιο. Και πηγαμε στην Δοιρανη και ξεχειμωνιασαμε, ..Χριστουγεννα να
κανεις καλυβια.
Μουλαραίοι, συγγενείς απο τη Φιλαδέλφεια Θεσσαλονίκης, το 1958
ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Μέσα στον πόλεμο, απάνω στα βουνά εκεί στη Μπάρα, έρχονταν κάποιοι Σαρακατσάνοι απ' την Ελλάδα και μας έβαζαν το φυτίλι για να ΄ρθουμε στην Ελλάδα,
όλες οι οικογένειες. Το σχέδιο ήταν να περάσουμε απ' την πόρτα, έτσι έλεγαν το πέρασμα
στη Τζένα πάνω απ' τη Νότια, αλλά έγινε προδοσιά ύστερα και δεν μπορέσαμε να
περάσουμε. Καλύτερα όμως γιατί τότε εδώ πέρα έβραζε το πελεκούδι κι αν έρχονταν
οι δικοί μας που ήταν άπρακτοι άνθρωποι, τζιομπαναραίοι, χωρίς να ξέρουν τα
γεγονότα εδώ, αυτοί θα την πλήρωναν. Ήθελαν να μας φέρουν, αλλά δεν
σκεφτόταν, ..η τόλμη είναι παλαβομάρα, ..και θα την πάθαιναν άσχημα οι δικοί
μας. Οι δικοί μας ήταν φιλήσυχοι άνθρωποι, είχαμε όπλα, αλλά για τον λύκο μόνο. Και που πήγαν φυλακή εκει ο αδελφός μ’ κι
ο μπάρμπα Κώστας, αυτοί ήταν αίτιοι πάλι. Πήγαιναν εκει πέρα και τους ξεσήκωναν.
Εγώ καμμιά φορά διαφωνούσα με τον σ΄χωρεμένο τον αδελφό μ’, ..πρόσεχε τον έλεγα,
..ήμαν μικρότερος αλλά διαφωνούσα. Τον έπαιρναν αυτοί και πάγαιναν
στα καλύβια εκει πέρα και δεν μ’ άκουγε, αλλά ευτυχώς την πήδηξε. Έκαναν
λαθρεμπόριο με πρόβατα και παραλίγο να τους πιάσουν εδώ στη Δοϊράνη, προδόθηκε
η δουλειά.
Το Φθινόπωρο του 1945 εμείς δύο αδέλφια, εγώ
κι ο αδελφός μ΄ο Αντρέας, φύγαμε σκαστοί στην Ελλάδα. Είμασταν κοντά στο Γεύγελη.
Εγώ ήμαν δεκαπέντε χρονών κι αδελφός μου δεκαοκτώ. Είχαμε λίγα πρόβατα αλλά είμασταν
και τζιομπαναραίοι σε ξένα πρόβατα. Τότε ήταν τον Αντρέα τον αδελφό μου να τον
πάρουν στρατιώτη. Έγινε και μιά παρεξήγηση για μια κατσίκα και μας φώναξαν στο
Γεύγελη και όταν γυρνούσαμε, αντί να πάμε στα πρόβατα, την κοπανήσαμε προς τα κάτω,
χωρίς να πούμε τίποτα στους δικούς μας. Δεν τα ξέραμε τα μέρη αλλά είμασταν
πεπειραμένοι στο βουνό. Περάσαμε απ’ το Σκρα και κατεβήκαμε στην Αξιούπολη και
πήγαμε στην αστυνομία. Μας φερθήκανε καλά, έφαγαμε, δώσαμε τα στοιχεία μας, και
φυσικά έγιναν ανακρίσεις, …πού γεννήθ’κηταν κλπ. Πού γεννήθηκε ο πατέρας σ’,
..στη Βουλγαρία. Ο αστυνόμος ξαφνιάστηκε, ..ήταν εποχή δύσκολη ... και ήταν ένας
Σαρακατσάνος από δω απ’ το Κιλκίς απ’ τ’ς Φωταίοι (απ’ αυτοί που πνίγηκαν στο
Γαλλικό ποταμό) και του λέει, ..κυρ’ αστυνόμε όταν λέμε στη Βουλγαρία, δεν
είναι Βούλγαροι, Έλληνες είναι. Στη Σερβία τότε, πήγαινε κάποιος ντόπιος και έλεγε
τον πατέρα μου, ..πες που είναι τα παιδιά, ..εμείς θα τα βρούμε. Αλλά δεν έλεγε,
και δεν ήξερε για να πει, και φοβόνταν. Απ’ το ίδιο χωριό είχε έρθει εδώ και ένας
Σέρβος και ήρθαν και τον έκλεψαν από δω απ’ τη Νεάπολη και τον πήγαν πίσω. Δεν
σκέφτηκα ποτέ να γυρίσω στη Σερβία κι ούτε μετανόησα.
Στην Αξιούπολη μείναμε τρείς-τέσσερις μέρες
και ήταν ένας χωροφύλακας Γιαννακός, Σαρακατσάνος και μας πήγε στο σπίτι από
έναν άλλο Σαρακατσάνο, Τασούλας λέγονταν και μας φιλοξένησε και μας περιποιήθηκε.
Μετά μας πήρε ένας αστυνομικός και με ημιφορτηγό αυτοκίνητο της συγκοινωνίας,
κατεβήκαμε στο κέντρο αλλοδαπών στη Θεσσαλονίκη και θυμάμαι μας τάισε κιόλας
και τον ευγνωμονώ. Εκει μας έκαναν πάλι χαρτιά, ..εμείς δεν είχαμε χαρτιά και
στην αρχή μας έγραφαν Τζελέποβιτς και μας πήγαν σ ένα στρατόπεδο πάνω απ’ τον
Βαρδάρη. Είχε Σέρβοι, είχε Αλβανοί, είχε Βουλγάροι, .. και τι δεν είχε μέσα.
Μας ρώτησαν αν θέλουμε να πάμε στην Αμερική και είπαμε όχι. Από εκει μετά ο αδελφός μου πήγε στην Ηράκλεια
Σερρών στην αδελφή μ’ (ήταν παντρεμένη με έναν Ζέκο, ήταν απ’αυτουνούς που είχαν
περάσει στην Ελλάδα το 1942) κι εγώ πήγα τζιομπάνος σε πρόβατα, εδώ στη
Θεσσαλονίκη στην Ευκαρπία, αλλά έμεινα λίγο, σχεδόν ένα χρόνο.
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Το 1947 πήγα έναν χειμώνα στη Χαλκιδική στο Μαρμαρά, στον Μήτρο τον Λώλο, …ήταν ο
Θανασάκης, ο Κώστας, ο Γιάννης, ο Χρήστος, ήταν καλοί άνθρωποι. Και οι Λωλαίοι πήγαιναν
στη Βουλγαρία όπως κι ο Ντούμας, ..ο Ντούμας ήταν ο πεθερός του μπάρμπα Μήτρου
του Λώλου. Οι Λωλαίοι απ’ τη Χαλκιδική πήγαιναν στο Σμαρδέτσι, στο Μάλι Μάδι,
στα σύνορα της Αλβανίας. Ο Κώστας ο Λώλος είχε παιδιά τον Γιάννο και τον Λεωνίδα.
Τον Λεωνίδα τον ήξερα, …στη Συκιά κάτω είχαμε τα πρόβατα, …ήμαν τζιομπάνος εκει
και τον ήξερα. Ήταν πολύ καλό παιδί και η γυναίκα τ’ ήταν πρώτη ξαδέλφη της
γυναίκας μου της Ευδοξίας. Στην ιστορία με το λαθρεμπόριο με τα πρόβατα ο Λεωνίδας ήταν με τον Χρήστο
τον Παύλου και το δήθεν πυροβόλησε ο Λεωνίδας,
..δεν πυροβόλησε ο Λεωνίδας. Ήταν το 1955 και έμαθα αμέσως εγώ.
Ύστερα πήγα κι εγώ στην αδελφή μ΄ στην Ηράκλεια,
αλλά κι εκει δεν ήταν ρόδινα. Εκει πήγα σε έναν Τυχάλα, δικός μας ήταν από κει
απ’ τη Σερβία, καλός άνθρωπος. Τότε ήταν άσχημα τα πράγματα με τ’ ανταρτικά και
σκοτώθηκε κι ένας Τυχάλας. Το 1948 πήγα στη Ροδόπολη στους Τσαλαίους, ήταν κι
αδελφός μ΄εκει πέρα τζιομπάνος, αλλά κι εκει πέρα μακελειό γινότανε. Μετά κατεβήκαμε
στο Γαλλικό και τον χειμώνα πάλι πήγαμε στη Ροδόπολη. Το 1950 παντρεύτηκα, …η
γυναίκα μ’ λέγονταν Μπεχτσή και έμεναν στην Αγία Κυριακή στο Κιλκίς. Μείναμε
εκει, μου έδωσαν και κλήρο χωράφια και είχαμε και πρόβατα, αλλά το 1958 έχασα
την πρώτη γυναίκα μ’. Είχαμε δύο παιδιά και έμεναμε όλοι μαζί με τα πεθερικά
μου. Το 1963 παίρνω τη δεύτερη γυναίκα μου την Ευδοξία (απ’ τους Σουρλαίους
απ’ το Μυλοβό τη Μεγάλη Γέφυρα) και μείναμε εκει στην Αγία Κυριακή και κάναμε
ένα παιδί.
Με τη γυναίκα του Ευδοξία (Σούρλα)
Το 1962 πήγαμε δέκα άτομα με άδεια στη Σερβία,
με τον αδελφό μου τον Αντρέα και τα παιδιά μας, για να ιδούμε τους δικούς μας.
Δεκαεπτά χρόνια μετά από το 1945 που είχαμε φύγει. Οι δικοί μ’ έμεναν στο Στιπ,
εκει τους είχαν πάει, όταν τους πήραν τα πρόβατα. Εκει ήταν η μάνα μ’, ο πατέρας
μ, τ’ αδέλφια μ, όλη η οικογένεια. Ωραίες στιγμές, έχω και φωτογραφίες. Το 1965
οι δικοί μ’ έφυγαν απ’ τη Σερβία και ήρθαν στο Κορδελιό, ο πατέρας μ κόντευε τα
ενενήντα. Περίπου ήξερα ότι θα’ρθουν, γιατί είχαν έρθει πιό νωρίς άλλοι, .. και
αγόρασα κι ένα οικόπεδο για να είμαστε κοντά. Το 1971 ήρθαμε κι εμείς απ’ την
Αγία Κυριακή στο Κορδελιό κι από τότε ζούμε εδώ.
* * *