portraita

Θεόδωρος Ζαραλής
..

Στο Καιμακτσαλαν στην Πιπερίτσα

του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα στις 17 Αυγούστου του 1937 στο Λάκκο Πισοδερίου και είμαι γραμμένος στο Πισοδέρι Φλωρίνης. Ο πατέρας μου ο Κώστας εκεί μεγάλωσε και η μάνα μου ήταν Μπαλάσκαινα, έβγαιναν κι αυτοί εκεί σε άλλη τοποθεσία στο Πισοδέρι. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν 4 παιδιά, τρία που είμαστε εγώ μεγαλύτερος, ο Γιώργος και ο Αντρέας και μιά αδελφή η Μαρία. Από το Πισοδέρι δεν θυμάμαι, γιατί ήμουνα πολύ μικρός και από τότε που άρχισα να καταλαβαίνω, θυμάμαι τη ζωή στο Καιμάκτσαλαν, εκεί βγαίναμε στην Πιπερίτσα μέχρι το 1965.


Χάρτης μετακινήσεων


Ο παππούς μου ο Θόδωρος γεννήθηκε το 1860 και πέθανε το 1960, εκατό χρονών, ….εκατό και. Ήταν φτωχός, δεν είχε περιουσία, έκανε τα παιδιά και τα παιδιά πρόκοψαν. Τζιομπάνος ο ένας στο Μπάκα, άλλος στο Φαρμάκη και σιγά σιγά έκαναν αυτή την περιουσία με 3.000 πρόβατα. Ο παππούς, εγώ τον θυμήθηκα, έβγαινε στο Πισοδέρι, σε μία άλλη τοποθεσία εκεί στο Λάκκο, μετά στον Άγιο Γερμανό στις Πρέσπες, και αργότερα στο Καιμάκτσαλαν, στην Πιπερίτσα. Ξεχείμαζε στη Χαλκιδική, στις Καλύβες Πολυγύρου δίπλα στη θάλασσα. Η γιαγιά μου ήταν απ’ τους Λεντζαίους.





ΠΙΣΟΔΕΡΙ - 1934
Θεόδωρος Ζαραλής (1855 - 1960) - Μαρία Ζαραλή (1862 - 1957, το γένος Λέντζα) - Ανδρέας Ζαραλής (πρωτότοκος) - Λαμπρινή Ζαραλή (σύζυγος Αντρέα, το γένος Γάκη) - και οι 3 κόρες : Μαρίκα (σύζυγος Ορέστη Φαρμάκη) - Ευαγγελία (σύζυγος Αλέκου Μπαλλά) - Όλγα (σύζυγος Κων/νου Κο'ί'δη)


ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΣΤΙΣ ΚΑΛΥΒΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ

Εμείς ξεχειμάζαμε στο ίδιο μέρος, στη Χαλκιδική, στις Καλύβες Πολυγύρου εκεί που υπηρχαν ελαιώνες. Οι ελαιώνες αυτοί ήτανε Κισλάς. Έβγαινε δημοπρασία και εμείς νοικιάζαμε από την εκκλησία όλον τον μερά. Τα μέρη που νοικιάζαμε ήταν ιδιοκτησίες και οι ιδιώτες το είχαν δώσει στην εκκλησία, στον Δεσπότη και τα χειρίζονταν αυτός.

Στις Καλύβες μέναμε μέσα στο χωριό και νοικιάζαμε σπίτια, δεν έκαναμε καλύβια όπως στα βουνά. Είμασταν έξι οικογένειες, ο μπάρμπα Αντρέας που ήταν κεχαγιάς, ο πατέρας μου ο Κώστας, ο μπάρμπα Χρήστος, ο μπάρμπα Νίκος, ο μπάρμπα Θεοχάρης και ο μπάρμπα Γιώργης. Ο μπάρμπα Αντρέας ήταν κεχαγιάς, αλλά Κεχαγιάς. Πολύ δυναμικός, πολύ δραστήριος, όπου και να πήγαινε άνοιγε η πόρτα. Τα άλλα αδέλφια τον υπάκουαν, ό,τι έλεγε αυτός γίνονταν.


ΓΕΡΑΚΙΝΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ - 1958
Η Βασιλική Ζαραλή με τους Θεόδωρο Ζαραλή και Θεόδωρο Ζαραλή


Εκεί είχαμε 3.500 πρόβατα, τα δικά μας και αυτά που είχαν οι σμίχτες. Όταν πήγαιναν τα πρόβατα εκεί, πήγαιναν γκαστρωμένα. Και είχαμε λιβαδοτόπια, όταν γένναγαν, τα γεννημένα να έχουν χορτάρι. Τα πρόβατα τα είχαμε μακρυά και είχαμε γύρω στα δέκα μαντριά, περίπου 10 γαλαροκόπαδα από 220 πρόβατα το καθένα, και τα πηγαίναμε στον Άγιο Μάμα, την Όλυνθο, τις Καλύβες και τη Γερακινή.


ΠΙΣΟΔΕΡΙ - 1934
Όρθιοι από αριστερά : Ευθυμία Ζαραλή - Κωνσταντίνος Ζαραλής - Αντρέας Μπαλάσκας -Θεοχάρης Ζαραλής - Καθιστοι : Ο κεχαγιάς Αντρέας Ζαραλής με τη γυναίκα του Λαμπρινή και τα κορίτσια τους Ευαγγελία, Μαρίκα και Όλγα.


ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΑ

Από τις Καλύβες έφευγαμε στις 25 Μαρτίου με το παλιό, 7 Απριλίου με το νέο. Κρύο έκανε αλλά μέχρι τότε ήταν το ενοικιοστάσιο. Αυτή ήταν η συμφωνία και έπρεπε να φύγουμε. Κάθε οικογένεια είχε από ένα κάρο. Όλες οι οικογένειες πήγαιναν μαζί με τα έξι κάρα. Το κοπάδι πήγαινε βόσκοντα με δυό τζιομπαναραίοι και η οικογένεια ήταν μαζί με το κάρο. Στην αρχή είχαμε άλογα με σαμάρια, αλλά τα τελευταία χρόνια είχαμε τα κάρα. Για τα κάρα είχαμε αγοράσει άλογα από τη Σερβία και ήταν πολύ γερά. Μετά το 1950 για τις οικογένειες είχαμε φορτηγό.

Από τη Χαλκιδική μέχρι το Καιμάκτσαλαν κάναμε 16 με 17 κονάκια. Πολύγυρος - Άγιος Πρόδρομος - Γαλατσιάνικα τσα’ί’ρια – Βασιλικά – Θεσσαλονίκη. Πηγαίναμε στο Παπάφη που ήταν το τελευταίο κτίσμα στη Θεσσαλονίκη. Πηγαίναμε εκεί, αρμέγαμε και έρχονταν και έπαιρναν το γάλα. Εκεί μέναμε μία μέρα, δεν μπορούσαμε να καθήσουμε παραπάνω, γιατί ήταν και άλλα κονάκια εκεί. Τη Θεσσαλονίκη την περνούσαμε βράδυ, μέσα από την πόλη από την Εγνατία. Τότε είχε λίγα αυτοκίνητα αλλά είχε πολλά κάρα. Μετα βγαίναμε στα Διαβατά και κάναμε κι εκει κονάκι. Μετά πηγαίναμε στο Τόπσι στον Αξιό, μετά στη Χαλκηδόνα, μετά στην Πέλλα, Καλλίπολη, Μαυροβούνι, Κλεισοχώρι στην Έδεσσα, Άγρας, Παναγίτσα, μετά κονεύαμε κοντά στη λίμνη και από εκεί στην Κέλλη. Μετά την Κέλλη, τα κάρα πήγαιναν από κάτω και τα πρόβατα πήγαιναν κοφτά επάνω και φτάναμε στην Πιπερίτσα.


ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - 1948
Στη στρατα, τα αδελφια Ζαραλη - Από αριστερα : ο Γιωργος (6 ετων), ο Θεοδωρος (11 ετων) και ο Αντρεας (4 ετων). Πισω διακρινεται ένα μερος από την τσιατουρα και κτιριο του ιδρυματος Παπαφη.


Στο χωριό στη Χαλκιδική, όταν φεύγαμε αφήναμε σε γείτονες τα αλαφρώματα, δεν μπορούσαμε να τα πάρουμε όλα. Στα κάρα φορτώναμε τα απαραίτητα, το γάστρο, ένα κακάβι, τα τηγάνια, λάδι, αλεύρι, αλλαξιές, και το πανί και τα παλούκια για το μαντρί στο δρόμο. Ποτήρια πριν το 1950 δεν είχαμε, είχαμε μόνο μικρά για τσίπουρο, αλλά και ένα σκάλι, φτσέλα και βαρέλα.

Οι γυναίκες, σε κάθε κονάκι, πρώτη δουλειά ήταν να κάνουν την τσιατούρα. Τα παλούκια, οι φούρκες είχαν και σίδερο από κάτω, για να μπορείς να τα μπήξεις. Άμα είχε ξέρα ήταν δύσκολα και πήγαιναν σε κάνα αγκάθι στη ρίζα γιατί είχε υγρασία. Στο δρόμο έπρεπε να πάμε και ψωμί στους τζιομπαναραίους. Θυμάμαι στην Πέλλα είχαμε ένα μπάρμπα που είχε φούρνο και πήγαιναμε και έκαναμε καρβέλια πολλά για τους τζιομπαναραίους. Πέρναγαν τρείς μέρες, …. μετά σε άλλο χωριό. Τότε, επειδή απάνω είχε κρύο, στο δρόμο καθυστερούσαμε και λίγο. Καμμιά φορά σταματούσαμε και κουρεύαμε.


ΠΙΣΟΔΕΡΙ - 1940
Από αριστερά : Ελευθερία Μπομπότα - Ελευθερία Μπαλάσκα - Όλγα Μπαλάσκα και ο Θεόδωρος Ζαραλής


Σε κάθε κονάκι έκαναμε το μαντρί. Είχαμε 25 παλούκια τα κατέβαζαμε απ’ το κάρο, απλώναμε το πανί και γίνονταν το μαντρί. Χώραγε τουλάχιστον 200 πρόβατα. Είχαμε 2 στρούγκες και άρμεγαμε περίπου 2.000 πρόβατα. Είχαμε και σμίχτες, 12-13 τζιομπαναραίοι. Σηκώνοματαν το πρωί, άρμεγαμε, έπαιρνε ο τσομπάνος τα πρόβατα, …πού θα κονέψουμε το βράδυ, κόνευαμε.

Όσο εμείς κάναμε τη στράτα, έρχονταν ένας γαλατάς από την Έδεσσα και μας ακολουθούσε και έπαιρνε το γάλα, … από τον Πολύγυρο μέχρι την Έδεσσα. Πού θα είσαι μπάρμπα Αντρέα ; έλεγε τον κεχαγιά. Ε! θα μας βρείς εκεί, του έλεγε και έρχονταν και μας έβρισκε. Έρχονταν μόνο το πρωί εκεί και το έπαιρνε και έφευγε. Όταν δεν έρχονταν μερικές φορές, τό’καναμε τυρί και ήμασταν αναγκασμένοι να το πουλάμε στα χωριά. Έφευγε το κοπάδι και ήσαν υποχρεωμένος, αφού δεν έρχονταν ο γαλατάς, να κάνεις το τυρί. Κάθομασταν δυό ώρες, έπηζαμε το τυρί, φόρτωναμε και κοιτούσαμε να το πουλήσουμε, αλλά μόλις μας έβλεπαν το’παιρναν το τυρί, όσο κι αν είχαμε.




ΚΑΛΥΒΕΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
Ο Θεοχάρης Ζαραλής με το κοπάδι του


Σχολείο ξεκινούσαμε το φθινόπωρο στο Σκοπό Φλωρίνης, παίρναμε ενδεικτικό από εκεί και σε ένα μήνα φεύγαμε για τα χειμαδιά και πήγαιναμε σχολείο στη Χαλκιδική στις Καλύβες. Συνεχίζαμε όλο τον χειμώνα και την άνοιξη στη στράτα όπου σταματούσαμε πηγαίναμε σχολείο, ….στην Ελεούσα πήγα σχολείο, ….στα Γιαννιτσά πήγα σχολείο, για δέκα πέντε μέρες γιατί κουρεύαμε και από εκεί μετά ξανά πάλι στο Σκοπό. Είμασταν όμως όλοι καλοί μαθητές.



ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ - ΠΙΠΕΡΙΤΣΑ - 1944
Γάμος Κίτσου Ζαραλή με την Βασιλική Γιαννακούλα


ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ – 1946

Το 1946 ήταν η πρώτη χρονιά μετά τον πόλεμο που ανεβήκαμε στο Καιμάκτσαλαν. Θυμάμαι όλες οι οικογένειες πήγαμε με τα κάρα και σταματήσαμε στον Άγιο Αθανάσιο. Νοικιάσαμε αγωγιάτες, φορτώσαμε τα πράγματα και έτσι πήγαμε στην Πιπερίτσα. Κάναμε καλύβια, γιατί τα παλιά είχαν όλα πέσει. Θυμάμαι που πήγαμε, κάναμε τσιατούρες, κούρεψαμε απάνω και ήταν η τελευταία χρονιά που κάναμε καλύβια. Εκεί που ήταν τα κονάκια το μέρος ήταν σπανό. Η Πιπερίτσα ήταν πετρωτό και είχε σκόρτσες και κέδρα. Τα κοπάδια με τα γαλάρια ήταν μαζί με τα κονάκια, εκεί είχαμε μαντρί. Τα στέρφα και τα κριάρια ήταν μακρυά, αλλού. Πριν το 1950 είχαμε πολλά άλογα και βαλμά.

Εμείς είχαμε και δίπλα και ορθά καλύβια και τα σκέπαζαμε με οξυά. Καλή η οξυά αλλά την έτρωγαν τα γαιδούρια. Μερικές φορές αγοράζαμε και σίκαλη από την Τσέγανη η την Κέλλη. Είχαμε και καλυβούλα για τον αργαλειό. Τον αργαλειό τον κάναμε εκεί με φούρκες απ’ το δάσος. Εγώ έμαθα να κάνω καλύβι και έκανα ένα μεγάλο καλύβι, σε μιά αίθουσα στο Λαογραφικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Κάναμε και φούρνο με πέτρες και με λάσπη. Από μέσα έβαζαν τα ξύλα, μετά το λάσπωναν και από πάνω έβαζαν τις πέτρες. Έβαζαν φωτιά τα ξύλα, καίγονταν τα ξύλα και έμενε ο φούρνος, αλλά έπρεπε να ξέρεις για να το κάνεις. Όσο να παν όμως εκεί και να γίνει ο φούρνος, ζύμωναν στο γάστρο, άσε η πίτα …ήταν κάθε μέρα.



Αριστερά ο Κωνσταντίνος Ζαραλής


Το Καιμάκτσαλαν είχε σαράντα χιλιάδες στρέμματα. Εμείς είχαμε 3.000 πρόβατα, τα 1.000 στην Πιπερίτσα και τα υπόλοιπα τα είχαμε από την εκεί την πλευρά. Με το Λώλο μαζί τα σμίγαμε και μαζί τα άρμεγαμε τα πρόβατα, σε μία στρούγκα. Ήταν πολλά τσελιγκάτα εκεί στο Καιμάκτσαλαν. Είμασταν εμείς οι Ζαραλαίοι, ήταν ο μπάρμπα Μήτρος ο Λώλος, ο Γιαννακούλας, ο Γιώργος ο Σούρλας, Κουτσονικαίοι, Σουλτογιανναίοι, Μπικαίοι, οι Κατσαραίοι, οι Φαρμακαίοι και άλλοι. Τα Φαρμακέικα, όπως είναι το Χιονοδρομικό έρχονταν δυτικά , είναι τέσσερα στανοτόπια : Τζαρνάρα, Ραμνουμπόρ, Μαλκουτσίτσα και Τσεκούρι.

Μετά το 1946 δεν πήγαμε στο Καιμάκτσαλαν. Με τον εμφύλιο, τα πρόβατα τα κατεβάσαμε και τα πήγαμε στο Βαλτοχώρι, στο Σαρίτσι κοντά στα Γιαννιτσά. Ξαναπήγαμε πάλι στα βουνά το 1950, μέχρι το 1965 που πουλήσαμε τα πρόβατα. Κάθε χρόνο πηγαίναμε το καλοκαίρι στην Πιπερίτσα και το χειμώνα στη Χαλκιδική στις Καλύβες. Η ζωή τότε ήταν και ευχάριστη και δύσκολη . Δεν είχε αυτό το άγχος που έχει ο άνθρωπος τώρα. Είχαν πλούτο οι πατεράδες μας, ασχέτως που ήταν σκηνίτες και ζούσαμε πολύ πιο καλά απ τους γεωργούς.


ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ - ΠΙΠΕΡΙΤΣΑ - 1953
Ζαραλαίοι στο άρμεγμα : Από αριστερά : Γεώργιος - Θεοχάρης - Κωνσταντίνος - Νικόλαος - Θεόδωρος και Κίτσος Ζαραλής


ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ 1950 - 1960

Το 1950 οι οικογένειες κάθησαν κάτω στο χωριό, στο Σκοπό Φλωρίνης και εμείς με τα πρόβατα επάνω. Ήταν μία απόσταση 2 ώρες με τα πόδια και ανεβοκατεβαίναμε. Επάνω εμείς οι άντρες είχαμε καλύβια. Όταν πήγαμε εμείς στο Σκοπό, το χωριό ήταν ρημαγμένο. Απ’ τον εμφύλιο, είχαν φύγει όλοι έξω και τα σπίτια ήταν καμμένα. Είχαν μείνει μερικές οικογένειες εκεί, αλλά ήταν λίγοι. Βρήκαμε μερικά σπίτια και έκατσαμε εκεί. Ήταν ακατοίκητα κι έτσι καθήσαμε από μόνοι μας εκεί. Από έπιπλα τίποτα, να .. φτιάξαμε εμείς ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι από ξύλα. Έξω είχαμε μία βάτρα με το γάστρο και νερό παίρναμε από πηγές. Τότε στο Σκοπό μέναμε πολλές οικογένειες Σαρακατσαναίοι εκεί … Ζαραλαίοι, Λωλαίοι, Κουτσονικαίοι, Μπικαίοι, Σουρλαίοι, Κωτουλαίοι, Φουνταίοι και άλλοι.
Τώρα που λέμε Φουνταίοι, … ο μπάρμπα Αποστόλης ο Φούντας, όταν πήγαιναν προς τα πάνω, … στη Χαλκηδόνα είχαν ένα σκυλί αλλά το πάτησε ένα αυτοκίνητο στο πίσω μέρος στο σώμα και το άφησαν εκεί. Ε λοιπόν !! …το φθινόπωρο ανέβηκε απάνω στο Καιμάκτσαλαν με δύο πόδια… !!!. …Το είδαν και δεν το πίστευαν.


ΓΕΡΑΚΙΝΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ - 1953
Ο κεχαγιάς Αντρέας Ζαραλής (αριστερά) με τον Αθανάσιο Μπαζάκο


Στο Καιμάκτσαλαν έρχονταν και Μωραίτες Σαρακατσαναίοι, θυμάμαι ο μπάρμπα Γιώργος ο Ζυγογιάννης, ο Γκανάτσιος, ο Κίτσιος, ο Καλφούτζος, ο Πάνος και άλλοι. Έρχονταν και Μπλατσιώτες με γίδια. Όταν βγήκαμε το 1950 μετά τον εμφύλιο στο Καιμάκτσαλαν, πιό πολλά ήταν τα αγριογούρουνα και τα ζαρκάδια απ τα πρόβατα, .. ξύπναγες το πρωί και έβλεπες κοπάδι τα γουρούνια. Ο στρατός είχε φυλάκιο στην Παπαδιά και από τη μεριά της Σερβίας ήταν φαντάροι Τουρκαλβανοί.

Κουρμπάνια είχαμε πρώτα πρώτα της Παναγίας, τον Άη Λιά και της Αγίας Παρασκευής. Τότε το αρνί τό’ψηναν η στο γάστρο η στο κακάβι, (γιατί σούβλα τότε δεν είχαμε) και το ρόιευαν, το μοίραζαν. Όταν τό’χες ταμένο δεν έλεγες θα το σφάξω να το φάω το αρνί. Το μοίραζες, έσφαζες τ’αρνί το’κοβες, έπαιρνες το ένα κομμάτι και τό’δωνες στο ένα το καλύβι, αλλά και τυρί έδιναν, .. αυτή την έννοια είχε. Και το φθινόπωρο, ύστερα απ’ τού Σταυρού, όταν έσφαζαν τα γουρούνια, έβγαζαν τα συκώτια και τα έτρωγαν οι άντρες. Γλέντια μόνο με το στόμα, και οι χοροί ήταν με το στόμα, στα τρία, μέχρι να βγούν τα γραμμόφωνα. Τζαμάρα μόνο είχε ο τζιομπάνος, αλλα λίγοι ήταν οι καλοί. Ο μπάρμπας μου ο Γιώργος ήταν καλός κι όταν έπαιζε με έλεγε η μάνα μου : σ’άρεσε, σ’άρεσε ;


ΦΛΩΡΙΝΑ
Από αριστερά : Γιαννακός (με τα τσαρούχια) - Αντρέας Ζαραλής - Τάκος Μπομπότας - Τσαχτσήρας (Νομάρχης Φλώρινας) - Θωμάς Λέφας



ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ 1960 – 1965

Μετά που γύρισα από φαντάρος το 1960, φύλαξα πρόβατα στην Πιπερίτσα. Καλύβια δεν είχαμε, έξω στο γρέκι κοιμόμασταν, μόνο σε δύο πρόχειρα βάζαμε τα πράγματα. Είχε μία σκόρτσα κι έμπαινες μέσα με την κάπα και κοιμόσαν. Στο χωριό κατεβαίναμε κάνα δυό φορές τη βδομάδα για να πάρουμε ψωμί.

Μία φορά ήμαν με έναν Γιώργο Γιαννακούλα σύντροφος σ’ ένα κοπάδι με 500 γαλάρια και όπως πήγαιναμε σ ένα σύρραχο, …πώς έκαναν καμμιά εξηνταριά πρόβατα και κόπηκαν. Έφυγαμε εμείς και πέρασαμε σ’ ένα ρέμα απέναντι και πήγαμε στο γρέκι. Τη νύχτα κοιμηθήκαμε στη φωτιά και κάποια στιγμή ακούμε τα σκυλιά να γαυγίζουν, …κάνα ζλάπι λέμε εμείς. Το πρωί πήρα τον γάιδαρο, …πηγαίνω στο Σκοπό για δουλειά και όταν γύρισα βρίσκω τον Γιώργο το σύντροφο και λέει, έχουμε χαμένα εξήντα πρόβατα. Τελικά ο λύκος έπνιξε κάνα δυό, αλλά τα άλλα τα βρήκαμε, είχαν πάει σ’ ένα άλλο γρέκι και αν δεν ήταν τα σκυλιά θα τα έτρωγε όλα.


ΒΕΡΜΙΟ - 1954
Στο Μπέημπουναρ, πάνε να πάρουν τη νύφη. Γάμος του Γιώργου Γιαννακούλα και της Κατερίνας Βασιλούδη


Αστραπή σκότωσε 120 πρόβατα του μπάρμπα μ’ του Αντρέα, το μισό κοπάδι. Έβρεχε, πήγε ένας ξάδελφος να τα σκαρήσει και την ώρα που τα σκάριζε, ..κρακ, όλα καταή.

Το 1963 την άνοιξη θυμάμαι φορτώσαμε τα πρόβατα στο τραίνο στη Θεσσαλονίκη για να τα πάμε στη Φλώρινα. Τα πήγαμε στον παλιό το σταθμό, εγώ κι ο μπάρμπας μ’ ο Χρήηστος, δύο οικογένειες, γιατί οι άλλες είχαν καθήσει στην Επισκοπή στη Νάουσα. Όπως ήταν η πόρτα απ’ το βαγόνι συρόμενη, πήγα να την κλείσω αλλά δύο σκυλιά ήταν στη χαραμάδα και βγήκαν. Τα πήρα μαζί μου, αλλά όταν έφθασα στο Βαρδάρη τα έχασα. Πήγαμε στη Φλώρινα και σε ένα μήνα το ένα σκυλί ήρθε εκεί που είμασταν στη ρεματιά απάνω και το άλλο πήγε στον Πολύγυρο και πήγαμε με το αυτοκίνητο και το πήραμε.


ΑΡΜΕΓΜΑ ΣΤΗ ΣΤΡΑΤΑ - 1956
Από αριστερά : Τάκος Μπομπότας - Κίτσος Ζαραλής - Θεόδωρος Ζαραλής του Κων/νου - Θεόδωρος Ζαραλής του Αντρέα - Αντρέας Ζαραλής - Θωμάς Πρώιος (τζιομπάνος).


Από την Έδεσσα αγοράζαμε και γουρούνια και τα είχαμε εκεί στη στρούγκα. Ήταν εκεί ένα κοπάδι γουρούνια με ένα γουρούνι από κάθε οικογένεια. Το φθινόπωρο μετά τα κατεβάζαμε κάτω και τα είχαμε για να πάρουμε τη λίγδα και το κρέας. Όταν κατεβαίναμε κάτω, ο πατέρας μου κατέβαζε θυμάμαι και 250 οκάδες βούτυρο. Ήταν για μας για την οικογένεια, αλλά έδινε κιόλας και στους χωριάτες.


Από αριστερά : ο Θεόδωρος Ζαραλής του Κων/νου - Ορέστης Φαρμάκης - Θεόδωρος Ζαραλής του Αντρέα - Ευαγγελία Ζαραλή - Αλέκος Μπαλλάς - Όλγα Ζαραλή


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟΥ

Το 1965 πουλήσαμε τα πρόβατα. Ο παππούς αγόρασε 120 στρέμματα στην Επισκοπή Ημαθίας. Ήταν οι Μαμαλαίοι εκεί και πήγε ο παππούς και χωρίς να ρωτήσει κανέναν τα αγόρασε. Τα άλλα τα παιδιά έμειναν εκεί στην Επισκοπή και εμείς πήραμε κτήμα εδώ στην Καλλικράτεια. Ο μπάρμπα Αντρέας ο κεχαγιάς πήγε στη Μεγάλη Γέφυρα, στο Μυλοβό, είχε γαμπρό εκεί τον Ορέστη Φαρμάκη.

Παντρεύτηκα το 1966 και η κυρά μου είναι απ’ τους Ψαρραίους απ’ τις Μουριές Κιλκίς. Του Μήτρου του Ψάρρα κορίτσι είναι και η πεθερά μου ήταν Κεφάλαινα απ’ τον Ακρίτα Κιλκίς. Ο γάμος έγινε εδώ στην Καλλικράτεια, … το 1965 ήρθαμε εδώ, το 1966 έγινε ο γάμος. Έχουμε δύο παιδιά, τον Κώστα και την Ευθυμία. (Σημείωση : ο Κώστας είναι ο εξαιρετικός μουσικός, που πάντα μας γοητεύει με το κλαρίνο του).


Στο Καιμάκτσαλαν, στην Πιπερίτσα έχουμε σήμερα εμείς οι Ζαραλαίοι ιδιοκτησία 4.862 στρέμματα και ξυλεύουμε. Τα νοικιάζαμε και κάποια στιγμή, γύρω στα 1955 τα αγοράσαμε από το δημόσιο και σήμερα έχουμε τίτλους.





ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ



1. Θεόδωρος - 2. Γιώργος - 3. Ανδρέας
Τα 3 αδέλφια στη στράτα (Θεσσαλονίκη 1948)





Η Ευαγγελία Ζαραλή απο μικρή το 1934 μπροστά στο κονάκι στο Πισοδέρι, μέχρι και σήμερα