portraita

Γιάννης Μποτός - Σαρακατσιαναίοι


Όντας Σαρακατσιάνος ο ίδιος, γεννημένος στη στάνη, όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια, αλλά κι υστερώτερα και χωρίς ποτέ να ξεκόψω απ’ το συνάφι μου, έκατσα κι έγραψα τα όσα θα διαβάσετε, παρακινημένος από τρείς λόγους :

Πρώτα-πρώτα από μεράκι. Κάθε άνθρωπος, εκτός από λίγες περιπτώσεις, αναθυμάται μ’ ευχαρίστηση και νοσταλγία τα παιδικά του χρόνια. Το ίδιο και γώ. Και τα όσα γράφω, τα περσότερα τα έζησα παιδί. Και μούδωσε τρανή χαρά που τ’ ανασκάλεψα αγάλια-αγάλια στη θύμηση μου και τάγραψα.

Δεύτερο πούναι και το κυριότερο. Τα όσα γράφω, είναι κατά μεγάλο μέρος μια ζωντανή μαρτυρία. Και σαν τέτοια θάναι μιά κάποια συνεισφορά στη λαογραφία μας, με το να μπεί αυτό το υλικό στη διάθεση του λαογράφου και του κάθε ειδικού ερευνητή και επιστήμονα.

Και τρίτο, γιατί τα τελευταία χρόνια γράφονται και λέγονται πολλά για τους Σαρακατσιαναίους, και κάμποσα απ’αυτά είναι ψεύτικα, λουστραρισμένα, ΄΄τουριστικά΄΄ θα νάλεγα, και μερικές φορές κούφια λόγια κι αμπελοφιλοσοφίες.


Γράφω για τους Σαρακατσιαναίους, μολογώντας τα όσα έζησα μικρό παιδί στα κονάκια μας στη Νταουτζιά τ’ Αλμυρού, όπου ξεχείμαζαμε και στ’ Άγραφα, στην Καρυά των Βραγγιανών, που ξεκαλοκαίριαζαμε, συμπληρωμένα και με όσα ρώτησα, ξέτασα κι έμαθα τώρα, κι από συνομήλικους μου, αλλά κι από γεροντώτερους Σαρακατσιαναίους.

Τα περσότερα απ’ όσα γράφω, τα βίωσα παιδί. Και σα βιώματα, αισθήματα, παραστάσεις κι εντυπώσεις είναι ενός παιδιού κι έχουν την αλήθεια και τη δροσιά του παιδιού. Αυτό νομίζω, είναι προτέρημα. Εδώ όμως πρέπει να μη μας διαφεύγει και το ότι, όσο και να τάζησε και να τα αισθάνθηκε ένα παιδί, τα γράφει ένας ώριμος πιά άνθρωπος, κι όσο νάναι μπαίναι κι αυτουνού το ΄΄χρώμα΄΄ το ΄΄μάτι΄΄ στην περιγραφή και την απόδοση τους. Κι ακόμα κι ο χρόνος με την αναπόφευκτη λησμονιά κι αλλοίωση.

Επίσης πρέπει νάχουμε υπ’όψει μας ότι η ζωή των Σαρακατσιαναίων (βιοπορισμόε, ήθη, έθιμα, συνήθειες, προλήψεις, τέχνη κ.λ.π.), όπως την περιγράφω, δεν είναι και δεν ήταν και δε μπορούσε νάναι η ίδια κι απαράλαχτη για όλους και για όλα τα μέρη που ζούσαν. Αναγκαστικά επηρρεάζονταν κι απ’ τη ζωή και τις συνήθειες κ.λ.π. του ντόπιου πληθυσμού, ανάμεσα στον οποίον ζούσαν και κυκλοφορούσαν οι ομάδες τους. Αλλά κι από μόνες τους οι ομάδες αυτές διαφοροποιούνταν σε επί μέρους ζητήματα, καθώς ξέκοβαν και ξεμάκραιναν η μία απ’ την άλλη. Όμως ο πυρήνας της ζωής τους, από κάθε άποψη, νομίζω ήταν ο ίδιος σε όλους. Αυτά που γράφω εγώ, αφορούν κυρίως τους Σαρακατσιαναίους που ξεκαλοκαίριαζαν στο ζυγό των Αγράφων και ξεχείμαζαν στη Θεσαλία προπαντός, αλλά και στη Φθιώτιδα, Βοιωτία, Θήβα, Λειβαδιά, την Παλιά Ελλάδα δηλαδή.


Ακόμα και κάτι άλλο. Οι Σαρακατσιαναίοι σα Σαρακατσιαναίοι, σαν ξεχωριστή δηλαδή λαότητα και τρόπος ζωής, δεν υπάρχουν πιά. Αυτό, όποιος με τον ένα η τον άλλο τρόπο δεν το παραδέχεται, η το κρύβει, κοροιδεύει και τους άλλους και τον εαυτό του. Έπαψαν να υπάρχουν Σαρακατσιαναίοι σα Σαρακατσιαναίοι, όχι βέβαια όπως ένας άνθρωπος που πεθαίνει σε μια στιγμή, αλλά σε μερικές δεκαετίες, και συγκεκριμένα απ’τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και και την αγροτική μεταρρύθμιση που έγινε στη χώρα μας, ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Φυσικά Σαρακατσιαναίοι που έχουν συνείδηση ότι είναι Σαρακατσιαναίοι κι έζησαν αυτή τη ζωή, η κι αν δεν την έζησαν ξέρουν ότι είναι Σαρακατσιαναίοι και την έζησαν τη ζωή αυτή οι γονείς τους και μάλιστα είναι και περήφανοι – και με το δίκηο τους – πού΄ναι Σαρακατσιαναίοι, υπάρχουν πάρα πολλοί, όλοι δηλαδή οι χθεσινοί νομάδες Σαρακατσιαναίοι και οι απόγονοι τους. Όμως ύστερα από μερικές δεκαετίες, πιστεύω, δε θα υπάρχουν και τέτοιοι. Θα διαλυθούν στο σύνολο και θα αφομοιωθούν μ’αυτό, λησμονώντας τη φύτρα τους.

Στο γραφτό μου αυτό χρησιμοποίησα, όσο μου ήταν δυνατο και μάλιστα ύστερα από τόσα χρόνια, το γλωσικό ιδίωμα των Σαρακατσιαναίων. Αυτό τόκαμα όχι από άλλον λόγο, αλλά γιατί κι η γλώσσα ήταν συστατικό και χαρακτηριστικό της ζωής τους και πιστεύω ότι μ’ αυτό αναπαρασταίνεται καλύτερα η ζωή τους.


Και μιά εξήγηση, για τους Σαρακατσιαναίους ιδίως αναγνώστες : Στο κείμενο αναφέρομαι κάθε τόσο στην οικογένεια μου και στους συγγενείς μου. Αυτό δε γίνεται για να προβάλω το σόι μου, αλλά γιατί τα όσα έζησα παιδί και οι ιστορίες που είχα ακούσει, όλα αυτά αναγκαστικά είχαν σχέση με την οικογένεια, το συγγενολόι μου και τον περίγυρο μου. Δεν έγινε με πρόθεση να προβαλλω το σόι μου και πολύ περισσότερο να υποτιμήσω άλλα σόια. Όπως επίσης δεν υπάρχει πρόθεση προβολής η μείωσης κανενός, όταν περιγράφω πρόσωπα συγκεκριμένα η αναφέρομαι σε συγκεκριμένα επεισόδια κι ιστορίες. Το κάνω για να δείξω με συγκεκριμένα γεγονότα, πιο ανάγλυφα τη νοοτροπία και τον τρόπο ζωής των Σαρακατσιαναίων.

Το κείμενο έχει τέσσερα κεφάλαια, για το χειμώνα, τη στράτα, την Άνοιξη, το ξεκαλοκαιριό και τη χινοπωριάτικη τη στράτα και στο τέλος κι ένα πέμπτο κεφάλαιο, που αναφέρεται σε ορισμένα ζητήματα σχετικά με τους Σαρακατσιαναίους, με μερικές ιδέες, γνώμες, απόψεις και κρίσεις. Γι’αυτό το κεφάλαιο έχω κάμποσο υλικό, που όμως για την ώρα δεν τόχω δουλεμένο. Ίσως σε άλλη έκδοση να γράψω περισσότερα πάνω σ’αυτό. Αλλά και στ΄άλλα, με ό,τι τυχόν άλλο συγκεντρώσω η μου υποδείξουν αναγνώστες και μάλιστα Σαρακατσιαναίοι που νάζησαν τη ζωή εκείνη.

Και δυό λόγια για την ιστορία αυτού του γραφτού. Άρχισα να μαζεύω στοιχεία και να σημειώνω θύμησες πριν από είκοσι δύο χρόνια. Και τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια, που περιγράφουν τη ζωή των Σαρακατσιαναίων στον κύκλο μιάς χρονιάς, άρχισα να τα γράφω την άνοιξη του 1961 και τα τελείωσα το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Από τότε αυτό το γραφτό πολλές φορές το ξανάπιανα στα χέρια μου, το ξανάβλεπα και το βελτίωνα με καινούργια στοιχεία, η το διόρθωνα με ό,το έβρισκα διαβάζοντας η ρωτώντας. Και αρκετές φορές το ξαναπέρασα και το ξαναθεώρησα ολόκληρο και μετά και την προσθήκη, τελευταία και του πέμπτου κεφαλαίου, και τη δαχτυλογράφηση ολόκληρου του κειμένου το 1979 το καλοκαίρι.

Αθήνα Γενάρης 1982
Γιάννης Μποτός



_____________________________________________________

Ευχαριστώ θερμά τον φίλο μου Σταύρο Σιούτη, που μου χάρισε το εξαιρετικό αυτό βιβλίο του Γιάννη Μποτού, το οποίο προσωπικά πιστεύω είναι απο τα καλύτερα που έχουν γραφεί για τους Σαρακατσιαναίους. - Γιώργος Κολοβός