του Γιώργου Κολοβού με πολύτιμη βοήθεια του Θόδωρου Γιαννακού
Γεννήθηκα το 1924 στο Μπέλλες, τ’ Αη Γιάννη του Κλήδονα την ημέρα, 7 Ιουλίου του Θεριστή με το παλιό. Η μάνα μου την παραμονή έπλενε στο ποτάμι, πέρα απ’ τα καλύβια με τα καζάνια και τους κόπανους. Την άλλη μέρα το πρωί, σηκώθηκε να απλώσει τα ρουχα σ’ γκόρτσες, στα κέδρα άπλωσε το ένα, πήγε να πάρει τ’ άλλο και γεννήθηκα εγώ. Είμαστε τέσσερις αδελφές κι ένας αδελφός. Ο πατέρας μου ήταν ο Δημήτρης (Μπούτος) Ντέντας και η μάνα μ’ η Ζωή ήταν απ τ’ς Τυχαλαίοι απ’ τας Σέρρας. Το καλοκαίρι είμασταν στο βουνά στο Μπέλλες και το χειμώνα στη Λιβαδιά κάτω, κοντά στα Πορώια. Στο Μπέλλες είμασταν ακριβώς στα σύνορα, εκεί ήταν κι ο στρατός, εκεί στα καλύβια μας τους είχαμε.
ΟΙ ΔΕΔΑΙΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΤΥΧΑΛΑΙΟΙ
Ο παππούς μου ο Ντέντας παλιά είχε πάει στη Σερβία έξω από το Βελιγράδι, στο βουνό Μπάντσα και είχε δικό του φαλκάρι. Έμειναν πολλά χρόνια, από το 1820 περίπου, όταν κάηκε το Μεσσολόγγι, μέχρι το 1912. Άλλες τέσσερις οικογένειες Ντενταίοι ήταν ξαδέλφια με τον παππού μου και είχαν άλλο μέρος. Οι Σέρβοι ήταν πάρα πολύ καλοί, μας αγάπαγαν εμάς τους Έλληνες και μας βοηθούσαν. Όπου θέλετε να βοσκήσετε, όπου θέλετε να πάτε. Τους έδωναν σπίτια να κάτσουν, τους έδωναν σόμπες. Μετά γύρισε πίσω και έπιασε ένα βουνό, πίσω από το Μπέλες, στο Βουλγαρικό το μέρος. Ο παππούς μου ο Ντέντας είχε μάθει γράμματα στη Σερβία. Μιά μέρα, δημοτικό ήμουνα και του λέω, παππού γράψε ένα γράμμα, κοιτάω όλα ήταν Σερβικά, αμάν παιδί μ’ ξεχάστηκα, Σερβικά το ’γραψα.
1920 – Οι γονείς Δημήτρης και Ζωή με συγγενείς
Ο παππούς μου ο Τυχάλας, της μάνας μου ο πατέρας το 1912 γύρισε και έμεινε στο Λαγκαδά. Είπαν η Ελλάδα ελευθερώθηκε, θα πάμε στην Ελλάδα. Είχαν τόσο λαχτάρα ο κόσμος, πατρίδα, πατρίδα έλεγε κι έφυγε όλο το μπατζιό. Όλοι οι Σαρακατσιάνοι έφυγαν τότε από πάνω. Στα Σκόπια κάτω έμειναν, αλλά από ψηλά έφυγαν όλοι. Μόλις ήρθαν εδώ, πάνε κλέφτες και τους έκλεψαν φλουριά και χρυσάφι.Τον παππού μου τον έδειραν τόσο πολύ που έκανε αιμόπτυση. Λέει ο παππούς μου, εμείς ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα να ζήσουμε, άμα είναι να πάμε πίσω στη Σερβία, τι κακό είναι αυτό. Οι δικοί μας μετά ξεχείμαζαν κάτω από τον Πολύγυρο και νοίκιαζαν τα κτήματα από το Βατοπαίδι, έκαναν συναναστροφή πολύ με τ΄ς καλογέροι. Του πατέρα μ’ η γιαγιά απ τ’ς Τζαχειλαίοι ήταν κι αυτή, σε σάραντα μοναστήρια, σαράντα μπουκάρια μαλλιά έδωνε να κάνουν κάλτσες. Έλεγε δεν θέλω τίποτα, μιά παράκληση να με κάνετε μόνο. Και πήγαιναν οι Βούλγαροι να πιάσουν τον παππού μ’ και τ΄ άλογο σηκώνονταν, κι έλεγαν αυτός έχει μάγια. Και δεν τον έπιασαν ποτέ.
1920 – Με τη φουστανέλλα ο Δημήτρης Ντέντας
Όταν παντρέυτηκε ο πατέρας μου με τη μάνα μου, πήγαν στη Λιβαδιά κάτω στα Πορώια και άρχισαν να κάνουν ένα σπίτι. Στο χωριό οι μισοί ήθελαν οι μισοί δεν ήθελαν. Κάποια στιγμή έφεραν την αστυνομία και αυτοί ήρθαν με τ΄ άλογα να μας σταματήσουν. Ο μάστορας ήταν από κάτω από το χωριό του Ενωματάρχη, είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο και έφυγε από εκεί και ήρθε εδώ και δούλευε. Τον γνώρισε τον Ενωματάρχη και όταν τον πήρε εκείνος για το τμήμα, στο δρόμο αυτός σκότωσε και τον Ενωματάρχη και έναν χωροφύλακα. Ο πατέρας μου είχε πάει στη Θεσσαλονίκη και όταν γύρισε τον έπιασαν και τον έστειλαν φυλακή, στο Γεντί Κουλέ για ένα χρόνο.
1912 - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΜΕ ΤΗ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Μέχρι το 1912 στο Μπέλλες είχαμε Βουλγαρία και ήταν το κομιτάτο και όταν έγινε ο πόλεμος το 1912 οι δικοί μας ήταν εκεί στα καλύβια. Είχαμαν Ελληνικές εκκλησίες αλλά δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν, τους σκότωναν τους παπάδες. Όταν έγινε η μάχη του Κιλκίς, ο στρατός μπήκε από το Μπέλλες μέσα στη Βουλγαρία και ο πατέρας μου ήταν 18 χρονών και έλεγε : ένας στρατός περήφανος, κάτι τσολιάδες όμορφοι με τα μουστάκια, δεν έβαζαν κάτω τίποτα.
Οι Βούλγαροι αντιστέκονταν να μη χάσουν τη Μακεδονία και μόλις πήγαν εκεί στο βουνό, οι δικοί μας άφησαν τα πρόβατα και μπήκαν σε μία χαράδρα μεσα, όλες οι οικογένειες. Έβλεπαν από εκεί από τη χαράδρα που οπισθοχωρούσαν. Κάτι Βλάχοι από τη Βέροια είχαν το τυροκομείο και πέρναγε ο στρατός και έπαιρναν κασέρι, αγόραζαν για να φάνε. Ο πατέρας μου πήγε κι αυτός στο τυροκομείο, έρχεται ένας Βουλγαράκος, στρατιώτης ταλαίπωρος, τον έβαλαν λίγο γάλα με ψωμί, έρχεται ένας Έλληνας αξιωματικός μ΄ ένα άλογο, και μ΄ ένα σπαθί να τον πάρει το κεφάλι. Τι φεύγετε σκυλιά του λέει, τι φεύγετε; Αυτός άφησε το φαί κι έφυγε. Φεύγει και ο πατέρας μου, παγαίνει στη χαράδρα που ήταν οι οικογένειες και σε λίγη ώρα περνάει κομιτάτο, Βούλγαροι πολλοί. Παίρνουν τους τυροκόμους τέσσερα άτομα, τον πατέρα, δυό παιδιά λεβέντες κι ένα παιδάκι δέκα τρία χρονών και τους σκότωσαν. Ακούσαμε εμείς και λέει ο πατέρας μ’ τ΄ς σκότωσαν τ΄ς μπατζιαραίοι.
1920 - Στη μέση ο Δημήτρης Ντέντας
Η γιαγιά μ’ είχε ένα παιδάκι ένα χρονών κι αυτό έκλαιγε. Βγάζει το σουγιά για να το σφάξει γιατί έκλαιγε για να μην τους προδώσει. Και μία άλλη κι αυτή είχε ένα μωρό και ’γώ θα σφάξω το δικό μου είπε. Και πάει η αδελφή του πατέρα μου η μεγάλη και αρπάζει το παιδάκι και λέει μάνα τρελάθηκες, θα σφάξεις το παιδάκι ; το πήρε το κούνησε και κάποια στιγμή σταμάτησε. Το βράδυ ένας γέροντας λέει εγώ θα πάω να πάρω λίγο αλεύρι από τα καλύβια. Υπήρχε όμως ένας Βούλγαρος σκοπός, τον είδε κι άρχισε να ρίχνει και αυτός παράτησε τ΄αλεύρι, άρχισε να κατρακυλάει κι έφυγε. Όλο το βράδυ τα όπλα άναψαν και μετά οι Βούλγαροι οπισθοχώρησαν κι άλλο κι έφυγαν και από εκεί. Τα ξημερώματα βλέπουμε τούς τσολιάδες. Ο πατέρας μου ήταν πολύ τολμηρός, μικρό παιδί αλλά τολμηρός. Ο παππούς μου δεν τον άφηνε αλλά εγώ θα βγω είπει. Πηγαίνει εκεί, βγαίνει ένας αξιωματικός, τι είστε παιδιά μ εσείς ; Σαρακατσιάνοι είμαστε, είμαστε εδώ με τα πρόβατα, αλλά εψές το βράδυ αυτό κι αυτό, ένας δικός μας πάει να πάρει αλεύρι, έπεσε στην ενέδρα κι άναψε η γραμμή. Που είναι οι οικογένειες ; Να εκεί στο χαντάκι τις έχουμε μέσα και γλύτωσαν. Σ'κώνονται οι αξιωματικοί με τους τσολιάδες να πάνε να τους βγάλουν γιατί δεν έβγαιναν, φοβόνταν. Τελικά τους έβγαλαν πεθαμένοι απ την πείνα. Οκτώ μέρες εκεί κι έτρωγαν μόνο κάτι τούρτες, ρίζες. Και μόλις τους είδαν οι τσολιάδες έβγαλαν ψωμί και ό,τι είχαν και τους έδωσαν. Πήγαν μετά στα καλύβια κι εκεί βρήκαν και τ΄ςσκοτωμένοι τ΄ς μάστορες. Λέει ο αξιωματικός θα φύγετε από εδώ, μάστε τα πρόβατα και τις οικογένειες και τραβάτε προς το Κιλκίς, το Κιλκίς ελευθερώθηκε, θα πάτε εκεί. Εδώ θα γίνει μάχη. Πράγματι έφυγαν και την άλλη τη μέρα έγινε η μάχη και χίλιοι νεκροί τσολιάδες και χίλιοι τραυματίες και Βούλγαροι δέκα πέντε χιλιάδες σκοτωμένοι. Είχαν πάρει ένα Σαρακατσιάνο, Τζιότζιο τον έλεγαν δεν είχε παιδιά, μόνο τέσσερα κορίτσια και τους έδειξε τα μέργια. Έκανε σαράντα μέρες εκεί και οι δικοί του είπαν ότι σκοτώθηκε και τον έκαναν και σχώριο. Και την ημέρα που έκαναν το σχώριο ήρθε αυτός μ’ ένα άλογο που τον έδωσε ο στρατός. Ύστερα έγινε ανακωχή κι ο πόλεμος σταμάτησε.
Τα πεθερικά της κας Μαρίας,
Κώστας Καραφυλλιάς και Μαρία Νάκα
Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΚΟΝΑΚΙΑ ΣΤΟ ΜΠΕΛΛΕΣ
Εκεί στο Μπέλλες ο πατέρας μ΄ είκοσι οικογένειες είχαμαν, όλο το βουνό το είχε. Το καλό Μπέλλες απ΄ τη Μακρυνίτσα το χωριό μέχρι τη Φιλύρα το είχε με το ενοικιοστάσιο. Ένα τσελιγκάτο, εκεί δεν είχε άλλο, πιο πέρα ήταν οι Γεωργουλαίοι από το Βαφειοχώρι, οι Καλτσαίοι, στις Μουριές οι Ζαγναφεραίοι, οι Ψαρραίοι, μετά ήταν οι Καρακωσταίοι, οι Γεωργανταίοι και στη Ροδόπολη οι Τσαλαίοι.
Παιδί ήμαν, τα καλοκαίρια παγαίναμε στα β’νά αλλά δεν μπορούσαμε να κάτσουμε πολύ, τον Αύγουστο κατεβαίναμε νωρίς γιατί ήταν το κομιτάτο. Τότε από το 1924 μέχρι το 1940 εκεί στα Πορώια είχαμε το κομιτάτο εμείς. Τι σαν είχε στρατό, πιάνονται οι κλέφτες ; Τέσσερις κομιτατζήδες λήσταρχοι, αλώνιζαν την περιφέρεια αυτή, είχαν ομάδα στο βουνό και δεν μπορούσαν να τους πιάσουν. Στο βουνό ήταν τα καλύβια τα θ’κά μας, Κίσμπουναρ λέγονταν το μέρος που είμασταν και είχαμε και διμοιρία στρατού. Εκεί δεν έβλεπες άνθρωπο, μόνο στρατό, αλλιώς έπρεπε να κατέβεις στα Πορώια.
Εμείς δώδεκα καλύβια είχαμε γύρω γύρω από την αυλη. Μόλις έβγαιναμε στο βουνό ο πατέρας μ΄ έκανε πυροβολεία με πέτρες γιατί ήταν το κομιτάτο και άμα βλέπουν τα πυροβολεία σου λεν αυτοί φυλάν εκεί πέρα. Οι άντρες ήταν στα πρόβατα και φοβόνταν μη τους σκοτώσουν τις γυναίκες.
Το δικό μας το καλύβι ήταν είκοσι ποδάρια, τέτοιο μεγάλο καλύβι. Μέσα στο κονάκι πολύ καλά ήταν. Τρία αδέλφια ο πατέρας μ΄ ήταν, μαζί καθόμασταν όλοι. Σ’ ένα κονάκι δεκαεπτά άτομα είμασταν. Είχαμε δυό καλύβια και μιά καλ΄βούλα. Κρεβάτια δεν είχαμε, στα στρώματα καταή. Έστρωναν τα τράια και τα τσόλια αλλά δεν είχαμε ανάγκη. Στη μέση δεν είχε φούρκα, άμα είχε φούρκα δεν ήταν καλό το καλύβι. Είχα ένα μπάρμπα πάαινε κι έκοβε τα λούρα και τόφτιαχνε το καλύβι κι έλεγες Παναγία μ΄ τι καλύβι είναι αυτό. Έριχναμε χώμα από πάνω να γίνει πιό ψηλό και κάτω πιό χαμηλό, το μισό ήταν ένα σκαλοπάτι κάτω. Γύρω γύρω στο μισό βάζαμε πετρούλες και εδώ πάνω τις βελέντζες, τα μαξιλάρια, τα τουλούμια το τυρί γέμιζαμαν και κάτω εδώ είχαμαν τα πιάτα και τα ταψιά, τη βαλέρα βουλωμένη και καθαρή, τα αλευροσάκι, την κοπάνα για το ζύμωμα και επάνω ένα ξυλάκι και τα μεσάλια με το ψωμί και το κόσκινο κρεμασμένο.
Ο Δημήτρης Ντέντας με το μπενέκι του
Στο Μπέλλες απάνω δεν είχαμε ποτέ γάμο. Δεν παντρεύονταν οι Σαρακατσιάνοι στα βουνά. Πάντα το φθινόπωρο παντρεύονταν η νωρίς την άνοιξη. Πού να παν στα βουνά απάν, κάτω έσμιγαν και παντρεύονταν.
Γκουρμπάνι έκαναμε του Άη Λιά. Την ίδια μέρα το πρωί έσφαζαν το αρνί, το΄γδερναν κι ύστερα οι άντρες το΄ψηναν στο σουφλί, όλες οι οικογένειες από ένα. Τον Άη Λιά οι Σαρακατσιάνοι τον είχαν για την αστραπή, γιατί κοπάδια πρόβατα τα΄καιγε η αστραπή.
Στο καλύβι το καντήλι το άναβαμε Πέμπτη βράδυ για την Παρασκευή και Σάββατο βράδυ για την Κυριακή και τις γιορτές, όχι κάθε μέρα. Έχω μιά παλιά εικόνα από το 1912, κάηκαν τα καλύβια αλλά αυτή δεν κάηκε, λίγο πήρε απ’ έξω.
Όλες τις νηστείες τις κρατούσαμε. Στη νηστεία τα χρόνια εκείνα πιπεράλατο τρώγαμε. Η μάνα μ΄ κοπανούσε με το γουδί αλάτι, πιπέρι κόκκινο κι έβαζε και σουσάμι μέσα, το καβούρντιζε με λάδι στο τηγάνι και το΄βανε σ ένα κουτί και μας έβαζε από μιά κουταλιά και μουσκεύαμε με ψωμάκι κι έτρωγαμε.
Πάνω απ΄ τα σύνορα μέσα στη Σερβία είχε καλύβια, ήταν οι Μπαρτζαίοι, της πεθεράς μου πρώτα ξαδέλφια. Όταν παντρεύτηκα εγώ, έβλεπα τα καλύβια και άναβαν τις φωτιές, τους έβλεπαμε και λέγαμε να οι Σερμπιάνοι ψένουν πίττες. Δεν μπορούσαμε να πάμε γιατί τα σύνορα ήταν κλεισμένα. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί ανακατέφκαμαν λίγο, αλλά ύστερα το έδωσαν στ’ Βουλγάροι και δεν μπορέσαμε να περάσουμε.
Απάνω στο βουνό έρχονταν διάφοροι με τα γαιδουράκια και πουλούσαν πιπεριές, κρεμμύδια, σταφύλλια και άλλα. Στο βουνό είχαμε αγριογούρουνα, ζαρκάδια πολλά και λύκους.
Σχολείο πήγα μέχρι την πέμπτη τάξη. Θυμάμαι κι ένα τραγούδι πού λέγαμε :
Όλα τα ελάφια βόσκονται κι όλα δροσολογιούνται
Και μιά ελαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ’άλλα
Όλο τ’απόσκια περπατεί, τ’απόμπερ’ αγναντεύει
Κι οπ’ έβρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει
Ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ’άλλα
Μόνο τ’απόσκια περπατείς τ’απόμπερ’ αγναντεύεις ;
Κι όπ’ έβρεις γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνεις ;
Ήλιε μου σα με ρώτησες να σου τ’ομολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκανα σειρά χωρίς ελάφι
Από τα δώδεκα κι ύστερα απέχτησα λαφάκι
Κι εκεί που βγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Βρίσκει και το σκοτώνει.
ΟΙ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΕΣ
Οι Σαρακατσάνες ήταν νοικοκυρές, αξιέπαινες, είχαν δουλειές πολλές, να υφάνουν, να γνέσουν, να κάνουν τα κουστούμια, τις βελέντζες, τα στρώματα, τα πάντα. Η Σαρακατσάνα κρατούσε το σπίτι. Οι άντρες ήταν τεμπέληδες, άχρηστοι, τα΄παιρναν τα πρόβατα κι έφευγαν. Να σπείρουν τα παιδιά ήξεραν, τίποτ’ άλλο. Η γ΄ναίκα να πάει στα ξύλα να φορτωθεί το ζαλίκι, το νερό, να ψήσει το ψωμί. Το γέννο, οι γ’ναίκες ξεγένναγαν τα πρόβατα όλα, οι άντρες όλο κουρασμένοι ήταν. Ο άντρας μ’ όμως ήταν δουλευτάρης, βέβαια μαύρη ζωή έκαναν κι αυτοί στα πρόβατα.
Τις φορεσιές εμείς τις έφτιαχναμε. Εγώ έχω υφάνει σε αργαλειό κι έφτιαχναμε φούστες και ποδιές, μπλέ έβαζαμε και βυσσινί. Τα΄χω ακόμα, τα φύλαξα. Απ΄ τη Σερβία η μάνα μ’ έφερε μια ποδιά και υπάρχει ακόμα. Στη Σερβία έκαναν πολύ καλά ρούχα, εδώ έκαναν χοντροδουλειά. Οι γ’ναίκες έπαιρναν τρούμπες, ύφασμα και έραβαν μόνες τους. Είχαμαν και μηχανή του χεριού. Έρχονταν και ραφτάδες απ΄ τα Γιάννενα απάνω και έραβαν, γιατί τα σακάκια ήταν δύσκολα. Την κοπάνα την έφτιαχνε ο πατέρας μ΄ από καρυδιά και όταν έβρεχαν τα χέρια οι γυναίκες και ζύμωναν δεν κόλλαγε το ψωμί καθόλου. Όταν πάγαιναν να πλύνουν, πρώτα θα΄πλεναν τα μεσάλια απ΄ το ψωμί και μετά θα΄πλεναν τα ρούχα. Στα β’να είχαμε και αργαλειό. Δυό αργαλειοί, όχι έναν, δεκαεπτά άτομα είμασταν. Μία να υφαίνει τα κρουστά τα υφασματα και μία τις βελέντζες. Δουλειά απ΄ τη νύχτα, πότε βαρεί η πούλια. Η πούλια χτυπούσε δύο η ώρα και όλες οι γυναίκες στο ποδάρι να γνέσουν, δεν είχαν καθόλου ύπνο. Αλλά και το κουτσομπολιό ήταν μεγάλο. Πώς μάθαιναν τα νέα όλα, χωρίς ασύρματο χωρίς τίποτα.
ΟΙ ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΡΑΙΔΕΣ
Επάνω είχαμε γ’ναίκες που ξεμάτιαζαν. Το μάτι το είχαμε και όλα τα παιδάκια φορούσαν χαιμαλιά. Είχαν χαιμαλιά από γαιτάνι και από φίδι. Και ποδάρι από τυφλοπόντικα, τον έπιαναν με το αριστερό χέρι και τον έκοβαν το ποδάρι κι έλεγαν τι έχει αυτός και δεν τον πιάνει το μάτι. Έπαιρναν ένα γαιτάνι και έβαναν θυμιάμα, σταυρουδάκι, το κόκκαλο, ασήμι, το γέμιζαν και το φορούσε το παιδάκι.
Ο πεθερός μου είκοσι χρονών ανύπαντρος ήταν και ήταν βαλμάς στ΄ άλογα, εκατόν πενήντα άλογα φύλαγαν στο βουνό στο Γράμμο. Τα’βαζαν στον ουβουρό το βράδυ και καθόμασταν λέει και άναβαμαν τη φωτιά. Φθινόπωρος ήταν, άναψαν φωτιά να φάν ψωμί, ακούμε έναν αέρα λέει. Ήταν ένα μέρος εκεί, σαν να περπατούσαν άνθρωποι. Χόρτα δεν έβγαζε, ήταν μιά οξυά και γύρω γύρω σαν να γίνονταν χορός. Και έλεγαμε, αυτό τι είναι και δεν βγάζει χόρτο. Εκείνος ο αέρας λέει, κατέβηκαν εκεί νεράιδες. Άκουγαμε λέει εκεί στην οξυά και όργανα, και να χορεύουν και να βγάζουν κραυγές. Και γυναικείες και αντρικές φωνές. Η γιαγιά, του πεθερού μ’ η μάνα, απ τ΄ς Γκογκαιοί ήταν, έβαζε στα παιδιά λίγο θυμιάμα στην τσέπη τους. Ας έχετε, πηγαίνετε στα βουνά. Παίρνει ο πεθερός μου εκείνο το θυμιάμα και το ρίχνει στη φωτιά. Σηκώθ’κε ο αέρας και έφυγαν και πήγε απέναντι σ’ένα βουνό, εκεί πήγε ο αέρας. Αυτά όλα είναι, κι ας έμαθατε τα γράμματα εσείς, αυτά όλα είναι.
ΤΟ ΔΙΑΒΑΣΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΗΣ
Ο πατέρας μου ήξερε πολύ την πλάτη. Έπαιρνε την πλάτη κι έλεγε οι χριστιανοί καλά πηγαίν΄, ο σταυρός έχει δύναμη, οι Τούρκοι καθόλου. Αλλά, το κουρμπάνι έδειχνε μόνο άμα ήταν ταμένο για το κουρμπάνι, τότε θα’δειχνε.
Κάτω εδώ στα λιβάδια, εφτά άτομα η οικογένεια της συνυφάδας μου τους πήραν και τους σκότωσαν οι αντάρτες, την ημέρα του Προφήτη Ηλία. Είχαμαν σφάξει λέει τα κουρμπάνια και τα’βαλαν να φαν. Έβγαλαν τις πλάτες, γιατί οι Σαρακατσάνοι έβγαζαν την πλάτη κι ύστερα έτρωγαν. Τι να δουν λέει, η πλάτη όλο τρύπες. Αχ Γιώργαινα μ΄ λέει η συνυφάδα μ’ , εφτά τρύπες είχε η πλάτη.
Αρραβώνιαζαμε τον κουνιάδο μ’ , εδώ στ’ Κουτσοκωσταίοι, ήρθαμαν και το βράδυ έκαναμε ένα γλέντι. Έσφαξε ένα αρνί ο πεθερός μου ένα ζγούρι και χόρευαν και τραγούδαγαν, χαίρονταν ο κόσμος. Μόλις έβαλαν να φαν εκεί, άνοιξαν την πλάτη, τηράν οι πρώτοι - τρυπα. Δεν είναι καλό αυτό λεν, πάγωσαν όλοι. Και τι ήταν αυτό. Είχαμαν ένα ζευγάρι άλογα και μιά φοράδα με ένα πουλαράκι. Αυτοί βγήκαν τότες Μάηδες και έριχναν στον αέρα, το βρήκε αδέσποτη σφαίρα και το άλογο σκοτώθηκε. Λαχτάρ΄σαμε ούτε έφαγε κανένας, ούτε χορέψαμε, ούτε τίποτα.
Η πεθερά μου κάθε χρόνο γεννούσε ένα παιδί. Είχε ένα μπάρμπα κι έσφαζαν κάνα αρνί στο κουρμπάνι, έπαιρνε ο θείος την πλάτη : Α Μαριγάκι, πάλι έχεις κούνια φέτο. Σώπα λαλά μ’ , τι’ναι αυτά π’λες. Κι όμως έβλεπε στην πλάτη την κούνια.
1937 - ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΗ ΓΙΩΡΓΗ
Ηταν το 1937 και έγινε στο χωριό Φιλύρα στα Πορώια, εδώ στη Λιβαδιά. Τα χωράφια σπέρνονταν καπνά την άνοιξη και έπρεπε τα πρόβατα να φύγουν. Αυτοί ήταν καμμιά είκοσι οικογένειες Σαρακατσάνοι, δεν είχαν βουνό καλό, το βουνό τους ήταν όλο πέτρες και δεν μπορούσαν να πάνε τα πρόβατα πάνω τότε. Και λένε, θα τα πάνε στη λίμνη την Κερκίνη ώσπου να βγούν αργότερα στο βουνό. Η λίμνη το χειμώνα δεν έφερε νερό και ξεράθηκε λίγο. Λέει ο πατέρας μου, στη λίμνη μην τα πααίνετε, θα βρέξει στη Βουλγαρία και θα ΄ρθουν νερά απ΄ το Στρυμώνα και θα πνιχτείτε εκεί μέσα. Όχι λένε αυτοί, δεν έχει νερό και πήγαν τα πρόβατα, καμμιά χίλια πρόβατα. Ήταν δέκα δώδεκα οικογένειες Γιαννακ΄λαίοι, Σιαπκαίοι και Ντενταίοι του παππού μου αδελφός. Κάποια στιγμή έρχεται ο Στρυμώνας, το βλέπουν το νερό, βουνό να΄ρχεται. Ήταν ένα ανάχωμα εκεί, πήγαν να μαζέψουν τα πρόβατα να τα βάλουν στο ανάχωμα, τα πρόβατα δεν πήγαιναν και οι τσομπαναραίοι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Αυτοί απελπίστηκαν, σου λέει πνιγόμαστε τώρα. Άρχισαν όλοι Άη Γιώργη μ’, Άη Γιώργη μ’ και εμφανίζεται τότε ένας λύκος άσπρος, τόσος μεγάλος και τα μάζευε και τα μάζευε τα πρόβατα με ανοικτό το στόμα αλλά δεν τα δάγκωνε και τα πήγε στο ανάχωμα. Μετά χάθηκε ο λύκος, εξαφανίστηκε. Λεν αυτοί, αυτό ήταν θαύμα Θεού και όλοι έδωκαν από ένα αρνί στον Άη Γιώργη. Τόσο με φωνή φωνάζαμε λένε που ο Θεός μας άκουσε. Εμείς εκεί ζούσαμε και ήρθαν μετά και μας τα΄λεγαν, πρώτα ξαδέλφια του πατέρα μου ήταν.
Μιά μέρα πήγε η μάνα μ’ με τις αδελφές μου στον Άη Γιώργη. Πήραν το κλειδί απ’ τον παπά, μπήκαν μέσα στην εκκλησία, εγώ θα κάνω λέει την αυλή και σείς καθαρίστε και πλύντε τις εικόνες. Μόλις άρχισαν να κάνουν τα κορίτσια δουλειές,αρχίζει η καμπάνα να χτυπάει. Βγαίνει έξω η μάνα μ’ κανένας δεν ήταν, μόνη της χτυπούσε η καμπάνα. Βγαίνουν και τα κορίτσια και βλέπουν μόνη της χτυπούσε η καμπάνα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γιατί φοβήθηκαν. Πήγαν στο χωριό και λεν τον παπά, πάτερ έτσι κι έτσι και τους λέει εκείνος ο Άη Γιώργης ήταν, σας έδειξε. Και πήγαν μετά μια άλλη μέρα και έκαναν παράκληση.
Η ΜΑΡΟΥΛΑ
Η Μαρούλα Καραφυλλιά – 1955
Εννιά παιδιά ο ένας ο παππούς, εννιά παιδιά και ο άλλος. Επτά παιδιά και δυό κορίτσια. Απ’ τους Καραφυλλαίους το ένα το κορίτσι το πήραν το μαντήλι και δεν μπορούσαν να το παντρέψουν ύστερα. Τη Μαρούλα. Το’δωσαν το κορίτσι σ αυτόν που πήρε το μαντήλι. Όταν κάποιος έπαιρνε το μαντήλι από ένα κορίτσι ήταν σαν να το΄κλεψε. Αυτή η θεία μ΄ ήταν κορίτσι πρώτο, πολύ καλό κορίτσι. Κι αυτός περνούσε μιά μέρα, ένας χαμένος και σφύριζε. Εμ λέει η Μαρούλα, σφυρίζει κιόλα, ποιά τον δίνει σημασία. Άκουσε μιά ξαδέλφη του και πάει και τον είπε. Και πήγαν τα κορίτσια να μάσουν ξύλα και πήγε και της πήρε το μαντήλι. Αυτή νεράιδα, αυτός τίποτα. Αναγκάστηκαν την έδωσαν ύστερα, τον πήρε και πέρασε μαύρη ζωή.
ΤΑ ΒΟΤΑΝΑ
Η κεραλφή. Χτύπησες η πάτησες καρφιά, έβανες κεραλφή ούτε μόλυνση πάθαινες και γινόταν καλά το τραύμα. Θα πάρεις κερί γνήσιο κερί από μελισσουργό, όχι αυτά που τα ανακατεύουν με τα ξύγκια, θα το βάλεις σε μιά κουτάλα μέσα και θα βάλεις λάδι και το κερί μέσα. Θα το βάλεις στη φωτιά να ζεσταθεί μόνο, να μη βράσει, μόνο να λειώσει το κερί να γίνει σαν κρέμα, θα το ρίξεις σ΄ ένα μπουκαλάκι μέσα και θα το΄χεις και όπου χτυπάς βάλε και θα γίνεις καλά.
Το βάλσαμο. Για το στομάχι είναι το λάδι, το λάδι με το βάλσαμο. Το βάλσαμο είναι ένα λουλούδι, εδώ το μαζεύουμε την άνοιξη. Το βάζω το λουλουδάκι σ΄ ένα βάζο μέσα και το γεμίζω με καλό λάδι και το αφήνω στην ήλιο ένα μήνα και το πίνω. Με πονούσαν τα χέρια και ήταν πρησμένα γιατί έχω αρθρίτιδα, παίρνω απ΄ αυτό το λαδάκι, βάζω δυό τρείς φορές, ως την άλλη μέρα έγινε καλά. Οι Σαρακατσιάνοι το΄παιρναν άμα πάθαιναν τα πρόβατα παρμάρα, τα μαστάρια τ΄ς γίνονταν πέτρα. Έβραζαν το βάλσαμο και το ανακάτευαν με πίτουρο και έδιναν στα πρόβατα κι έτρωγαν και γίνονταν καλά. Μιά Κονιαρίνα με λέει αυτό το βάλσαμο έχει τραγούδι. Ένας λεβέντης πήγε να μάσει βάλσαμο, να δώσει στην αγάπη του να μην την πάρει ο χάρος. Άμα έπινε απ΄ αυτό δεν πέθαινε.
Τα κράνια. Τα κράνια είναι γιά τα νεφρά. Τα μαζεύουμε τον Σεπτέμβρη, τα λιάζουμε και τα΄χουμε ξερά. Βράζουμε τον καρπό και πίνουμε το ζωμό. Έχω τον γαμπρό μου πήγε στο γιατρό και τον λέει το ένα το νεφρό είναι μαύρο και το άλλο δεν είναι καλά. Αργότερα που ήπιε κράνια και ξαναπήγε, τον λέει Χρήστο το νεφρό σου είναι καλά. Κι από τότε το σπίτι τους είναι γεμάτο κράνια.
Τα τριβόλια. Τα τριβόλια είναι για τον προστάτη. Αυτά βγαίνουν τον Ιούνιο, τα μαζεύουμε και τα βράζουμε και πίνουμε. Ο άντρας μου είχε προστάτη. Πήγε στο γιατρό και του λέει θα κάνουμε εγχείρηση αλλά η κόρη μας που είναι κι αυτή γιατρός δεν ήθελε. Όλη τη μέρα δεν έπινε νερό, έπινε συνέχεια το ζουμί απ΄ τα τριβόλια και πάει ο προστάτης, παν όλα.
Τα βατόμουρα. Τα μούρα, τα βατόμουρα είναι για τις αιμορροΐδες. Το καλοκαίρι άμα μασείς και φας κάμποσα απ΄ αυτά ξεπατώνονται οι αιμορροΐδες.
Το κριθάρι. Το κριθάρι είναι για την ουρολοίμωξη. Θα πάρεις δυο χούφτες κριθάρι, θα το πλύνεις καλά θα το καθαρίσεις, θα το βάλεις στην κατσαρόλα και θα βάλεις και μία ρίζα από βάτο. Θα βράσει όλο μαζί, θα στραγγίσει το νερό και πιές. Όσο θες πιέ, αυτό είναι, ξανά δεν σε ξαναπιάνει.
Τα αμπέλια. Όταν κλαδεύουν τα αμπέλια, το αμπέλι στάζει. Μαζεύουμε το υγρό εκείνο, ποτήρια ολόκληρα και το βάζουμε για να μη μας πέφτουν τα μαλλιά. Η νύφη μου, έπεφταν τα μαλλιά της και το χρησιμοποίησε και έκανε κάτι μαλλιά.
Το παλιούρι. Το παλιούρι είναι για το έκζεμα. Ένα ξύλο θα κόψεις απ΄ το παλιούρι, θ΄ανάψεις φωτιά και θα το βάλεις εκεί στη φωτιά ν΄ ανάψει και όταν καίγεται, από πίσω αυτό θα βγάλει έναν αφρό. Τον αφρό εκείνο τον μαζεύουμε, τον βάζουμε σ ένα κουτάκι και όπου έχεις έκζεμα το ξεπατώνει.
Τα λάπατα. Τα λάπατα είναι για τη δυσκοιλιότητα. Κάθε χρόνο ρίχνω σπόρο και τα φυτεύω και έχω.
Λεμόνια και μέλι. Αυτά είναι για τη χοληστερίνη. Ένα κιλό φρέσκα λεμόνια, θα τα πλύνεις καλά και θα τ΄αλέσεις. Θα βάλεις κι ένα κιλό μέλι στο τέλος, θα τα ανακατέψεις, θα το βάλεις σ ένα βάζο και κάθε πρωί, νηστικός θα τρως μία κουταλιά. Χοληστερίνη δεν αφήνει τίποτα. Κάνει πολύ καλό όμως και στην καρδιά.
1940 – Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Το 1940 που έγινε ο πόλεμος στην Αλβανία, το 50 σύνταγμα ήρθε απάνω στο Μπέλλες. Οι αξιωματικοί έκαναν συμβούλια μέσα στο κονάκι μας, στη μέση έβαζαμαν ξύλα από πάνω κάθονταν αυτοί και από κάτω έκαναμαν το κουσμέτι. Ο φόβος ήταν μεγάλος. Όταν θα΄ρχονταν οι Γερμανοί το ’40 δεν είχαμαν ύπνο. Αλλά τ΄ς Βούλγαροι φοβόμασταν, δεν φοβόμασταν τ΄ς Γερμανοί. Τον πατέρα μ’ οι Βούλγαροι τέσσερις φορές ήρθαν να τον πιάσουν. Εκείνο το χρόνο δεν μας άφησαν να βγούμε στο βουνό, κανένας δεν βγήκε.
Γάμος Μ.Ψαρρα και Ε. Κεφάλα – Μουριές Κιλκίς 1947
Τρίτη από δεξιά η κα Μαρία
Όταν ήρθαν οι Γερμανοί, ήμασταν στα Πορώια. Ο πατέρας είχε φιλίες με έναν αξιωματικό Κρητικό Καλονά τον έλεγαν. Είχαν πυροβολεία στο Μπέλλες και έμεναν είκοσι άτομα μέσα όπως μας τα έλεγε. Πήγε στο Κάιρο, γύρισε και ξαναβρήκε τον πατέρα μου. Έγινε ο πόλεμος και στο μέρος που είχαμε τα καλύβια εμείς, από εκείνο το πυροβολείο σκοτώθηκαν τετρακόσιοι Γερμανοί. Είχαν κάνει κι ένα χαντάκι, που αν ήταν να οπισθοχωρήσουν, χαντάκι χαντάκι έπεφταν σε μια χαράδρα κι έφευγαν, όπως και έγινε. Λεβέντης άνθρωπος και πατριώτης.
Ο πατέρας μου ήταν Βενιζελικός, δεν ήταν λαϊκός και ήταν οργανωμένος στον ΕΔΕΣ. Μία φορά ήρθαν και τον πήραν μέσα απ΄ το καφενείο οι αντάρτες και τον πήγαν στο αρχηγείο στα Κρούσσια. Είχε όμως καλές καταθέσεις απ΄ το χωριό και τον άφησαν. Έναν γλύτωσε ο πατέρας μου όταν τον έκρυψε κάτω από μιά βελέντζα και ήρθαν οι ΠΑΟτζήδες και τον έψαχναν. Αυτά να μην ξαναγίνουν.
1950 - Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΝΤΕΝΤΑ – ΜΑΝΔΡΕΣ ΚΙΛΚΙΣ
Από αριστερά τα παιδιά : Ασπασία, Μαρία, Στέργιος, Αναστασία και Χρυσούλα
Κάτω οι γονείς Δημήτρης και Ζωή
Ο Βαγγέλης ο αδελφός του άντρα μου ήταν με τον κουνιάδο του στο Γράμμο με τους αντάρτες. Δυό αδέλφια πήγαν στο Γράμμο και οι άλλοι δύο ήταν εδώ, δεν πήγαν στρατιώτες. Ο λοχαγός λέει λοιπόν, Βαγγέλη, έλα να φυλάξεις. Είχε πολύ χιόνι και οι αντάρτες ήταν στα εκατό μέτρα, πολεμούσαν όλη μέρα. Πήγα λέει και σκέφτομαν, απόψε δεν γλυτώνω θα με σκοτώσουν. Εκεί που πήγα, έφυγε ο άλλος ο σκοπός και μιά γυναίκα με σεντόνι σκεπασμένη, με λέει όσο είμαι εγώ εδώ μη φοβάσαι. Και χάθηκε. Έκατσα εκεί, τίποτα δεν έγινε, ξημέρωσε και το πρωί πάω στο λοχαγό και λέω αυτό και αυτό. Η Παναγία ήταν μου λέει. Και από τότε νήστευε συνέχεια και πέθανε την ημέρα τα Χριστούγεννα. Και λέει, νύφη πλύνε τα πιάτα, θα΄χετε δουλειά σε λίγο και σε λίγο ξεψύχησε.
Ο Καραμανλής ο γέρος έχει έρθει σπίτι μας στα Πορώια. Μιά φορά το 1954 θα πήγαινε στο Κιλκίς και ήρθε σπίτι μας. Είχαμε το σπίτι έξω απ΄ το χωριό με ωραία αυλή και λέει εδώ κάπου κάθεται ένας φίλος μου ο Μήτσος ο Ντέντας, και ήρθε και τον είδε.
1950 – Ο ΓΑΜΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΑΦΥΛΛΙΑ
Τότε δεν είμασταν στα καλύβια στο βουνό, είμασταν στο χωριό, ήρθαν οι αντάρτες μας πήραν τα πρόβατα, από κει έμειναν λίγα πρόβατα πήγαμαν στο Ντούντουλαρ στη Θεσσαλονίκη απ΄ έξω σε κάτι στρατώνες, από εκεί ήρθαμε στο Γαλλικό εδώ έκατσαμαν ένα χρόνο, μετά στ΄ Μπακαίοι άλλον ένα χρόνο, μαύρη ζωή. Το 1950 ήρθαμαν εδώ στις Μάντρες ξεχειμώνιασαμε εκεί και την άνοιξη με αρραβώνιασαν εμένα.
Ο Γιώργος Καραφυλλιάς - 1960
Ο άντρας μου, με τον πεθερό μου ήταν στη Βασιλίτσα ένα χωριό κοντά στους Ευζώνους. Αυτοί δεν καταστράφηκαν απ΄ τους αντάρτες, γιατί ο πεθερός μου δεν ανακατέφτηκε. Εκεί πήγα όταν παντρεύτηκα το 1950, μόλις είχαν φύγει οι αντάρτες. Παντρεύτηκα με προξενιά 27 Αυγουστου του 1950, ούτε τον ήξερα το γαμπρό. Ο γάμος έγινε στα Πορώια. Τότε είχε όργανα στο γάμο μ’ εμένα. Τη Δευτέρα το βράδυ έκατσαν οι Καραφυλλαίοι όλοι και άναψαν, μέθυσαν, κόντεψαν να μας σκοτώσουν.
Θυμάσαι ποιό τραγούδι χόρεψες νύφη ;
Μου’παν κόρη μ’ να σ’ αρνηθώ – μου’ παν να σε ξεχάσω
Το πώς κόρη μ’ να σ’ αρνηθώ – το πώς να σε ξεχάσω
Τι ’ν του κορμάκι σ’ μάλαμα – κι η μέση σ’ ασημένια
Για να σε πάω στο χρυσυκό – για να σεν αργυρώσω
Να φκιάσω κούπα και σταυρό – σταυρό και δαχτυλίδι
Το δαχτυλίδι να φορώ – την κούπα για να πίνω
Κι αυτόν τον τίμιο σταυρό – να ’χω να προσκυνάω.
Αυτό το έμαθα από μιά θεία μου, απ τ΄ς Φλωραίοι ήταν. Θα το χαράξω μιαν άλλη μέρα, τώρα δεν μπορώ.
Ο πεθερός και η πεθερά της κας Μαρίας, Κώστας και Μαρία Καραφυλλιά με τα εγγόνια τους, το 1947
1967 - ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Στη Βασιλίτσα μείναμε 13 χρόνια και μετά ήρθαμε εδώ στην Κρηστώνη το 1963. Δυό αδέλφια ήταν ο άντρας μου, πήραμε τέσσερα στρέμματα, χτίσαμε το σπίτι, χτίσαμε τα μαντριά αλλά δεν μας άφηναν να φέρουμε τα πρόβατα εδώ. Το χωριό έλεγε, πρόβατα δεν θα ΄ρθουν εδώ μέσα. Βρε να κάνουμε δώρο στην εκκλησία, ό,τι θέλετε να σας κάνουμε, αυτοί τίποτα. Τελικά τα πήγαμε σ΄ ένα μαντρί πέντε έξι χιλιόμετρα μακρυά απ΄ το χωριό, μας έδωσε ένας που είχε παλιά πρόβατα να βολέψουμε τα δικά μας. Με χιόνια με βροχές για τέσσερα χρόνια πήγαιναμε κάθε μέρα εκεί.
Κάποια μέρα το 1967 ο άντρας μου με τον κουνιάδο μου πήγαν να κάνουν ένα τρακτέρ και εγώ λέω στη συνυφάδα μου : Ελευθερία έρχεσαι να πάμε στο στρατηγό ; Εγώ θα πάω, αλλά δεν μπορώ μόνη μου, έρχεσαι να με κάνεις παρέα ; Κι εγώ ήμαν Σαρακατσιάνα ακόμα, δεν είχα ξεβγεί. Ρώτησα κι έμαθα που είναι το σπίτι, πάμε εκεί και ήταν ο σκοπός. Ο στρατηγός μας λέει ήταν στη μεραρχία και θα γύριζε το μεσημέρι. Περιμέναμε και κάποια στιγμή έρχεται το τζιπ με το στρατηγό, αλλά η Ελευθερία έτρεμε ολόκληρη. Εγώ δεν φοβάμαν γιατί ο πατέρας μ΄ στο βουνό έκανε συναναστροφή και δεν φοβάμαν. Τι γυναίκες είναι αυτές λέει στο σκοπό, έρχεται κοντά μας, τι θέλετε ; Στρατηγέ, είμαστε Σαρακατσιάνες, κι έχουμε ένα πρόβλημα με τα πρόβατα και θέλουμε κάτι να σας πούμε. Λέει η γυναίκα του, στο δρόμο θα μιλάτε ; ελάτε μέσα. Μας πήρε μέσα, τα είπαμε και η Ελευθερία άρχισε να κλαίει και σε λίγο αρχίζει να κλαίει και η στρατηγίνα. Στρατηγέ μου αυτό κι αυτό του λέω. Ο πεθερός μου έμεινε σαράντα χρόνια στα σύνορα με τη Σερβία, ταλαιπωρήθηκαν. Τώρα εμείς θέλουμε να χτίσουμε ένα σπίτι, παντρευτήκαμε και θέλουμε να νοικοκυρευτούμε, τα παιδιά μας να πάνε γυμνάσιο, έ φύγαμε από κει απ τα σύνορα. Δεν είχαμε τίποτα , πέντε οικογένειες μόνες στο βουνό μέσα. Τώρα έχουμε τριακόσια πρόβατα και το χωριό δεν μας αφήνουν. Αυτό είναι το παράπονο σας ; μας λέει. Ναι αυτό είναι. Εντάξει μας λέει πηγαίνετε στο σπιτάκι σας, θα κανονιστούν όλα. Αργότερα βλέπω έναν ταγματάρχη κι ο πρόεδρος του χωριού μαζί. Κουβεντιάζουν και λέει στον πρόεδρο, αφού υπάρχουν κι άλλα πρόβατα στο χωριό, θα ’ρθουν κι αυτά. Φεύγουν αυτοί και μετά πάμε εμείς και τσομπαναραίοι και φέρνουμε τα πρόβατα και τα γαιδούρια στο χωριό. Έρχονται το βράδυ και οι άντρες απ΄ τη δουλειά τους και ακούν να βελάζουν πρόβατα.
Τα γεννεολογικά δένδρα όπως τα σχεδίασε
ο Γιώργος Καραφυλλιάς
Πρόβατα είχαμε μέχρι το 1978. Δεν μπορούσαμε άλλο να τα κοιτάξουμε, πήραμε γελάδια ύστερα. Λιγότερη δουλειά και πιό πολύ ψωμί φάγαμε. Πολύ κουραστήκαμε με τα πρόβατα. Ο πατερας μ’ από δέκα χρονών μ’ έβαζε στη στρούγκα κι άρμεγα. Με τον άντρα μου ζήσαμε πολύ ωραία και κάναμε δύο παιδιά τον Κώστα και την Ελένη.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΑΡΕΦΗ
Ο Γαρέφης στου πεθερού μου το καλύβι σκοτώθηκε, νιόπαντρος ήταν ο πεθερός μου. Όταν τον τραυμάτισαν, είπε φέρτε μου ένα ζωνάρι και έβγαλε ο πεθερός μου το ζωνάρι και το΄δωσε και το αίμα μπουρμπούλιαξε και πάει πέθανε.
Ο Γαρέφης ήρθε απ΄ το Πήλιο και ήταν άξιο παληκάρι. Κρατούσε δυό ζ΄γούρια έτσι και τα΄γδερναν οι άλλοι. Πήγαν εκεί στο Μπόρτσκο απάνω στο βουνό που ήταν οι δικοί μας οι Σαρακατσιάνοι οι Καραφυλλαίοι, ένα μπατζιό είχαν και ήρθε εκεί και τους έπιασε, πού θα βρούμε τους κλέφτες λέει, ήθελε να κυνηγήσει το Λούκα και τον Καρατάσο. Ο αδερφός του πεθερού μου, ο μεγάλος αδελφος ο Γιώργος ο Καραφυλλιάς, αυτός ήταν Κεχαγιάς, πολύ άξιος άνθρωπος, λέει εγώ είμαστε μπράτ΄μοι με τον Τσότσο που ήταν με τους κομιτατζήδες μαζί. Έρχονται σε μας λέει και τρων και πίνουν και παίρνουν ό,τι θέλουν.
Λέει ο Γαρέφης, θα νηστέψω και θα με βοηθήσεις να σκοτώσω τον Τσαμαλούκα και τον Καρατάσο. Τον έστελναν πιπεριές ψημένες οι γ’ναικες κι έβαζε λαδάκι και ξύδι κι έτρωγε, νήστευε.
Ήρθαν οι Βούλγαροι με τριάντα άτομα, θα μας ψήσεις τόσα αρνιά απόψε και θα κάνετε τόσες πίττες. Έρχονται εκεί στα καλύβια, οι άλλοι πήγαν στα άλλα τα καλύβια και ο Τσότσος με αυτούς ήρθαν στου πεθερού μ΄ το καλύβι. Ο Τσότσος ηταν με τ΄ς Βουλγάροι αλλά ύστερα ήρθε και προσκύνησε, γύρισε με το ανταρτικό το Ελληνικό. Είχαν τουλούμια τυρί εκεί μέσα, τώρα αυτοί ήξεραν οι δικοί μας ότι θα έρθει ο Γαρέφης και λέει ο πεθερός μου, αυτά τα τυριά θα τα βγάλω έξω, γιατί άναψατε φωτιά μέσα και θα ζεσταθούν. Βγάλτα λένε οι Βουλγάροι, δεν κατάλαβαν. Ήρθαν αυτοί, έφαγαν, ήπιαν, μέθυσαν κιόλα, λέει ο Γαρέφης εγώ θα μπω μέσα, θα κάνω χρήση, θα βγω με τα πίσω. Δεν θα ρίξετε, όποιος βγει έτσι σκοτώστε τον.
Οι γ’ναίκες κι αυτοί είχαν φύγει όλοι απ΄ τα καλύβια γιατί θα γένονταν μάχη. Οι άλλοι ώσπου να μπεί ο Γαρέφης μέσα στο καλύβι, οι άλλοι οι Σαρακατσιάνοι, έπιασαν όλους τους σκοπούς τους Βούλγαρους και τους σκότωσαν.
Οικογένειες Καραφυλλιά (Κουτρουζούλα) και Γκόγκου – περ. 1900. Κάτω ο Δημήτρης Καραφυλλιάς, πατέρας του πεθερού της κας Μαρίας. Στο καλύβι του σκοτώθηκε ο Κ. Γαρέφης
Μόνος του μπήκε και ο Τσότσος και βγήκε. Ο Γαρέφης μπαίνει, τους σκοτώνει όλους και βγαίνει έτσι. Δεν πάλεψε, ο πεθερός μ΄ εκεί ήταν. Έξι άτομα σκότωσε, δεν ήταν ένας, έξι. Σηκώθηκε ο ένας απ΄ αυτούς, έβαλε την λόγχη εκεί που ήταν και σηκώθηκε να τον καρφώσει. Τον έπιασε απ΄ τα γέννια και θυμόνταν πόσες σφαίρες είχε. Οι άλλοι έφαγαν από μία, εσύ να φας τρείς του΄πε. Τον σκότωσε κι αυτόν κι έπεσε με το κεφάλι στη φωτιά απάν και κάηκε, κλαηκαν όλα τα γέννια τ΄ . Η ρόκα, τα μαλλιά όλα κάηκαν μέσα έλεγε η πεθερά μ . Και βγαίνει όξω ο Γαρέφης και τον σκότωσαν κατά λάθος. Τον σκότωσαν την ημέρα του Σωτήρος. Βογγούσε αυτός. Μη βογγάς του’λεγαν Καπετάνιε. Έχω πόνο λέει γι΄ αυτό βογγάω. Μη φοβάστε λέει. Φέρτε τ΄αλογο μου να το δω. Άχ γιόκα μ’, ποιός θα σε καβαλλικεύει τώρα. Διάλεξε ποιό παιδί να βάλει αρχηγό, εσύ πάρε τη σφραγίδα μου, πάρε το άλογο μου. Ξεψύχησε και μάζεψαν άγρια λούλουδα οι γυναίκες, τον άλλαξαν, τον έβαλαν λουλούδια, τον έκλαψαν, τον μοιρολόγησαν οι γ’ναικες όλες και τον πήραν από κει και τον πήγαν στ΄ς Γιαννακ΄λαίοι. και μετά τον έθαψαν.
Οι Σαρακατσιάνοι οι δικοί μας μετά τα ’καψαν τα καλύβια. Το πρωί ήρθαν οι Τούρκοι, πήραν τον αδελφό του πεθερού μου και τον έκλεισαν φυλακή. Όμως τον αξιωματικό που έκανε ανακρίσεις τον έδωσαν διακόσιες λίρες οι δικοί μας και άλλαξε τις καταθέσεις και τον έβγαλαν ύστερα. Και τον έδωσαν αυτόν το θείο λίγα στρέμματα χωράφια στην Αγχίαλο, ως μακεδονομάχο.
Η πεθερά μ’ λέει, τα στρώματα που είχα στρωμένα νύφη, ήταν όλο αίμα, τα πέταξα όλα, δεν έμεινε τίποτα, δεν είχα βελέντζα να σκεπάσω τα παιδιά μ’. Και την έστειλε βελέντζες η μάνα της Αρετης του Κολοβού. Και σε λίγες μέρες οι Βούλγαροι πιάνουν του πεθερού μου τον θείο, τον μπάρμπα Νάσιο και τον βγάζουν την ψυχή με τη λόγχη. Και είχε επτά κορίτσια αυτός, αγόρι δεν είχε. Έψαξαν να τον βρούν και πάει και τον βρίσκει ένα σκυλί κι έκατσε και ουρλιόνταν. Τον βρήκαν μετά από δέκα πέντε μέρες. Οι δικοί μας από κει έφυγαν και πήγαν στης Αλβανίας τα βουνά. Οι Καραφυλλαίοι παλιά λέγονταν Γιαννακαίοι αλλά αναγκάστηκαν και άλλαξαν το όνομα. Έφυγαν από δω γιατί τους ζητούσαν οι Βούλγαροι.
Τον πατέρα του πεθερού μου εκεί τον έχουν θάψει, 104 χρονών πέθανε. Πήγαν οι δικοί μας με τα εγγόνια του μπάρμπα του Γιώργου και βρήκαν τον τάφο του παππού, την εκκλησία και μία βρύση που έκαναν. Καθόμασταν τα βράδυα και μας τα΄λεγε ο πεθερός μ΄ και η πεθερά μ΄ ακόμα φοβάνταν και δεν ήθελε να μιλάει.
Πηγή : Πετρωτό