Κώστας Νάκας
Συνέντευξη στον Γιώργο Κολοβό
Κάθε φορά που κάθομαι με ένα μικρόφωνο απέναντι σε έναν γέροντα Σαρακατσάνο αισθάνομαι συγκίνηση και εναν απέραντο σεβασμό. Αυτή τη φορά αισθάνομαι το ίδιο (αν και έχω απέναντι μου ένα νεώτερο, έναν 65άρη), αλλά επι πλέον και θαυμασμό γιατί ο Κώστας Νάκας κατάφερε να εκφράσει τα βιώματα του μέσα από τα τραγούδια. Η εξαιρετική φωνή του ερμηνεύει με μοναδικό τρόπο το γνήσιο Σαρακατσάνικο τραγούδι και 40 χρόνια τώρα (από το 1970 μέχρι σήμερα) αποτελεί σταθερή αξία και σημείο αναφοράς για όλους μας. Τον ευχαριστώ που με προθυμία παραχώρησε τη συνέντευξη αυτή.
● ● ●
Γεννήθηκα στις 15 Μαρτίου του 1945 στην Πλασιά, ένα μικρό χωριό της Αγιάς στη Λάρισα απ έξω, εκεί που τότε είχε τα κονάκια ο πατέρας μου, στο ρ'μάνι, όπως το ΄λεγαν. Είμαι γραμμένος στο Καστρί, εκεί ανήκε το χωριαδάκι αυτό. Το 1950 κάναμε αγορά και πήγαμε πιο δίπλα, στη Δήμητρα. Ο πατέρας μου ήταν ο Βασίλης και η μάνα μου η Δήμητρα, ήταν από τους Λιαγκαίους και στην οικογένεια είμαστε δυό αδέλφια και τέσσερις αδελφές - εγώ είμαι ο τελευταίος. Είκοσι χρόνια ήμουνα το χ΄μώνα στην Τσούξανη (τη Δήμητρα) και το καλοκαίρι στο Βέρμιο. Εκεί στο Σιδεράκι αγρείκ'σα, απ΄ το 1950 μέχρι το 1970 που τσάκ'σα τ΄ γκλίτσα κι έφυγα.
Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΝΑΚΑ
Πες μου για την οικογένεια Νάκα, τους προγόνους σου. Ποιοί ήταν και που έβγαιναν ;
Ο πατέρας μου ο Βασίλης γεννήθηκε το 1909 και έβγαινε με τον παππού μου τον Χρήστο στα βουνά του Ασπροποτάμου. Εκει ξεκαλοκαίριαζαν και το χειμώνα ξεχείμαζαν κοντά στα Φέρσαλα. Τον παππού μου τον σκότωσαν. Έτσι έμειναν ορφανά, ο πατέρας μου με τον μπάρμπα μου και είχαν και δυό αδελφές. Η μία όμως πέθανε το 1917 με τη γρίπη και η άλλη γκύλησε με το ζαλίκι, την πήρε ο αέρας και σκοτώθηκε.
Τον πατέρα μου και τον μπάρμπα μου, όταν ορφάνεψαν, τους πήραν τα σόια της βαβά μ΄ οι μπαρμπάδες τους οι Μπλετσαίοι. Είχαν εξακόσια γιδόπρατα και τριάντα άλογα και πήγαν μαζί. Η βαβά μ΄ ήταν του Μπλέτσα στο Βελεστίνο στο Μπερσεφλί (το Αερινό). Εκεί ήταν το λιβάδι. Οι Μπλετσαίοι πριν να παν στη Μακεδονία, έβγαιναν στα χωριά των Αγράφων, στην Αργιθέα, εκεί ξεκαλοκαίριαζαν. Το 1929 οι Καραθοδωραίοι, που ήταν συγγενήδες με τσ΄ Μπλετσαίοι, προξένεψαν στον παππού μ΄ τον Γαλάνη τον Μπλέτσα το λιβάδι στο Σιδεράκι και τότε πήγαν στο Βέρμιο, απάνω στη Μακεδονία.
Και το χειμώνα μένατε πάντα στην Πλασιά ;
Τα λιβάδια στην Πλασιά τα είχε ο πατέρας μου με το ενοικιοστάσιο, που χάλασε περίπου το 1958. Αργότερα πήγαμε στη Δήμητρα και εκτός από τους Νακαίους, είναι εκεί οι Σαμουρελαίοι, Φιλοκωσταίοι, Γιαννακαίοι, Μπλετσαίοι, Πλαταίοι, Βουλγαραίοι, Κωτουλαίοι, Τσιουραίοι, Λωλαίοι, Μπακογιανναίοι. Tο ένα τρίτο του χωριού είναι Σαρακατσάνοι, 25 – 27 οικογένειες.
Οι γονείς του Κώστα Νάκα, Βασίλης και Δήμητρα (το γενος Λιάγκα)
Σιδερακι 1972 - Ξεπροβοδίζουν τον Κώστα Νάκα για την Αθηνα
Η ΣΤΡΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΕΡΜΙΟ
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν τη στράτα για το Βέρμιο.
Από πέντε χρονών μέχρι τα είκοσι πέντε, έζησα το πάνω-κάτω. Τα πρώτα χρόνια με τα πόδια, όλοι μαζί. Ξεκίναγαμε όλες οι οικογένειες αντάμα. Καραβάνι, στράτα, τσιατούρες.
Στη στράτα αυτή, φεύγαμε από Λάρισα, Τύρναβο, Ελασσώνα, Σαραντάπορο, Σέρβια Κοζάνης (τότε δεν υπήρχε η λίμνη) και βγαίναμε στο Βέρμιο, από εκεί που τώρα είναι τα εργοστάσια της ΔΕΗ. Μετά, ανεβαίναμε στο Σιδεράκι, που είναι ακριβώς πάνω από τη Νάουσα, από τον Άγιο Νικόλα ίσια απάνω. Άμα έπαιρνες το μονοπάτι από κει, σ΄ έβγαζε στα καλύβια τα θ΄κά μας, δεν είχε άλλα στο στρατί να συναντήσεις.
Το φθινόπωρο πάλι, όταν έφευγαμε από κει, πάλι έκαναμε τη στράτα προς τα κάτω, καραβάνι με κονάκια και τσιατούρες, κάναμε πάνω από δέκα κονάκια. Οι μισοί οι θ΄κοί μας έμεναν στο Αερινό και οι άλλοι μισοί έμεναν εδώ στο χωριό το δικό μας, την Δήμητρα).
Τα έχω ζήσει όλα από μικρός, όλη αυτή τη σειρά και σ΄ αμπροστά με τις βαβές.
Πάντα την ίδια στράτα κάνατε ;
Όχι. Μερικά χρόνια αργότερα, την άνοιξη φόρτωναμε τα πρότα και τα άλογα στο τραίνο, από τη Λάρισα και τα ξεφορτώναμε στη Νάουσα. Και οι οικογένειες μέσα. Μερικές φορές το χ΄νόπωρο κατεβαίναμε με τα πρότα όλοι μαζί μέχρι την Κατερίνη και μετά τραίνο, γιατί τα Τέμπη ήταν δύσκολα. Τα φορτηγά ήρθαν αργότερα, τη δεκαετία του ΄70.
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΝΗ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΑΚΙ
Το Σιδεράκι από ό,τι είδα στο χάρτη, ήταν στο βόρειο τμήμα του Βερμίου. Πώς ήταν οργανωμένο το τσελιγκάτο και πώς ήταν η ζωή στη στάνη ;
Στο Σιδεράκι είχαμε ένα τσελιγκάτο με 20-25 κονάκια. Οι οικογένειες ως επι το πλείστον είμασταν όλοι συγγενήδες απ΄ το σόι το Μπλετσαίικο. Ήταν οι Πριντζαίοι, οι Βουλγαραίοι, οι Αρκουδαίοι και ο Κουμπούρας. Τσέλιγκας ηταν ο παππούς ο Κώστας ο Μπλέτσας ή Γαλάνης (γιατί ήταν γαλανομάτης) και από το 1950 και μετά ανέλαβε ο γιός του ο Νίκος, ο οποίος ζεί ακόμα. Το τσελιγκάτο είχε 3,5 - 4.000 γιδόπρατα και ήταν τέσσερα γαλαροκόπαδα, δύο στερφοκόπαδα, 2 ζγουροκόπαδα και τα γίδια.
Τα κονάκια ήταν στημένα στα 1.850 μέτρα υψόμετρο, σε μιά γούρνα, ήταν ψήλωμα σπανό, δεν είχε δάσος. Κάθε οικογένεια είχε τέσσερα καλύβια. Είχε το τρανό το κονάκι, είχε με τον αργαλειό, είχε με τα τυριά και δίπλα είχε με τα πελεκούδια.
Όταν πηγαίναμε στο Βέρμιο, καμμιά δεκαπενταριά μέρες είμασταν χαμ΄πλότερα, δεν είμασταν στα κονάκια στα σπανά, γιατί είχε χιόνι ακόμα. Μας κράταγαν οι γερόντοι εκεί εμάς τα παιδιά και βάραγαμαν στρούγκα.
Το γάλα το έπαιρνε ο γαλατάς το έφτιαχνε μπασκί, το φόρτωνε και το πήγαινε στο Σέλι. Εκεί γίνονταν η επεξεργασία. Μέχρι 13 Ιουλίου ήταν ο γαλατάς. Μετά σταμάταγε ο γαλατάς και ο καθένας ανάλογα τι πρότα γαλάρια είχε, έπαιρνε το γάλα και τ΄όφτιανε τυρί για την οικογένεια στα τομάρια. Το γιδόγαλο το κάναμε ξυνόγαλο. Τ’ Α΄η Αποστόλου κούρευαμε τα ζγούρια και τα γίδια.
Είχαμε και προστριβές με τους πρόσφυγες από το Μέγα Ρέμα (Ροδοχώρι). Ανάμεσα από μας και το Μπλιάκι που ήταν οι Καραθοδωραίοι ήταν το Τσανακτσί, ένα λιβάδι που το είχαν δώσει στους πρόσφυγες. Αυτοί είχαν γελάδια, πολλά γελάδια και τα έφερναν και σε μας. Οι θ΄κοί μας ούτε ήθελαν να βλέπουν γελάδια.
Το λιβάδι ηταν Σελιώτικο. Τώρα υπάρχει ένας ξάδελφος μου που βγαίνει ακόμα εκεί, ο Φώτης ο Μπλέτσας.
Στα είκοσι χρόνια που έζησες στο Βέρμιο, συνάντησες κίνδυνο από άγρια ζώα η κάποιο περιστατικό;
Από αστραπές μόνο, και έπαθαμε και ζημιές. Μιά βολά το 1950 μας τα έκαψε στο τσαρδάκι. Πέφτει ο κεραυνός και από τα χίλια πρότα κάηκαν 50 και μια γίδα. Θυμάμαι τις γ΄ναίκες να κλαίν.
Να πω ότι όλα τα χρόνια που έζησα εκεί, δεν είχαμε ούτε ένα νεκρό στα βουνά. Ούτε από ατύχημα ούτε πέθανε κανένας. Το χειμώνα εντάξει, η στη στράτα. Αλλά επάνω στα βουνά στα κονάκια, νεκρό δεν διώξαμε, ποτέ. Ήταν χα'ι'ρλίτικο λιβάδι.
Στο Βέρμιο δεν υπήρχε στάνη που να μην είχε δάσκαλο για τα παιδιά.
Όταν έβγαιναμε απάν στα καλύβια, μας ήφερναν το δάσκαλο. Όταν ήταν καλός ο καιρός έκαναμε όξω μάθημα. Κάναμε ό,τι δεν είχαμε κάνει στο χωριό και μετά μας έκανε για σιά μπροστά.
Στα χειμαδιά στο χωριό, εγώ δεν έκατσα ποτέ να τελειώσω το σχολειό μέχρι τον Ιούνιο. Στις 20 Μάη έφευγαν τα κοπάδια και θυμάμαι μας έβαζε ο δάσκαλος διαγώνισμα πιό πριν, για να φύγουμε.
Πες μου για την ιεροτελεστία με το ράψιμο του φλάμπουρα και τα τραγούδια του.
Αυτά δεν τα έζησα. Το 1955 μιά αδελφή μου εκεί απάν παντρεύτηκε, στα κονάκια. Τα προζύμια την Πέφτη, πήγαν για ξύλα την Παρασκευή τα ήφεραν, έσφαξαν τα σφαχτά, έκαναν τις κλούρες, Σάββατο γλέντι και τραγούδια με το στόμα, την Κυριακή γίναν τα στέφανα και πάλι γλέντι, άπλωσαν τα προικιά τη Δευτέρα αλλά τον φλάμπουρα τον είχαν σταματήσει. Στο τραγούδι τραγούδαγαν παρέα- παρέα. Άρχιζαν οι άντρες και μετά έλεγαν : άντε, πάρτε το γ΄ναίκες. Κι αυτές συνέχιζαν.
Το τελευταίο κοπάδι που έμεινε στο Σιδεράκι
ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Πώς ξεκίνησες το τραγούδι και ποιά ήταν τα πρώτα ερεθίσματα για να ασχοληθείς με αυτό ;
Από μικρός τραγούδαγα στα πρότα - ήταν μέσα μου. Πάντα πάλευα με κάτι φλογέρες, και έφτιαχνα κλαρίνο από ξύλο. Και τραγούδαγα εκεί, σε συγγενήδες και σε χαρές.
Η μάνα μου η Δήμητρα ήταν από τους Λιαγκαίους. Η Μαρία η Λιάγκα που έχουμε τραγουδήσει μαζί και έχουμε βγάλει δίσκους είναι πρώτη μου ξαδέλφη. Ο μπάρμπας μου, ο πατέρας της Μαρίας ήταν πολύ μερακλής. Μού ‘λεγε ένα στιχάκι, τό ‘γραφα εγώ. Πολλά από τα τραγούδια τα παλιά που έχω καταγράψει και έχω συγκεντρώσει μου τα είπε ο μπάρμπας μου, αλλά και άλλοι παλιοί.
Ο πατέρας του παππού μου ο Γιώργος ο Νάκας είχε κι έναν αδελφό κι έχω ένα τραγούδι γι αυτόν. “Τρείς περδικούλες κάθονταν στο Καταφύγι στη ράχη” (Το Καταφύγι είναι στα Πιέρια). Είχε κάνει κλέφτης δεκαοκτώ χρόνια και είχε φτάσει μέχρι και τα Σκόπια πού ήταν Τούρκικο, η Ελλάδα ήταν απ΄ τον Τύρναβο και κάτω. Και για τον μπάρμπα μου τον Γιάννη έχω βγάλει τραγούδι. “Αναστενάζουν τα βουνά και κλαίνε τα ελάτια – μοιρολογάνε οι οξυές και δεν λαλούν τ΄ αηδόνια”. Αυτό το τραγούδι ταιριάζει σε πολλά επίθετα συνήθως δισύλλαβα.
Οι θ΄κοί μας οι παλιοί τραγούδαγαν τα Σαρακατσάνικα, αλλά μετά βγήκαν και τα τραγούδια του γραμμοφώνου. Πολλά τραγούδια δεν τ΄άχα ακούσει, δεν τ΄άξερα κι όλα. Και πήρα κι από άλλους.
Ο πατέρας του Κώστα Νάκα στις αλαταριές
1970 - Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Καί έρχεται η στιγμή, που όπως είπες παίρνεις τη μεγάλη απόφαση και κατεβαίνεις στην Αθήνα.
Το 1966, μόλις είχα απολυθεί από φαντάρος, έλεγα στον πατέρα μου : θα φύγω, θα πάω να γένω τραγουδιστής. “Μα, θα παρατήσουμε τη δ΄λειά μας εδώ, θα αφήκουμε τα πρόβατα;”, αλλά εγώ επέμεινα και πράγματι το 1970 το Γενάρη ήρθα στην Αθήνα. Στην αρχή έπιασα δουλειά σε ένα τυροπωλείο και από εκεί ξεκίνησα σιγά-σιγά.
Το 1971 ηχογράφησα ένα δισκάκι, στο οποίο τα τραγούδια τα είχα γράψει εγώ. Ένα από αυτά ήταν το “Άσε με χάρε άπονε” το οποίο είχα γραψει για ένα ξάδελφο μου, που ενώ βόσκαγε τα πρόβατα έξω απ’το χωριό, σκοτώθηκε όταν τον χτύπησε ένα αυτοκίνητο.
΄΄ Άσε με χάρε άπονε, τα νειάτα να γλεντήσω – γιατι είμαι νιός και ορφανός, θέλω κι εγώ να ζήσω – από μικρός δεν γνώρισα μανούλα και πατέρα - θέλω κι εγώ μεσ΄ στη ζωή να δω μιά άσπρη μέρα – τα νειάτα τώρα ανθίζουνε, κι ο χάρος με τα παίρνει – η μοίρα μου η άπονη, τώρα σκληρά με δέρνει΄΄.
Η πρώτη διαφήμιση που ακούστηκε τ΄ όνομα μου ήταν στο ραδιοφωνικό σταθμό της Άμφισας, που έβαζε δημοτικά τραγούδια. Θυμάμαι άκουσα τον ραδιοφωνικό παραγωγό να λέει “Και τώρα θα ακούσετε το ΄΄ Άσε με χάρε άπονε΄΄ από τον Κώστα Νάκα”.
Εκείνη την ώρα δάκρυσα και με πήρε το παράπονο.
ΟΙ ΕΚΠΟΜΠΕΣ ΣΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ
Η συνέχεια ήταν καλή για σένα; Ήταν όπως τα περίμενες;
Στο ξεκίνημα βοήθησε και ο παράγοντας τύχη εκτός από τις δυνατότητές μου. Ήταν ένας θ΄κος μας στην ΥΕΝΕΔ, ο Θόδωρος ο Τυμπλαλέξης. Τότε παρουσίαζε από το 1971 έως το 1973 δημοτικά τραγούδια και λέει΄΄κε Διονυσόπουλε γιατί δεν βάζεις Σαρακατσαναίικα τραγούδια ; - Δεν έχω του απαντά εκείνος. – Θα σε στείλω εγώ του λέει να βρείς΄΄. Πράγματι ήρθε αυτός, με βρήκε και μου ζήτησε να τραγουδήσω. Πήρα ένα άλλο παιδί τον Θανασάκη τον Ντόβα και πήγαμε να τραγουδήσουμε Σαρακατσαναίικα. Είπαμε το ΄΄Κίνησαν τα Τζαμόπουλα - Κάτω στον κάμπο τον πλατύ - Πήρε ο Μάρτης δώδεκα΄΄ και άλλα. Η εκπομπή έγινε απ΄ ευθείας, ζωντανή και για πρώτη φορά τότε ακούστηκε το Σαρακατσάνικο τραγούδι στα ΜΜΕ.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Τού άρεσε του Διονυσόπουλου και μου είπε να πάω στις 25 Μαρτίου να τραγουδήσω Σαρακατσαναίικα. Πήγαμε στην Παιανία και έκαναμε έναν κούρο με αναπαράσταση το άρμεγμα στα πρόβατα. Μετά πήγε στην ΕΡΤ και με ξανακάλεσε. Εκεί μου είπαν να κάνω δοκιμαστικό. Παίρνω λοιπόν μία ορχήστρα, κάνουμε μία ηχογράφηση, με εγκρίνανε και την έπαιξαν στο ραδιόφωνο. Κάποια στιγμή με παίρνουν τηλέφωνο : Κύριε Νάκα, ελάτε να κάνουμε εκπομπή. Μού είπε τότε ο Διονυσόπουλος : “ Κωστάκη, ετοιμάσου να κάνουμε εκπομπή για τους Σαρακατσαναίους που έρχονται από τα β΄νά στα χειμαδιά ”. Σκεφτόμουν ποιό τραγούδι να βρώ, τότε ήταν που έγραψα το ΄΄ Φεύγουν τα λάια πρόβατα΄΄. Έγραψα και τους στίχους και τη μουσική. Στη συνέχεια ειδοποίησα τους συγγενείς μου για την εκπομπή. Τότε τα σπίτια δεν είχαν τηλεόραση και οι θ΄κοί μας οι Σαρακατσαναίοι μάσαν τα κοπάδια μέσα και πήγαν στο καφενείο ούλοι. Μαζώχκαν γ΄ναίκες, άντρες, μπαρμπάδες και με είδαν. Όλοι οι συγγενήδες, η μάνα μου, ο πατέρας μου συγκινήθηκαν, έβαλαν τα κλάμματα. Και είπε τότε ένας χωριάτης στον πατέρα μου : “ Βασίλη, τον Κωστάκη μην τον κλαίς – τώρα να τον καμαρώνεις, γιατί αυτός τραγούδαγε πέρα στα καραούλια και τώρα μας έμασε όλο το χωριό εδώ για να τον δούμε”.
1973 - ΤΟ ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ
Και βέβαια αρχίζεις και γίνεσαι καθαρός επαγγελματίας.
Μετά άρχισαν και με καλούσαν οι συλλόγοι. Το 1973 με ανακάλυψε ο μπάρμπα Βασίλης ο Τσαούσης. Με είδε στην τηλεόραση, ήρθε στην Αθήνα με έψαξε, με ήβρε και με κλείνει στο χορό των Σερρών, που τότε ήταν πρόεδρος. Ήρθαν απο τη Θράκη ο Χρήστος ο Δαλακούρας και ο Τάκης ο Καραγιάννης ο ιδρυτής της εφημερίδας μας ΄΄Ηχώ των Σαρακατσαναίων΄΄. Με βρίσκουν και μου λένε, είμαστε απο το σύλλογο Θράκης και θέλουμε ν΄άρθεις. Είχαν ένα σύλλογο τότε, και θα γίνονταν ο χορός στην Ξάνθη. Τους είπα ότι δεν μπορούσα γιατί είχα πάρει μία μέρα άδεια για να πάω στις Σέρρες. Αυτοί ήθελαν δύο μέρες πριν και είπε ο Χρήστος: “ Εμείς άμα δεν σε πάρουμε μας είπαν να μην πάμε απάνω”. Τελικά παρακάλεσαν το αφεντικό μου και αυτός με άφησε.
1974 - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ
Πάντως δεν αρκέστηκες στην ερμηνεία των παραδοσιακών Σαρακατσάνικων τραγουδιών, αλλά δημιούργησες και αρκετά δικά σου.
Το 1974 έκανα την πρώτη ραδιοφωνική εκπομπή στο ραδιομέγαρο της ΕΡΤ με τον Παναγιώτη Μυλωνά. Μου είπε: “ Κωστάκη, θέλω να μου φέρεις τραγούδια για τους Σαρακατσαναίους που φεύγουν την άνοιξη για τα βουνά ”. Πάλι κάθησα, σκέφτηκα και έγραψα το τραγούδι ΄΄ Το Μάη νύχτα γκυζερώ ΄΄ και τους στίχους και τη μουσική. Τα τραγούδια βγαίνουν στη στιγμή. Αν έχεις βιώματα, σου έρχονται απο μόνα τους.
Έγραψα επίσης τα τραγούδια : ΄΄ Αναστενάζουν τα βουνά΄΄ - ΄΄Πεθύμησα τα νειάτα μου ΄΄ - Ένα που έγραψα για τον φίλο μου τον Τάκη τον Δαλακούρα, και ένα κλέφτικο, το : ΄΄28 απ΄ τον Αλλωνάρη κι ο Αύγουστος δεν μπήκε΄΄ για έναν κουμπάρο μου απ΄ τον Αλμυρό, τον Τάκη τον Μπέη.
Τα τραγούδια ΄΄θα σε ρωτήσω ξάδερφε΄΄ και το ΄΄αφέντη μου στην τάβλα σου΄΄ μου τα ΄δωσε ο Θόδωρος ο Γιαννιώτης.
Είμαι καθαρά επαγγελματίας τραγουδιστής. Δεν έχω άλλη δουλειά. Αυτό είναι το επάγγελμα μου και έτσι ζω την οικογένεια μου. Τα δικά μου τραγούδια τα έχω κατοχυρώσει σαν πνευματική ιδιοκτησία. Τα παραδοσιακά Σαρακατσάνικα τραγούδια δεν μπορεί και δεν πρέπει να τα κατοχυρώσει κανένας γιατί είναι του λαού. Εγώ έχω κάνει μόνο εκτέλεση.
1976 – Ο ΓΑΜΟΣ
Από τη δουλειά μου στο τυροπωλείο σταμάτησα το 1976 όταν παντρεύτηκα τον Νοέμβριο. Η γυναίκα μου δεν είναι Σαρακατσάνα. Είναι από το χωριό Άγραφα Ευρυτανίας και λέγεται Λουίζα Κωστούλα. Κάναμε τρία παιδιά, δυό κόρες και ένα γιό, η μία κόρη είναι παντρεμένη στη Λάρισα, έχουμε ένα εγγονάκι και τα άλλα τα παιδιά είναι στην Αθήνα.
Με την ξαδέλφη του Μαρία Λιάγκα στο Περτούλι
ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ
Συμμετέχεις σε όλες τις εκδηλώσεις για τη Σαρακατσάνικη παράδοση. Είσαι ικανοποιημένος από αυτά που γίνονται και πώς βλέπεις το αύριο ;
Για το αύριο … δεν ξέρω,… μακάρι. Δεν υπάρχουν στα παιδιά τα βιώματα αυτά που ζήσαμε εμείς. Αλλά, πάλι από μας τους ίδιους εξαρτάται. Θα ΄θελα πάντως, όσοι αναλαμβάνουν τους συλλόγους, να αναλαμβάνουν με όλη τη σημασία της λέξεως. Αλλιώς να κάθονται παραδίπλα. Δηλαδή νάχουμε τον τίτλο και να μην κάνουμε τίποτα; Κι όταν μπαίνεις σε τέτοιο χορό να μπαίνεις για να προσφέρεις και να ξέρεις ότι θα χάσεις κι από πάνω. Θέλει ανθρώπους που να ξέρουν με τι θα ασχοληθούν.
Όσον αφορά τις εκδηλώσεις, συμμετέχω και προσπαθώ να δίνω πάντα το παρών, όπως στο αντάμωμα του Περτουλίου όπου δεν έχω λείψει ποτέ παραμερίζοντας γάμους και δουλειές όλα αυτά τα τριάντα χρόνια.
● ● ●
Για να κλείσουμε, όπως καταλαβαινω, οι καλυτερες αναμνησεις σου είναι από το Σιδερακι - Τι έχει μείνει μέσα σου ;
Εμεις τράνεψαμε εκεί απάν, πόνεσαμε. - Όποτε περνάω απ΄ τη Νάουσα, τηράω πάνω τις κορφές και με πιάνει το παράπονο.