portraita

  Σαρακατσιάνικα ΤΟΜΟΣ 3ος

Ο νέος δίσκος του Βασίλη Σερμπέζη

καθώς … η διατήρηση της πνευματικής κληρονομιάς είναι πολύ πιο δύσκολη από τη διατήρηση των φυσικών αντκειμένων. Γιατί προϋποθέτει μια κουλτούρα θεμελιωμένη σε κανόνες. Όπως κι αν αποκαλέσουμε  αυτά που χάσαμε απ’ αυτήν σήμερα, εν τούτοις, παραμένει μια απώλεια. Καθήκον μας είναι να διασώσουμε ό,τι μπορούμε!

Τα τραγούδια αυτής της συλλογής

Στα τέλη του περασμένου αιώνα, οι κοινωνιολόγοι υποστήριζαν την άποψη πως στην επιστημονική πρακτική έχει επικρατήσει η άποψη ότι αρμοδιότητα της κοινωνιολογίας είναι η μελέτη των «σύγχρονων κοινωνιών δυτικού τύπου» ενώ εκείνη της πολιτισμικής και κοινωνικής ανθρωπολογίας η μελέτη των παραδοσιακών κοινωνιών του τρίτου κόσμου (1). Και διέκριναν, εκτός από τις «προοδευμένες κοινωνίες» και τις «παραδοσιακές του τρίτου κόσμου», επί πλέον και τις παραδοσιακές κοινωνίες της Μεσογείου οι οποίες φέρουν χαρακτηριστικά και των δύο άλλων κατηγοριών και που πρωταγωνιστικά μελετά η λαογραφία.

Τέτοιες κοινωνίες, των οποίων η προέλευση μπορεί να αναχθεί (2) σε παλαιότερες εποχές,  χαρακτηρίζονται είτε από καθαρά γεωγραφικούς παράγοντες είτε από έντονα στοιχεία  πολιτιστικής συμπεριφοράς που κυριαρχούν σε κάθε τομέα των εκδηλώσεών τους. 

Οι κοινοτικές αυτές ομάδες που κάποιοι ονομάζουν συμβιωτικές (3) με έντονα τα στοιχεία κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, βασίζονται σε οικογενειακές και συγγενικές σχέσεις και δεν χαρακτηρίζονται από την αλλοτρίωση του αστικού τρόπου ζωής. Πρόκειται για κοινωνίες των «συγγενών» οι οποίες, σε αντίθεση με τις κοινωνίες των «πολιτών», αποτελούν τις δύο αντιθέτου είδους κοινωνίες που σε τελική ανάλυση αντιστοιχούν σε διαφορές κοινωνικής συγκρότησης και δομής.

Μια τέτοια τοπική συμβιωτική ή εθνοτοπική κοινωνία, η οποία δρούσε και κινούνταν ως επί μέρους πολιτισμική ομάδα στο δίπτυχο ενός πολιτισμικού δυϊσμού ανάμεσα στο επίσημο και εθιμικό δίκαιο και παράλληλα στο πλαίσιο μιας κυρίαρχης περιβάλλουσας κοινωνίας (4), ήταν οι Σαρακατσιάνοι ή Σαρακατσιαναίοι. Εξελιγμένοι έως μετέχοντες του Ελληνικού πολιτισμού, παραδοσιακοί στην τεχνολογία και την κοινωνική οργάνωση, είχαν κύριο χαρακτηριστικό το νομαδισμό. Ζούσαν σε ιδιότυπους κοινωνικούς και παραγωγικούς μηχανισμούς, τα τσελιγκάτα που, παρά  τις αντιρρήσεις κάποιων πλημελώς πληροφορημένων ερευνητών, ήταν συνεταιρισμοί με αρχηγό όχι ανεγξέλεκτο αλλά υποκείμενο σε κρίση. 

Κλειστές μονάδες από τη φύση τους, με βασικό δομικό κοινωνικό υλικό την  διευρυμένη ή εκτεταμένη  οικογένεια διατηρούσαν τις απαραίτητες μόνο εξωτερικές σχέσεις, αυτές που ήταν ζωτικής σημασίας ώστε πολλές φορές να οδηγούνται στο τεχνητό επίχρισμα της κουμπαριάς (5).  

Με απαράβατο κανόνα την εθνική ενδογαμία καθώς απαγορεύονταν ο γάμος μεταξύ συγγενών από πατέρα μέχρι τον 8ο βαθμό και από μητέρα μέχρι τον 6ο - και με συγγένειες εξ αίματος, εξ αγχιστείας, πνευματικής (κουμπαριά) και τεχνητής (αδελφοποιΐα), αποτελούσαν μια κλειστή κοινωνική ομάδα πατρογραμμική και πατροτοπική με αρχηγό – διαχειριστή πάντα από την γραμμή του πατέρα είτε πρόγονο αιρετόν με σύστημα πατερναλιστικό. 

Συγκρίνοντας κανείς την εκτεταμένη σαρακατσιάνικη οικογένεια με τις ιστορικές πατριαρχικές, όπως η βιβλική εβραϊκή, η ελληνική προομηρική και η ρωμαϊκή, διαπιστώνει μια ιδιαιτερότητα.  Ο σαρακατσιάνος αρχηγός ούτε υπερφυσικές – θεϊκές ιδιότητες είχε ούτε απέπεμπε τη γυναίκα του ούτε εξέθετε το παιδί του ούτε αποφάσιζε για τη ζωή και το θάνατο των υπηκόων του, όπως οι ρωμαίοι, ούτε είχε το δικαίωμα της πολυγαμίας ή της κτήσης παλλακίδων. Τέλος ο θάνατός του δεν επέφερε διάλυση της οικογένειας (6). 

Το σαρακατσιάνικο τσελιγκάτο διέπονταν από απαράβατους κανόνες ηθικής όπου ο ατομικισμός έπρεπε να ενταχθεί στο σύνολο που μπορούσε να διαιωνίσει τις απαραίτητες κοινωνικές δομές. Από την ώρα που τόσο το άτομο όσο και η ομάδα έμπαιναν στο σύστημα συγγένειας και συμμαχίας, ήταν πάντα κοινωνικά τοποθετημένοι και ταξινομημένοι. Η κάθε κοινωνική λειτουργία διέπονταν από συγκεκριμένη κανοναρχία και κώδικες προαιώνιους.

Άσχετα με την εμφάνισή τους,  οι προβαταραίοι της Βαλκανικής Σαρακατσιαναίοι, για τον βιοπορισμό τους και σε άμεση συνάρτηση με σημαντικά ιστορικά γεγονότα του 17ου αιώνα, βίωσαν μια πρωτοφανή διασπορά σχεδόν σε όλες τις χώρες της Βαλκανικής (7). 

Έτσι κατά τους τέσσερις τελευταίους αιώνες εμφανίζονται από την Πελοπόννησο μέχρι το Βουκουρέστι και από την Κορυτσά μέχρι την Κόκκινη Μηλιά. Την παρουσία τους στις περιοχές αυτές μαρτυρούν τόσο οι προφορικές αφηγήσεις των παλαιοτέρων, όσο και μια σειρά από σοβαρές βιβλιογραφικές αναφορές. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί ότι κατά τον τέως Πρύτανη του Δ.Π.Θ. Καθηγητή Μαυρόγιαννη (8) υπάρχουν πλείστες όσες μαρτυρίες σαρακατσάνων της Μακεδονίας και Θράκης που επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Επίσης η Παπαθανάση – Μουτσοπούλου (9), παρουσιάζοντας μια σειρά από έγγραφα - ντοκουμέντα του 19ου αιώνα, τεκμηριώνει την παρουσία των Σαρακατσάνων σε Ανατολική Θράκη και Ρωμυλία. 

Σήμερα οι ιστορικές συγκυρίες και η κοινωνικοοικομική πραγματιότητα, νομοτελειακά, επέφεραν τις δομικές τους αλλαγές και στη σαρακατσιάνικη νομαδική κοινωνία. Παρασυρμένοι απ’ τον άνεμο μιας ιλιγγιώδους τεχνολογικής εποχής όχι πια στο περιθώριο αλλά ενεργά μετέχοντες και οι Σαρακατσιάνοι οδεύουμε προς το τέλος.

Μια συμβιωτική ομάδα, ακραιφνώς ελληνική, με καταβολές προαιώνιες και μια  πρωτοφανή διαίσθηση ηθικής που κράτησε μόνο όσα θεώρησε απαραίτητα απ’ τις εποχές και τα σημαντικά γεγονότα, δείχνει να κλείνει τον βιολογικό της κύκλο. Πεθαίνει όταν στερηθεί τον αέρα της, το τραχύ γεωφυσικό περιβάλλον. Μια ανυπότακτη κοινότητα που, ακολουθώντας το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, φαίνεται να καταξιώνεται μόνο όταν δέχεται έντονες εξωτερικές πιέσεις, αποτελεί σήμερα παρελθόν. Ό,τι δεν κατάφεραν οι Οθωμανικές διώξεις, οι πρωτοφανείς πιέσεις του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού ή η αδιαφορία έως και προκατάληψη της επίσημης ελληνικής πολιτείας, φαίνεται να γίνεται χωρίς κανείς να το επιδιώκει. 

Οι σαρακατσιάνοι που επέζησαν τουλάχιστον κατά τη ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο, ή αν θέλετε έζησαν στο περιθώριο της προκαπιταλιστικής, της βιομηχανικής και μεταβιομηχανικής περιβάλλουσας κοινωνίας, παρακολουθούν σήμερα έκθαμβοι, μαζί με τον άλλο κόσμο, πλήρως αφομοιωμένοι, την δραματική ηθική και πνευματική κατάρρευση του υπαρκτού καπιταλισμού. Και τώρα τι;

Ίσως, για την ειρωνία της υποθέσεως, το προαιώνιο μαγικοθρησκευτικό τραγούδι με τη μορφή της προφητείας του Πατροκοσμά του Αιτωλού, ηχήσει για τελευταία φορά: 

Μια μέρα οι Σαρακατσιάνοι θα χωριστούν στα τέσσερα κομμάτια. Όσοι παν’ έβγα ηλιού θα γυρίσουν φορτωμένοι με αρμαθιές φτώχεια και κακομοιριά. Όσοι πάν’ κατ’ το βοριά θα λουφάξουν. Κι όσοι δε βουργαρέψουν θα κυριέψουν. Στο τέλος όλοι θα χαθούν. Μα σαν χαλάσουν οι Σαρακατσάνοι θα χαθεί κι κόσμος ολάκαιρος.

Η παρούσα συλλογή με τραγούδια, κατά το πλείστον από τον κοινωνικό και κυρίαρχα νομαδικό τρόπο ζωής των προγόνων μου, θεωρώ ότι θα μπορούσε να αποτελέσει μια κατάθεση σεβασμού και τιμής σ’ έναν προαιώνιο πολιτισμό που οδεύει προς το τέλος του. Θα ήταν απολύτως ουτοπική κάθε αντίληψη παρουσίασης ενός μουσικού πολιτισμού στην ολότητά του, στα στενά περιθώρια ενός δίσκου 14 τραγουδιών. Φιλοδοξία μας είναι η παρούσα συλλογή να επιτύχει, ως ένα βαθμό, μια αξιοπρεπή παρουσίαση ενός αποσπάσματος αυτού του πολιτισμού.

Για την ταυτότητα αυτή, ο αείμνηστος Γιώργος Παπαδάκης έγραφε, προ εικοσαετίας: «Είναι ιδιαιτέρως πολύπλοκο να εξηγηθεί σήμερα, ιδίως σε νέους αλλά και σε περισσότερο εξοικειωμένους με την παραδοσιακή μουσική ακροατές, το γιατί και το πώς  ένα ηχόχρωμα ή στολίδι που πλουτίζει τη μελωδία, δεν ήταν απλή ή αυθαίρετη επιλογή του ερμηνευτή αλλά ότι έχει νόημα, ιστορία και, κυρίως, σχέση με το περιβάλλον.  Με την ύπαιθρο, τη φύση, την άνοιξη ή τον βαρύ χειμώνα».

Η δεξαμενή των αρχαίων παραδόσεων, που βέβαια δεν επιβίωσαν τυχαία μέχρις εμάς, αποτελεί μια ανεκτίμητη πηγή γνώσης για κάθε καλόπιστο μελετητή. Και ως εκ τούτου αποτελεί καθήκον η διατήρησή της. 

Γιατί η σχέση με τη μελέτη της παραδοσιακής μουσικής  δεν είναι μια απλή ενασχόληση με ένα  μουσειακό θέμα, μα η καλλιέργεια ενός ζωντανού φαινομένου που δεν είναι λόγια, ήχοι, αισθήματα. Είναι όλα αυτά μαζί. Είναι ζώσα λειτουργία: γνωστική, εκπαιδευτική, αισθητική, θεραπευτική, ανανεωτική, κοινωνική, κινητική. Αυτή είναι μια κληρονομιά που δεν της αξίζει το περιθώριο.

Επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να διατηρώ τη ελπίδα ότι κάποια στοιχεία του μουσικού προγονικού μας πολιτισμού, αξίζουν την προσοχή σας.  

Καλήν ακρόαση

Κομοτηνή Χινόπωρο του 2021

Βασίλης Σερμπέζης

● ● 

[1]  Καββαδίας Γ. «Σαρακατσάνοι – μια Ελληνική ποιμενική κοινωνία», εκδ. Μπρατσιώτη, Αθήνα 1991.

[2] Ευστρατίου Ν. «Εθνοαρχαιολογικές έρευνες στη Θράκη» ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ, Τόμος 3ος,  εκδ. Μορφωτικού Ομίλου Κομοτηνής, Κομοτηνή 1982, σελ. 115-124.

[3] Νιτσιάκος Β. «Παραδοσιακές κοινωνικές δομές», εκδ. ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Αθήνα 1991, σελ. 49-51.

[4] Δαμιανάκος Στ. «Λαϊκός πολιτισμός: Ιδεολογική χρήση και θεωρητική συγκρότηση του όρου», εκδ. Ερμείας, Αθήνα 1977.

[5] Βαρβούνης Γ.Μ.. «Ποδιές της συλλογής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης», εκδ. Δ.Π.Θ., Κομοτηνή 1999, σελ. 10.

[6] Καββαδίας Γ, 1991, ο.π. σελ. 170-172.

[7]  Σερμπέζης Β. – Κουρκούτας Ν. «Οι Σαρακατσάνοι της Βαλκανικής. Ένας Ελληνικός νομαδικός πληθυσμός χωρίς σύνορα» ανακοίνωση στο 8ο παγκόσμιο συνέδριο Διεθνούς Οργανώσεως Λαϊκής Τέχνης, Δράμα 1994.

[8] Μαυρόγιαννης Δ. «Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης, της κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας», τόμος 1ος , έκδ. Δωδώνη,  Αθήνα -  Γιάννενα 1998,  σελ. 265-308.

[9] Παπαθανάση - Μουτσοπούλου. «Μαρτυρίες για τη δράση και τη ζωή των Σαρακατσάνων» άρθρο στα πρακτικά του συνεδρίου «Σαρακατσάνοι. Ένας Ελληνικός νομαδικός κτηνοτροφικός πληθυσμός», εκδ. Λαογραφικό Μουσείο Σαρακατσαναίων, Σέρρες.    

               


EYXΑΡΙΣΤΙΕΣ

Για τη συμβολή τους στην πραγμάτωση του έργου, θερμά ευχαριστώ

Τις και τους αείμνηστους: 

Αναστασιά Γιαννοπούλου από Νέα Σάντα Ροδόπης, Μαρία Φλωροκάππη από Άγιο Κοσμά Καβάλας, Ελευθερία Τσαρούχα από Γόνιμο Σερρών, Μαρία Γούλα -  Μπασδάνη από Παραλίμνιο Σερρών, Κώστα Γιαννακόπουλο από Νέα Σάντα Ροδόπης, Τάσιο Γιαρίμη από Ίασμο Κομοτηνής, Χρήστο Κουτσογιάννη από Διαλαμπή Ροδόπης, Βασίλη Τσιαούση από Σέρρες, Ανδρέα Φαρμάκη από Θεσσαλονίκη, Βασίλη Μπουροζίκα από Κοκκινοπλό Ολύμπου, Γιάννο και Μήτρο Πανουργιά από Λιμογάρδι Λαμίας και Κώστα Κουτάβα από Σαμουήλοβο Βουλγαρίας. 

Τις και τους κ.κ.: 

Ασήμω (Τσημουλιά) Κουτσογιάννη από Ασκητές Ροδόπης, Βάγια Φαρμάκη – Γίδαρου από Κορδελιό Θεσσαλονίκης, Αθανάσιο Μπασδάνη και Γιώργο Τσαρούχα από Σέρρες, Ανδρέα Σίμο από Κιλκίς, Θόδωρο Γιαννιώτη τ. Πρόεδρο της Π.Ο.Σ.Σ., Ανδρέα και Στέργιο Μπομπότα από Θεσσαλονίκη, Χρήστο Φαρμάκη από Θεσσαλονίκη, Γιώργο Κολοβό Εύοσμο Θεσσαλονίκης, Χρήστο Γίδαρο από Κορδελιό, Χρήστο Μαντζαβίνο από Αλμυρό, Χρήστο Πανουργιά από Λιμογάρδι Λαμίας, για τις σημαντικές μαρτυρίες τους, 

Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον φίλο δάσκαλο Βασίλη Ζυγογιάννη από το Κάστρο Βοιωτίας για την έρευνα στα Αρχεία του Κράτους που απετέλεσε σημαντική συνεισφορά στην ιστορική τεκμηρίωση των κειμένων.

Επίσης τις και τους Θοδώρα Γίδαρη και Γιώργο Τσιάκαλο από Ρετζίτσα της Βουλγαρίας, Μήτρο Γρίβα από Κότελ, Βασίλη Μερμικλή και Μήτρο Μπατάκο από Σλίβεν, για τις ανεκτίμητες πληροφορίες τους.

Ευχαριστώ, πρωτίστως, τον αυθεντικό Χρήστο Γαλανή με τη μαγική του φλογέρα και θερμά τους εξαιρετικούς μουσικούς Κώστα Τζελέπη, Κώστα Καραπάνο, Παναγιώτη Μπούσιο, Γιώργο Ματθαίου, Γιάννη Διαμάντη και ξεχωριστά τον Γιάννη Λίτσιο που, χάρη στην φιλία μας, παραμέρησε την ερμηνευτική του ταυτότητα και συνόδευσε με το ιστορικό του ντέφι τα τραγούδια. 

Τον τεχνικό του ήχου Αστέριο Τράκα για το ήθος, την επαγγελματική του αρτιότητα κι την ποιότητα της δουλειάς του,

τον καλό συνάδελφο και φίλο Γιώργο Δεληολάνη για την τόσο άρτια εικαστική του παρέμβαση και 

τον γιο μου Χρήστο που βρήκε και ξόδεψε, κι αυτή τη φορά, κάποιον απ’ τον πολύτιμο χρόνο του για την δημιουργική του επίβλεψη στο έργο,

τον αγαπημένο συνεργάτη Γιώργο Ματθαίου, μουσικοδιδάσκαλο Βυζαντινής και Ευρωπαϊκής Μουσικής για την παράθεση της προσωπικής του οπτικής μέσα από τα μάτια της «ζυγιάς μας», 

τον εξαιρετικό συνάδελφο και φίλο Λάμπρο Λιάβα, Καθηγητή Εθνομουσικολογίας του Καποδιστρικαού Πανεπιστημίου Αθηνών για την κατάθεση των απόψεων και των μουσικολογικών του σχολίων που τιμούν την παρούσα έκδοση κι εμένα προσωπικά

και τέλος 

τον ανεκτίμητο φίλο Ζήση Κατσαρίκα του οποίου η στήριξη και συνεισφορά, αποκτά διαστάσεις που ξεπερνούν ακόμα και τη δική του αδερφική αγάπη, σήμερα στη δύσκολη συγκυρία για τον καθένα και για κείνον ιδιαίτερα!  

Βασίλης Σερμπέζης



΄΄ ΧΑΡΑΞ΄ΤΟ ΕΣΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΠΑΜΕ ΑΝΤΑΜΑ!..΄΄

του Λάμπρου Λιάβα 

Έχω τη χαρά και την τιμή να γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια τον Βασίλη Σερμπέζη, τόσο ως καλλιτέχνη-τραγουδιστή όσο και ως επιστήμονα-ερευνητή και –πάνω απ’ όλα - ως τον σημαντικότερο πρεσβευτή σε πανελλήνιο επίπεδο της μουσικής και χορευτικής παράδοσης των Σαρακατσιαναίων! Επιπλέον, μέσα από τη συνεργασία μας σε σημαντικές παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής καθώς και στο «Αλάτι της Γης», μου δόθηκε άμεσα η ευκαιρία να εκτιμήσω τη χαρισματική προσωπικότητα, τη βαθειά γνώση, τη μεθοδικότητα και την επικοινωνιακή του δύναμη.

Γεννημένος στη Νέα Σάντα της Ροδόπης, ο Β. Σ. διατηρεί τη βαθιά βιωματική σχέση με τις ρίζες του, καθώς μυήθηκε «εξ απαλών ονύχων» στ’ ακούσματα, τις τελετουργίες και τα γλέντια, στον πολύ ιδιαίτερο σαρακατσιάνικο κοινοτικό βίο. 

Παράλληλα, συνδυάζει το παραδοσιακό βίωμα με την αναλυτική σκέψη και κρίση του επιστήμονα, μέσα από τις σπουδές του καθώς και τη μακρόχρονη θητεία του στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ως Kαθηγητής στο γνωστικό αντικείμενο της Μεθοδικής Διδακτικής του Ελληνικού Παραδοσιακού Χορού. Αυτή η διπλή προσέγγιση του λαϊκού πολιτισμού, «εκ των έσω, αλλά και εκ των άνω», του προσφέρει το προνόμιο να διευρύνει τους ορίζοντές του, λειτουργώντας τόσο ως «μάχιμος» μουσικός, φορέας και εκφραστής της συλλογικής ταυτότητας και μνήμης, όσο και ως «οίκει ερευνητής». Χαρακτηρίζει μάλιστα την επαγγελματική του ενασχόληση στο παραδοσιακό μουσικό πατάρι και την ευθεία συμμετοχική παρατήρηση ως… «δια βίου εκπαίδευση»!

Έτσι, εκτελεί και επιτελεί τα τραγούδια και τους χορούς ως αναγνωρισμένος εκπρόσωπος της κοινότητας, ενώ ταυτοχρόνως είναι σε θέση να ταξινομεί και ν’ αναλύει, να συγκρίνει και ν’ αποτιμά το περιεχόμενο, τη δομή, τις λειτουργίες, τις διαφοροποιήσεις του μουσικοχορευτικού φαινομένου.

Η προνομιακή αυτή θεώρηση είναι εμφανής στα άρθρα του καθώς και στη σειρά των εξαιρετικά φροντισμένων και τεκμηριωμένων μουσικών εκδόσεων με τον γενικό τίτλο «Σαρακατσιάνικα» που εγκαινίασε το 2017, έχοντας προαναγγείλει έναν κύκλο πέντε τόμων. Πολύτιμη κιβωτό της φιλόδοξης αυτής πρωτοβουλίας αποτελεί «μια  συλλογή 550 τραγουδιών που αξιωθήκαμε να δημιουργήσουμε επί μισόν περίπου αιώνα». 

Ο Β.Σ. ανταποκρίθηκε στη μεγάλη πρόκληση για τη διαχείριση αυτού του πλούσιου και πολύμορφου υλικού, επιλέγοντας για τον πρώτο τόμο της σειράς (Σαρακατσιάνικα Ι - 2017) 14 αντιπροσωπευτικά δείγματα από τη «βόρεια» παράδοση των Σαρακατσιαναίων της Μακεδονίας, της Θράκης και των Βαλκανίων. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις παραλογές ή «πλαστά» τραγούδια, ένα παλαιότατο ρεπερτόριο με λόγια στοιχεία, και οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες παραλλαγές που κατέγραψε έρχονται να τεκμηριώσουν την ένταξη της διαλέκτου και του τραγουδιού των εθνοτοπικών αυτών ομάδων στον ευρύτερο ελλαδικό κορμό.

Στον δεύτερο τόμο της σειράς (Σαρακατσιάνικα ΙΙ – 2019) ο Β.Σ. επέλεξε άλλα 14 σαρακατσιάνικα τραγούδια που αυτή τη φορά εκπροσωπούν τις ομάδες νοτίως του Ολύμπου, στην Κεντρική και Νότια Ελλάδα μέχρι τις παρυφές της Αθήνας και τον Μοριά. Εδώ επικεντρώθηκε στα πολύ ιδιαίτερα κλέφτικα και ληστρικά τραγούδια που διέσωσαν την ιστορική μνήμη των Σαρακατσιαναίων μαχητών, καλύπτοντας δύο διαφορετικούς άξονες: τα πρωτογενή «αυθεντικά» ακούσματα του σχετικού ρεπερτορίου αλλά και τα «γραμμοφωνίσια» τραγούδια έτσι όπως διαμορφώθηκαν από τις επιρροές της εμπορικής δισκογραφίας, το «καμπίσιο» ύφος στην ερμηνεία και την επιβολή των δεξιοτεχνικών οργάνων της «κομπανίας» όπως το κλαρίνο και το βιολί.

Έτσι, θίγει ουσιαστικά κριτικά ζητήματα σε σχέση με το πέρασμα του σαρακατσάνικου μουσικού πολιτισμού από τα ντόπια τραγούδια, που εκτελούνταν «με το στόμα» ή μόνο με τη φλογέρα, στο υπερ-τοπικό επίπεδο των επαγγελματιών οργανοπαικτών. 

Ειδικότερα στο πέρασμα από τη φλογέρα και τον ζουρνά στο λαϊκό κλαρίνο (όπου μεταφυτεύτηκαν τα «πιασίματα», οι τεχνικές παιξίματος των παλαιών οργάνων) βρίσκεται το «μυστικό» της ένταξης -μετά το 1850- του δυτικού συγκερασμένου κλαρινέτου στον κορμό της ελληνικής παράδοσης σε τέτοιο βαθμό ώστε να αναδειχτεί σύντομα σε σύμβολο της στεριανής μουσικής! Λαμπρό παράδειγμα της αφομοιωτικής και αναπλαστικής δύναμης μιας ισχυρής παράδοσης απέναντι στα «ξένα» στοιχεία της αστικοποίησης κι εκδυτικοποίησης…

 Θεωρώ λοιπόν ότι δεν είναι τυχαίο το ότι ο Β.Σ. επέλεξε να ξεκινήσει αυτόν τον τρίτο τόμο της σειράς «Σαρακατσιάνικα» με την ποιμενική φλογέρα-τζαμάρα του εμπειροτέχνη βοσκού Χρήστου Γαλανή από την περιοχή της Λαμίας, που εκπροσωπεί «το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα του σαρακατσιάνικου ηχοχρώματος». Τονίζει μάλιστα το σπουδαίο ταλέντο του που κατάφερε να αποδίδει με τη φλογέρα  οποιοδήποτε τραγούδι έπαιζαν οι ονομαστοί κλαριντζήδες στους δίσκους και τα ραδιόφωνα, ενώ πολλοί από τους επαγγελματίες του είδους τον επισκέφτηκαν για να προσεγγίσουν τις τεχνικές του! 

Και είναι ενδεικτικό ότι η τεχνική παιξίματος της φλογέρας έχει επηρεάσει και την εκφορά και το ηχόχρωμα του σαρακατσιάνικου τραγουδιού, όπως τόσο ανάγλυφα αποτυπώνεται στο τραγούδισμα του Β.Σ. με τα πολύ χαρακτηριστικά μελίσματα, τα γλιστρήματα της φωνής και τον ξεχωριστό παλμό στο βιμπράτο.

Τα 14 τραγούδια που έχουν επιλεγεί γι’ αυτόν τον τόμο επικεντρώνονται στον ποιμενικό και κοινωνικό βίο των Σαρακατσιαναίων, με έμφαση στις νομαδικές μετακινήσεις που αποτελούν μέσα στους αιώνες το κυριότερο πολιτισμικό γνώρισμα των διαφόρων εθνοτοπικών ομάδων. Και είναι ενδεικτική η παραλλαγή του τραγουδιού (αρ. 2) με το «μάλωμα» ανάμεσα στους δύο αγίους που καθόριζαν τα χρονικά ορόσημα αυτών των μετακινήσεων: τον Αη-Δημήτρη για το ξεχείμασμα και τον Αη-Γιώργη τον «Βούργαρο και σκορποφαμελίτη» για την άνοιξη και το καλοκαίρι στα εύφορα βοσκοτόπια της Βουλγαρίας! 

Επίσης είναι αποκαλυπτική και η καταγραφή του σπαρακτικού τραγουδιού «Σκούζει η Μαυροθάλασσα, μοιριολογάει και κλαίει» (αρ. 4) όπου αποτυπώνεται η περιπέτεια των Σαρακατσιαναίων της Ανατολικής Ρωμυλίας που κατέφυγαν πρόσφυγες στην «Παλιά Ελλάδα» αφήνοντας έρημα τα λιβάδια!

Στο τραγούδι «Από μικρός ορφάνεψα» (αρ. 7) ανιχνεύουμε τον απόηχο από τον ακριτικό κύκλο, ενώ το ποιητικό μοτίβο του «Μια κόρη με τη μάνα της» (αρ. 13) παραπέμπει στις βυζαντινές παραλογές για την «Κόρη ταξιδεύτρα». 

Παράλληλα, δεν είναι τυχαίο ότι και οι σαρακατσιάνικες παραλλαγές από τα κλέφτικα και ληστρικά τραγούδια που επιλέχτηκαν (αρ. 8, 10 και 11) συνδέονται κι αυτές με τη θεματολογία της ποιμενικής ζωής.  

Τέλος, δίπλα σε αυτό το «παλαιό» ρεπερτόριο συναντάμε και τις νεότερες αστικές επιρροές: με το τραγούδι «Συνάλλαξα, στολίστηκα» (αρ. 6, που ανήκει στα «γραμμοφωνίσια» με «καμπίσια» χαρακτηριστικά), καθώς και με τρία πανελλήνια δημοφιλή τραγούδια στις πολύ ξεχωριστές σαρακατσιάνικες παραλλαγές τους (αρ. 3, 7 και 12). Είναι μάλιστα άξιο παρατήρησης ότι και στις τρεις περιπτώσεις, ενώ ο βασικός κορμός-υπόθεση αναπτύσσεται σε στίχο ανομοιοκατάληκτο (κύριο γνώρισμα της στεριανής παράδοσης), τελικά το τραγούδι αποκτά ρίμα-ομοιοκαταληξία (στοιχείο που φανερώνει αστική επίδραση) χάρη στα «τσακίσματα» και τα «γυρίσματα», δηλ. επιφωνήματα, λέξεις και φράσεις που παρεμβάλλονται ένθετα στο αρχικό κείμενο. 

Και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όλες αυτές οι «ξένες» παρεμβολές στο στιχουργικό σώμα παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στα σαρακατσιάνικα τραγούδια  διαμορφώνοντας την παράλληλη ανάπτυξη λόγου και μουσικής. Και δεν αποτελούν απλώς τεχνικά μέσα προσαρμογής, ώστε να προσομοιάσουν τα νέα άσματα στις παλαιότερες δομές. Αντίθετα, συνιστούν μιαν ιδιότυπη κατασκευαστική τεχνική, συνδεδεμένη οργανικά με το στοιχείο του μουσικο-ποιητικού αυτοσχεδιασμού και την εξέλιξη της προφορικής φόρμας του δημοτικού τραγουδιού.

Τέλος, θεωρώ ότι την πλέον συγκινητική καταγραφή της συλλογής αποτελεί το εμβληματικό κλέφτικο τραγούδι «Οι κλέφτες επροσκύνησαν» (αρ. 11). Υπενθυμίζει τη μεγάλη συμβολή των Σαρακατσιαναίων στον απελευθερωτικό αγώνα, ενώ παράλληλα συνιστά ένα πολύτιμο ντοκουμέντο με την υποδειγματική ερμηνεία του αείμνηστου Χρήστου Κουτσογιάννη από την Διαλαμπή Ροδόπης ο οποίος υπήρξε για τον Β.Σ. μέντοράς του στο σαρακατσιάνικο τραγούδι. Έτσι, από τον δάσκαλο περνάμε στον μαθητή,  με τη χαρακτηριστική φράση του Βασίλη: «Απ’ αγάλια, Μπαρμπα-Χρήστο, χάραξ’το εσύ και να το πάμε αντάμα!..» 

Μια φράση-κλειδί που συμπυκνώνει το ήθος του Σερμπέζη και τον χαρακτήρα της όλης του προσπάθειας, με στόχο την καταγραφή-διάσωση, τη μελέτη-κριτική αποτίμηση και την προβολή-διάδοση της μουσικής και χορευτικής παράδοσης των Σαρακατσιαναίων.

Και είναι ενδεικτικό ότι σε όλες του τις σημειώσεις δεν παραλείπει να παραπέμψει ονομαστικά στους ντόπιους πληροφορητές και στα οικογενειακά αρχεία απ’ όπου άντλησε την τεκμηρίωση για τα τραγούδια που ερμηνεύει, συνδέοντάς-τα με τον χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο και τις συνθήκες της επιτέλεσής τους. 

Ενώ με ιδιαίτερη συγκίνηση μετράμε τους σταυρούς μπροστά σε πολλά από τα ονόματα εκείνων που «έφυγαν» αφήνοντας όμως ως παρακαταθήκη τη μαρτυρία τους για τα τραγούδια, την εθνοτοπική ταυτότητα και τη συλλογική μνήμη.

Γιατί, όπως λέει και το παραδοσιακό δίστιχο, «τούτο τον κόσμο που ‘μαστε άλλοι τον είχαν πρώτα, / τώρα τον έχουμε εμείς κι άλλοι τον καρτεράνε»! 

Και ο Βασίλης Σερμπέζης δεν μένει στα λόγια, αλλά το κάνει πράξη! 

Γι’ αυτό και τον ευχαριστούμε από καρδιάς, μαζί με τις ευχές μας για υγεία και έμπνευση. Αναμένοντας με ανυπομονησία και τον τέταρτο τόμο της σειράς, ο οποίος –όπως προαναγγέλλει το τελευταίο τραγούδι αυτής της έκδοσης- θα είναι αφιερωμένος στα τραγούδια της τελετουργίας του γάμου.

Λάμπρος Λιάβας

Καθηγητής Εθνομουσικολογίας ΕΚΠΑ



Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΕΡΜΠΕΖΗΣ 

ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΄΄ΖΥΓΙΑΣ ΜΑΣ΄΄

του Γιώργου Ματθαίου

Έχω την μεγάλη τιμή και χαρά, να συγκαταλέγομαι ανάμεσα στους σταθερούς συνεργάτες του Βασίλη Σερμπέζη, ενεργά  τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Συμμετέχοντας μαζί του σε δεκάδες συναυλίες, παραστάσεις, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, χοροστάσια και γάμους σε όλη την Ελλάδα, θα ήθελα να παρουσιάσω  την πλευρά του ως ερμηνευτή και μουσικού.

Ο Βασίλης είναι από τους χαρισματικούς ερμηνευτές ο οποίος, έχοντας αξιοποιήσει μοναδικά και βιωματικά στοιχεία από το ανεξάντλητο σώμα της προφορικής μουσικής παράδοσης, σε συνδυασμό με την πολύχρονη συνεργασία του με εκλεκτούς και κορυφαίους  μουσικούς και καλλιτέχνες του χώρου και με γνώμονα το ερμηνευτικό του τάλαντο και την σκληρή δουλειά, κατατάσσεται στους ελαχίστους που δικαιωματικά είναι Δημοτικοί Ερμηνευτές και Τραγουδιστές.

Όταν συνεργάζεσαι μαζί του, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι ένας χείμαρρος γνώσεων  και, κατά τη σύσταση των ενορχηστρώσεων και του προγράμματος, διέπεται από προσήλωση και οργανωτικότητα που ασυναίσθητα και αβίαστα ωθούν όλους τους μουσικούς της ορχήστρας να αναδείξουν τον καλύτερό τους εαυτό.

Η ερμηνευτική του δεινότητα έγκειται όχι μόνο στην άνεση που έχει να ερμηνεύει υποδειγματικά από τα πιο εύκολα τραγούδια μέχρι τα απαιτητικά καθιστικά με τις περίτεχνες ηχοχρωματικές αποχρώσεις, αλλά και στην αύρα και την αισθητική που απορρέει κατά την ερμηνεία του, καθώς η καθαρότητα της έκφρασης και της άρθρωσης δίνει στον ακροατή - θεατή το στίγμα της πληρότητας κατανόησης του πλέγματος μουσικής και στίχου.

Ο Σερμπέζης, ως ερμηνευτής, δεν είναι καλλιτέχνης αυτοπαγιδευμένος στην ωραιότητα των πραγμάτων που κάνει γιατί βιωματικά ζει αυτό που κάνει με τελειότητα και αρτιότητα, παραμερίζοντας το μέρος για το όλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το ότι είναι πάρα πολύ επιλεκτικός και επιμελής, το πώς θα επιμεληθεί τον ήχο, από ένα γλέντι μέχρι και το στούντιο. Είναι υποδειγματικός στην οργάνωση της δισκογραφικής του δουλειάς, για την εξαιρετική μουσική θεματογραφία τους, για την ενορχήστρωση και τη συνεργασία του με τους πιο αξιόλογους μουσικούς και τεχνικούς ήχου.

Μουσικά, πρωτοστατεί όχι μόνο για τις συνεργασίες του και την πορεία του αλλά γιατί, μέσα από τις τελευταίες δισκογραφικές του δουλειές, αναδεικνύει και μια άγνωστη για πολλούς αστική μουσική παράδοση των Σαρακατσαναίων τόσο σε στίχο όσο και σε μουσική δομή, καθιστώντας την αποκαλυπτική για το εύρος και την ηχοχρωματική της ταυτότητα.

Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι μουσικά ο Βασίλης Σερμπέζης καθορίζεται από τα πράγματα που επιλέγει να μην κάνει, καθιστώντας τον έναν ακέραιο Δημοτικό Εμηνευτή, ο οποίος εστιάζει στην Παράδοση που  ῥεῖ και είναι ζώσα.

Ματθαίου Γεώργιος, Λαουτίστας

Μουσικοδιδάσκαλος Βυζαντινής και 

Ευρωπαϊκής Μουσικής



Τ Α   Τ Ρ Α Γ Ο Υ Δ Ι Α


ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΙΚΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

(ποιμενικός σκοπός)

Ποιμενικός σκοπός με αυτοσχεδιασμούς πάνω σε σαρακατσιάνικα μουσικά μοτίβα από τον αυτοδίδακτο Χρήστο  Γαλανή. 

Ο Χρήστος που ζει στην Αγία Παρασκευή Λαμίας, είναι μια αξιοπρόσεκτη περίπτωση φλογερίστα. Από παιδί, κοντά στο κοπάδι, κατασκεύαζε φλογέρες απ’ ό,τι υλικό μπορεί να φανταστεί κανείς, καλάμια, κουφοξυλιές, χαλκοσωλήνες, τα πάντα κι έπαιζε τόσa, όσα άκουγε απ’ τον κοινωνικό του περίγυρο. 

Προικισμένος με σπουδαίο μουσικό αυτί και ταλέντο, κατάφερε να αποδίδει με τη φλογέρα του  οποιοδήποτε τραγούδι έπαιζαν όχι μόνο όσοι έπαιζαν φλογέρες αλλά και οι σπουδαίοι κλαρινίστες που άκουγε στους δίσκους και το ραδιόφωνο. 

Δεν είναι τυχαίο που οι πιο ονομαστοί  επαγγελματίες του είδους τον έχουν επισκεφτεί για να προσεγγίσουν τις τεχνικές του. 

Έχει συνοδεύσει τους πιο σημαντικούς σαρακατσιαναίους ερμηνευτές, Νάκα, Γιαρίμη κ.α. καθώς και σημαντικές εκδώσεις του Συλλόγου Σαρακατσαναίων Φθιώτιδας και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων. 

Θεωρείται ο πιο εκφραστικός φλογερίστας του σαρακατσιάνικου ηχοχρώματος. 


ΔΥΟ ΑΓΙΟΙ ΜΑΛΛΩΝΑΝΕ

(καθιστικό)

Αλληγορικό τραγούδι που ακούγονταν στους Βορειοελλαδίτες  και «Βουργαρινούς» Σαρακατσιαναίους  που αναφέρεται στα ορόσημα του νομαδισμού, με βάση τα οποία, έπαιρναν τη «στράτα» για τα βουνά όπου ξεκαλοκαίριαζαν, περίπου τ’ Αη – Γιωργιού και κατέβαιναν στα χειμαδιά τον Αη Δημήτρη. Το καλοκαίρι ήταν πολυπληθέστερα  σε αρθμό ατόμων τα τσελιγκάτα, σκόρπιζαν οι φαμελιές καθώς οι άντρες συνόδευαν, ανά δύο, τα πολλά και μεγάλα κοπάδια ενώ οι γυναίκες έμεναν με τις οικογένειες στα κονάκια. 

Τον χειμώνα, ξεχώριζαν σε μικρότερες πιο ευέλικτες ομάδες για να ξεχειμάσουν,  μαζεύονταν οι φαμελιές, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά. Ένα μεγάλο μέρος των Σαρακατσιαναίων, κατά τους τελευταίους αιώνες, ξεκαλοκαίριαζαν στη Βουλγαρία, όπου υπάρχουν ιδανικά βοσκοτόπια, γιαυτό και στο τραγούδι αποκαλούν τον Αη – Γιώργη «Βούργαρο» και «σκροποφαμελίτη». Επίσης χαρακτηριστικό δείγμα του σαρακατσιάνικου τρόπου σκέψης και αντίληψης είναι το γεγονός ότι, στην μυθοπλαστική στιχομυθία μεταξύ των δύο Αγίων, ο Αη –Δημήτρης δείχνει επιθετικός και φλύαρος, απαριθμώντας μια σειρά από θετικά που προσφέρει. Ο Αη – Γιώργης, ήρεμος, σίγουρος και ατάραχος, απαντάει με δυο μόνο λέξεις: «Εγώ φέρνω την άνοιξη»! 

Ενδεικτικές μαρτυρίες κατέθεσαν οι Στέργιος και Αικατερίνη Μπομπότα από Θεσσαλονίκη, Αθανάσιος Μπασδάνης από Σέρρες, +Αναστασιά Γιαννοπούλου από Νέα Σάντα Ροδόπης, +Κώστας Κουτάβας (παρόνυμο Γκρίνιας) από το Σαμουήλοβο της Βουλγαρίας και +Βασίλης Μπουροζίκας από τον Κοκκινοπλό Ολύμπου.  

 

Δυο Άγιοι μαλλώνανε, μωρέ,  (ν) Αη - Γιώργης κι Αη - Δημήτρης

ωρέ, (ν) εσύ, Αη – Γιώργη μ’, βούργαρε.

(ν) Εσύ, Αη – Γιώργη μ’,  βούργαρε, μωρέ, και σκροποφαμελίτη

ωρέ (ν) εγώ μαζεύω φαμελιές.

(ν) Εγώ μαζεύω φαμελιές, μωρέ,  κι εσύ μου τις σκορπίζεις

ωρέ, μαζώνω μάνες με παιδιά. 

Μαζώνω μάνες με παιδιά, μωρέ,  γυναίκες με τους άντρες

ωρέ (ν) εγώ φέρνω την άνοιξη.

Εγώ φέρνω την άνοιξη, μωρέ, κι εσύ μου τη στεγνώνεις

ωρέ (ν) εγώ φέρνω τα πρόβατα.

(ν) Εγώ φέρνω τα πρόβατα, μωρέ, κι εσύ τα διαγουμίζεις!

ωρέ, φέρνω και τους τσομπάνηδες……………………..


ΓΑΪΤΑΝI ΡΟΔΟΓΑΪΤΑΝΟ

(στα τρία)

Τη  σαρακατσιάνικη αυτή εκδοχή του γνωστού πανελλήνιου τραγουδιού την άκουσα για πρώτη φορά αρχές της δεκαετίας του ’90 στο σπίτι αείμνηστου Ανδρέα Φαρμάκη από τη Θεσσαλονίκη. 

Ο σκοπός του τραγουδιού είναι ευρύτατα γνωστός στους σαρακατσιαναίους της Ελλάδας και της Βουλγαρίας . Αναφορές στο τραγούδι υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις συλλογές σαρακατσιάνικων αλλά γενικότερα δημοτικών τραγουδιών. Ενδεικτικά στα χωριά της Αιτωλοακαρνανίας και της Ρούμελης χορεύεται επετειακά σε  πανηγύρεις. Στην περιοχή της Τριχωνίδας χορεύεται την Τρίτη του Πάσχα ενώ στην ορεινή Ναυπακτία τη δεύτερη μέρα του Πανηγυριού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 23η Αυγούστου, σε δύο κύκλους, έναν μέσα κι έναν έξω, που πλέκονται και ξεπλέκονται περνώντας τα χέρια πάνω από τα κεφάλια των χορευτών του μέσα κύκλου. 

Οι Σαρακατσιαναίοι χόρευαν το τραγούδι στα τρία και ιδιαίτερα στη Βουλγαρία σαν χορό «στο ζωνάρι». Ενδεικτικές μαρτυρίες για το τραγούδι κατέθεσαν οι: +Ανδρέας Φαρμάκης από Θεσσαλονίκη, +Μαρία Φλωροκάππη από Άγιο Κοσμά Καβάλας, Θόδωρος Γιαννιώτης από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, Χρήστος Γίδαρος από Κορδελιό Θεσσαλονίκης.


Πέρα σ’ εκείνο το βουνό,  γαϊτάνι, ροϊδογάϊτανο   

Γιε μ’, στο πέρα και στο δώθε, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο,

γαϊτανάκι αριοπλεγμένο, στα μαλλιά σου τυλιγμένο.

 

Στο πέρα βόσκουν πρόβατα, γαϊτάνι ροδογάϊτανο

Γιε μ’, στο δώθε τα ζυγούρια, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο

γαϊτανάκι αριοπλεγμένο, στις πλατούλες σου ριγμένο.

                                                                                                                      

Kι ανάμεσα στα δυο βουνά, γαϊτάνι, ροϊδογάϊτανο 

γιε μ’, κλήμα ήταν φυτρωμένο, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο,

γαϊτανάκι αριοπλεγμένο, στο γιλέκι σου ραμμένο.  


Κάνει σταφύλι κόκκινο, γαϊτάνι, ροϊδογάϊτανο, 

γιε μ’, σταφύλι μυρωμένο, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο

γαϊτανάκι αριοπλεγμένο, με τ’ ασήμι κεντημένο.


Κι όποιος το κόψει κόβεται, γαϊτάνι, ροϊδογάϊτανο, 

γιε μ’ κι όποιος το φάει πεθαίνει, και στον Άδη κατεβαίνει

γαϊτανάκι αριοπλεγμένο, κρίμα ήταν το καϋμένο.


Εγώ θα το κόψω κι ας κοπώ, γαϊτάνι, ροϊδογάϊτανο 

γιε μ’, το τρώω κι ας πεθάνω, κι άλλη αγάπη εγώ δεν κάνω,

γαϊτανάκι αριοπλεγμένο, στην αγάπη χαρισμένο!

Στην αγάπη χαρισμένο, γαϊτανάκι αριοπλεγμένο!


ΣΚΟΥΖΕΙ Η ΜΑΥΡΟΘΑΛΑΣΣΑ

(τσάμικο)

Όπως είναι ιστορικά εξακριβωμένο, μετά τον τερματισμό του Ρωσοτουρκικού πολέμου και τη νίκη των Ρώσων, τον Μάρτιο του 1878, υπεγράφη η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου από τη Ρωσία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με αυτήν συμφωνήθηκε η ίδρυση ενός μεγάλου υποτελούς Βουλγαρικού κράτους στο οποίο περιλαμβάνονταν εδάφη πολύ περισσότερα απ’ όσα του αναλογούσαν, όπως το μεγαλύτερο μέρος της Μοισίας, η  Θράκη και η Μακεδονία, με εδάφη εκτεινόμενα από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Αιγαίο. Στο μόρφωμα αυτό συμπεριλαμβάνονταν  και πολλοί μη βουλγαρικοί πληθυσμοί. Ωστόσο το Ηνωμένο Βασίλειο και η Αυστροουγγαρία διαφώνησαν έντονα  στη δημιουργία ενός τόσο μεγάλου κράτους - δορυφόρου της Ρωσίας στα Βαλκάνια, γιατί φοβόντουσαν ότι θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή της Μεσογείου. Για το λόγο αυτό οι Μεγάλες Δυνάμεις συγκάλεσαν και υπέγραψαν τη Συνθήκη του Βερολίνου, σε αντικατάσταση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου με βάση την οποία δημιουργήθηκε  ένα μικρότερο Βουλγάρικο πριγκιπάτο και παράλληλα  μια αυτόνομη Ανατολική Ρωμυλία με πρωτεύουσα τη Φιλιππούπολη, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την αυτονομία αυτή που  επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις,  δόθηκαν σημαντικά φορολογικά προνόμια και άλλα κίνητρα και δημιουργήθηκαν ιδανικές συνθήκες  άνθησης του Ελληνισμού στην περιοχή. 

Αυτό, μεταξύ των άλλων, είχε σαν αποτέλεσμα και τη μετακίνηση μεγάλου αριθμού σαρακατσιάνικων τσελιγκάτων από δυτικώτερες περιοχές των Βαλκανίων προς την Ανατολική Ρωμυλία, τόπο ιδανικόν για την κτηνοτροφία. Το 1885 μια αναίμακτη επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα τη de facto προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, από τη Βουλγαρία, γεγονός που η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδέχθηκε με τη συμφωνία του Τόπχανε. Στις 5 Οκτωβρίου 1908 η Βουλγαρία κήρυξε την ανεξαρτησία της ως Βασίλειο της Βουλγαρίας. 

Η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας αλλά και η συνθήκη του Νεϊγύ το 1919 που ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα, μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οδήγησε πολλούς Σαρακατσιαναίους να εγκαταλείψουν την περιοχή και να αναζητήσουν τη σιγουριά της Ελλαδικής Επικράτειας . Στο συγκεκριμένο γεγονός αναφέρεται η παρούσα παραλλαγή του τραγουδιού που στους Σαρακατσιαναίους της Βουλγαρίας συναντιέται και σαν αργό, καθιστικό . Μαρτυρίες για το τραγούδι έχουμε από Θόδωρο Γιαννιώτη από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης,  Αθανάσιο Μπασδάνη από Σέρρες, Θοδώρα Γίδαρη από Ρετσίτσα Βουλγαρίας και +Κώστα Κουτάβα (παρόνυμο Γκρίνιας) από τοΣαμουήλοβο Βουλγαρίας.


Σκούζει η Μα – να – αυροθάλασσα, μωρέ, μοιριολογάει και κλαίει:

- Πύργο μου τί – νι – να γίνηκαν, μωρέ, οι σαρακατσιαναίοι;

Πότε θα πά – να - ρουν χειμαδιά, μωρέ, λιβάδια ν’ απαντήσουν ; 

- Φέτος σιαδώ δε φάνηκαν, να ’ρθουν να ξεχειμάσουν!

Μας είπαν κάτω πέρασαν κατ’ την Παλιά Ελλάδα!


ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΡΕΜΑ ΣΤΙΣ ΜΗΛΙΕΣ

(στα τρία)

Το τραγούδι είναι η σαρακατσάνικη εκδοχή του γνωστού τραγουδιού που τραγουδιέται σχεδόν σε όλο τον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στη Θεσσαλία  από Σαρακατσαναίους και μη,  με τον ίδιο  πανομοιότυπο σκοπό. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν κάποιες μικρές, κατά περιοχή, διαφοροποιήσεις σε ορισμένους στίχους χωρίς ν’ αλλάζουν το θεματικό υπόβαθρο του τραγουδιού. Η παραλλαγή που παρουσιάζεται εδώ βασίζεται στους σαρακατσαναίους Γιάννο, Μήτρο και Χρήστο Πανουργιά από το  Λιμογάρδι Λαμίας καθώς και στους Μαντζαβιναίους από τον Αλμυρό. Μια σπουδαία ερμηνεία του τραγουδιού βρίσκουμε από τον Θεσσαλό Σαρακατσιάνο τραγουδιστή και ηθοποιό Γιώργο Νάκο  με κλαρίνο τον Νίκο Καρακώστα σε ηχογράφηση  του 1935,  με τίτλο ΡΗΝΑΚΙ – Τσάμικο στα τρία (!). 

Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι  πρώτοι στίχοι που ακούσαμε στη Ρετσίτσα της Βουλγαρίας από τη Θοδώρα Γίδαρη: 


“Κάτου στο ρέμα στις μηλιές 

από ’χουν οι βλάχ’σες πλυσταριές, 

πλέν’ η Ρηνούλα την ποδιά 

και καταριώται τα παιδιά! 

Τζιομπάνος κρέν’ στα πρόβατα 

και τα λυκοφαγώματα:

-  Ρήνω μ’, που πλένεις την ποδιά,

-  τί καταριώσαι τα παιδιά;

-  Γιατί θολώνουν τα νερά

-  και μου λερώνουν την ποδιά!”


Ωρέ, κάτω στο ρέ – Ρηνά – Ρηνάκι μου, κάτω στο ρέμα στις μηλιές

κάτω στο ρέμα στις μηλιές, πλένουν δυο – τρεις μελαχροινές.

Ωρέ, και παρακά – Ρηνά – Ρηνάκι μου, και παρακάτω στο βαθύ

και παρακάτω στο βαθύ, πλένει η Ρηνούλα μαναχή.

Ωρέ, δεξιά μεριά – Ρηνά – Ρηνάκι μου, δεξιά μεριά είν’ η πλύστρα της

δεξιά μεριά είν’ η πλύστρα της κι από ζερβά η χωρίστρα της.

Ωρέ, στα κεντημέ – Ρηνά – Ρηνάκι μου, στα κεντημένα γόνατα

στα κεντημένα γόνατα, τζιομπάνος με τα πρόβατα.

Ωρέ, σύρε, Ρήνα μ’ – Ρηνά – Ρηνάκι μου,  σύρε, Ρήνα μ’ να πας, να ιδείς 

σύρε, Ρήνα μ’ να πας, να ιδείς και να ’ρθεις πίσω να μας πεις.

Ωρέ, γιατί προγκάν – Ρηνά – Ρηνάκι μου,  γιατί προγκάν’ τα πρόβατα

γιατί προγκάν’ τα πρόβατα, τώρα στα ξημερώματα.

Ωρέ, μην μπήκε ο λύ – Ρηνά – Ρηνάκι μου, μην μπήκε ο λύκος στο μαντρί

μην μπήκε ο λύκος στο μαντρί, μας έφαγε το λαγιαρνί.


ΣΥΝΑΛΛΑΞΑ, ΣΤΟΛΙΣΤΗΚΑ

(τσάμικο)

Τραγούδι, απ’ τα νεώτερα σαρακατσάνικα που σταχυολογήθηκε στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής με διακριτή την επιρροή από το γραμμόφωνο. Τόσο η ρυθμική του δομή και αγωγή όσο και η «καμπίσια» μελωδική γραμμή παραπέμπουν στην προπολεμική και μεταπολεμική δισκογραφία της Ρούμελης. Μια ενδιαφέρουσα παραλλαγή του Γιώργου Πατσαβούρα από την Ανάβυσσο Αττικής που καταγράφηκε σε παλιότερη έρευνα του Λαογραφικού Μουσείου Σαρακατσαναίων Σερρών. Επί πλέον μαρτυρίες για το ομοιοκατάληκτο αυτό τραγούδι κατέθεσαν οι Ανδρέας Σίμος από Κιλκίς, Ανδρέας Μπομπότας από Θεσσαλονίκη και Χρήστος Πανουργιάς από Λαμία.


Άχ, συνάλλαξα, συνάλλαξα στολίστηκα 

συνάλλαξα στολίστηκα στην εκκλησιά να πάω.

Αχ, κι αν έχω κρίμα, κι αν έχω κρίμα κι άδικο

κι αν έχω κρίμα κι άδικο συγχώρεση ζητάω!

Αχ, και με καθά – και με καθάρια την καρδιά 

και με καθάρια την καρδιά μεταλαβιά να πάρω!


ΑΠΟ ΜΙΚΡΟΣ ΟΡΦΑΝΕΨΑ

(στο ζωνάρι)

Τετράσημο χορευτικό τραγούδι που χορεύεται «στα τρία» αλλά και ως «ζ’ναριάτ’κος» χορός ή «χορός στο ζωνάρι» από τους σαρακατσιαναίους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, της Βουλγαρίας και της περιοχής των Σκοπίων. Για την παρούσα  εκδοχή μαρτυρίες  κατέθεσαν οι: Θόδωρος Γιαννιώτης από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, Χρήστος Γίδαρος από Κορδελιό Θεσσαλονίκη, +Μαρία Γούλα -  Μπασδάνη από Παραλίμνιο Σερρών,  Θοδώρα Γίδαρη από Ρετσίτσα, +Κώστας Γιαννακόπουλος από Νέα Σάντα Ροδόπης, +Τάσιος Γιαρίμης από Ίασμο Ροδόπης και +Χρήστος Κουτσογιάννης από Διαλαμπή Ροδόπης.


Από μικρός ορφάνεψα, μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, από μάνα, από πατέρα.

Κι όλος ο κόσμος μ’ έδερνε,  μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, κι οι ξένοι κι οι δικοί μου.

Και δεκαοχτώ γραμματικοί,  μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, μου τα γράψαν τη ζωή μου.

Μα τώρα που μεγάλωσα,  μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, κι έγινα παλληκάρι.

Το μάρμαρο κουρνιάχτιζα, μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, κι έστιβα το λιθάρι.

Με τα πουλιά κουβέντιαζα, μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, και με τα χελιδόνια.

Το σταυραητό τον κάλεσα, μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, να ’ρθει να μετρηθούμε.

Πάρε, αητέ μ’, τον ουρανό,  μαργαριταρένια μου

Τζιάνε μ’, Βαγγελίτσα, κι εγώ τη συντροφιά μου!


ΠΑΙΔΙΑ Μ΄ ΠΗΡ΄ Ο ΧΙΝΟΠΩΡΟΣ

(καθιστικό)

Τραγούδι με ιστορικό υπόβαθρο που συναντιέται σε όλη τη στεριανή Ελλάδα και,  στις περισσότερες συλλογές,  ταξινομείται στα κλέφτικα τραγούδια. Αναφέρεται στην συνήθεια των αγωνιστών να ξεχωρίζονται  και «να γίνονται  μπουλούκια» ώστε να ξεχειμωνιάσουν πιο εύκολα. 

Στους στενούς  και πολλαπλούς  δεσμούς των Σαρακατσιαναίων με την Κλεφτουριά αλλά και σ’ αυτόν καθευτόν τον νομαδικό χαρακτήρα της κοινωνίας τους, πρέπει να αναζητηθούν οι ρίζες της παρουσίας του συγκεκριμένου τραγουδιού στο σαρακατσάνικο ρεπερτόριο. Το συσχέτιζαν με τη «στράτα», το κατέβασμα, από τα βουνά στις πιο υπήνεμες περιοχές ώστε να ξεχειμάσουν. Αξιοσημείωτο είναι ότι, κατά τη διαδικασία αυτή, τα τσελιγκάτα, υποδιαιρούνταν σε μικρότερες ενότητες, σε επίπεδο διευρυμένης οικογένειας.  

Το τραγούδι υπάρχει σχεδόν σε όλες τις συλλογές σαρακατσιάνικων και γενικώτερα δημοτικών ελληνικών τραγουδιών. Στη συλλογή του Samuel Baud-Bovy, με τον τίτλο «Κλέφτικο», υπάρχει τραγουδισμένο από τον Αντρέα Μούκα, από την Άνω Αγόριανη (Πεντάλοφος) Φωκίδας σε ηχογράφηση του 1958. Το άκουσμα παραπέμπει κατ’ ευθείαν στον αργόσυρτο σκοπό που ακούει κανείς σήμερα, στα καθιστικά τραγούδια, από τους γέροντες Σαρακατσιαναίους της Βουλγαρίας.

Ενδεικτικές μαρτυρίες για το τραγούδι καταγράψαμε από τις και τους: Θόδωρο Γιαννιώτη από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, Ανδρέα Μπομπότα από Θεσσαλονίκη, Χρήστο Πανουργιά από Λαμία, Βάγια Γίδαρου από Κορδελλιό Θεσσαλονίκη, Ασήμω (Τσημουλιά) Κουτσογιάννη από Ασκητές Ροδόπης, Θοδώρα Γίδαρη από Ρετσίτσα.  


Ωρέ, παιδιά μ’ πήρ’  ο, παιδιά μ’ πήρ’ ο χινόπωρος

ωρέ, παιδιά μ’ πήρ’ ο χειμώνας, πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά.

Ωρέ, πέσαν τα φύ – πέσαν τα φύλλα απ’ τα κλαριά,

ωρέ τα φύλλα από τα δέντρα, πέσαν τα ελατοκλώναρα.

Ωρέ, πέσαν τα ελα – πέσαν τα ελατοκλώναρα, 

ωρέ, (ν) απ’ τα βαριά τα χιόνια κι εμείς, παιδιά μ’, χωρίσαμε!


ΤΟΥΤΑ ΤΑ ΧΙΟΝΙΑ ΤΑ ΒΑΡΙΑ

(στα τρία)

Τραγούδι σχετικό με τον τραχύ τρόπο ζωής των Σαρακατσαιαναίων που αναφέρεται στις δυσκολίες του νομαδισμού και ιδιαίτερα του χειμώνα όπου οι καιρικές συνθήκες είναι πολύ δύσκολες. 

Στις περιπτώσεις αυτές η ελπίδα βασίζεται στις αρετές και τις δεξιότητες που αναπτύχτηκαν με το πέρασμα του χρόνου καθώς και στην απαραίτητη επίκληση του Θείου. 

Για το τραγούδι,που φαίνεται ότι διασώθηκε κυρίως από τους βουλγαρινούς Σαρακατσαναίους, όπου το συναντέται και ως  μακρόσυρτο καθιστικό, πληροφορίες έχουμε από τους Θόδωρο Γιαννιώτη από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, Ανδρέα Σίμο από Κιλκίς, Αθανάσιο Μπασδάνη από Σέρρες, Θοδώρα Γίδαρη και Γιώργο Τσιάκαλο από Ρετζίτσα καθώς και από σημαντικές βιβλιογραφικές πηγές .


Τούτα τα χιόνια τα βαριά,  μια έβρεχε,  μια χιόνιζε 

γιε μ’ και του – γιε μ’ – και τούτον το χειμώνα,

Θεέ μ’, ας χιονί – ας χιονίσει και ας βρέξει.


Να τον καλοπεράσουμε,  μια έβρεχε,  μια χιόνιζε

γιε μ’, ώσπου  – γιε μ’ – ώσπου να ’ρθούν και τ’ άλλα

ας χιονί – ας χιονίσει και ας βρέξει.


Γενάρης με τα κρούσταλλα, μια έβρεχε,  μια χιόνιζε

γιε μ’, Φλεβά  – γιε μ’ – Φλεβάρης με τα χιόνια

ας χιονί – ας χιονίσει και ας βρέξει.


Κι άπα να ’ρθει η άνοιξη,  μια έβρεχε,  μια δρόσιζε

γιε μ’, το μορφο  – γιε μ’ – το μορφοκαλοκαίρι

ας δροσί – ας δροσίσει και ας βρέξει.


Να βγούμε απάνω στα βουνά, μια έβρεχε,  μια δρόσιζε 

γιε μ’, στα γλε – γιε μ’ – στα γλεντερά λιβάδια

ας δροσί – ας δροσίσει και ας βρέξει.


ΣΠΑΘΟΥΛΑ

(σταυρωτό - Σπαθούλα)

Χαρακτηριστικό χορευτικό δίρυθμο τραγούδι του σταυρωτού χορού , με λανθάνοντα ρυθμό στο α΄ μέρος και τρίσημο στο β΄μέρος (σήκωμα). Μάλιστα, στους  σαρακατσιαναίους της Βουλγαρίας, το συγκεκριμένο τραγούδι και ο χορός είναι έννοιες ταυτόσημες, ώστε, όταν είναι να χορέψουν σταυρωτό χορό λένε «άειντι, σ’κωθείτι να χουρέψουμι νια Σπαθούλα»! Η εκδοχή αυτού του σταυρωτού χορού, δομορφικά, είναι  άγνωστη στους ελλαδίτες σαρακατσιαναίους ενώ το συγκεκριμένο τραγούδι είναι πασίγνωστο στους σαρακατσιαναίους της κεντρικής και νότιας Ελλάδας ως τσάμικο με παραλλαγή σ τα ονόματα των πρωταγωνιστών Βαζούρα αντί Σπαθούλα οι οποίοι ήταν αμφότεροι σαρακατσιαναίοι. 

Δεν είναι εξακριβωμένο σε ποιόν Σπαθούλα αναφέρεται το τραγούδι. Κάποιες αναφορές ότι πρόκειται για τον προεπαναστατικό κλέφτη Γιάννη Σπαθούλα που σκοτώθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή «Πλάτανος» της Αιτωλοακαρνανίας, μάλλον απέχουν από την πραγματικότητα. Ο Ευριπίδης Μακρής αναφέρει τον Σπαθούλα ως σύγχρονο του ληστή Βαζούρα που έδρασε μετά το 1832 κατά την ανάπτυξη της ληστοκρατίας στις ορεινές περιοχές της απελευθερωμένης Ελλάδας. 

Πιθανότατα πρόκειται για τον  Δημήτριο Σπαθούλα, με σαρακατσιάνικη καταγωγή από τα Άγραφα, ο οποίος από Κλέφτης και καπετάνιος αρχικά κατά την Επανάσταση, μετατράπηκε σε διαβόητο λήσταρχο μετά τον διωγμό των Αγωνιστών από το Οθωνικό καθεστώς. Συνεργαζόμενος με ονομαστούς ληστές της εποχής, έδρασε στα  Άγραφιώτικα και Ακαρνανικά όρη και συνελήφθη στη θέση «Ρουπακιά» στο Μακρυνόρος από απόσπασμα υπό τον υπολοχαγό Τσίπρα. Καρατομήθηκε στο Μεσολόγγι το πρωΐ της 12ης Οκτωβρίου 1851.

Η τελευταία εκδοχή επιβεβαιώνεται και από τα οικογενειακά αρχεία των αναφερομένων επωνύμων στο τραγούδι, απ’ όπου αντλούμε ενδιαφέρουσες μαρτυρίες που συνηγορούν στην άποψη ότι τόσον οι Βαζούρας και Σπαθούλας που είχαν λητρική δράση περί τα μέσα του 19ου αιώνα όσο και οι τσελιγκάδες Κούτρας και Ζυγογιάννης ήταν άπαντες σαρακατσιαναίοι. Οι Νίκος Ζυγογιάννης από την Αθήνα και Θανάσης Ζυγογιάννης από τη Λάρισα εκτιμούν ότι το τραγούδι αναφέρεται στον Αλέξη Ζυγογιάννη που ήταν τσέλιγκας μετά το 1850. 

Ο δάσκαλος Βασίλης Ζυγογιάννης από το Κάστρο Βοιωτίας που ερεύνησε τα Αρχεία του Ελληνικού Κράτους, υποστηρίζει  ότι πρόκειται για τον  πατέρα του Αλέξη Κωνσταντίνο (Κωτούλας) κάτι που τεκμηριώνει ότι το τραγούδι αναφέρεται τον Δημήτριο Σπαθούλα. Με την παρούσα εκδοχή το τραγούδι είναι πασίγνωστο σε όλους τους Βορειοελλαδίτες και Βουργαρινούς Σαρακατσιαναίους. 


Άειντε μωρέ, κάπου (νου) βελάζουν πρό (νο) βατα, Σπαθούλα, Σπαθούλα

Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, κάπου βροντάν κουδούνια.


Άειντε μωρέ, κάπου (νου) το λέει κι ο μπι (νι) στικός, Σπαθούλα, Σπαθούλα

Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, το λέει με τη τζαμάρα.


Άειντε μωρέ, μην είν’ του Κούτρα οι (νι) - κοπές, Σπαθούλα, Σπαθούλα

Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, μην είν’ του Ζυγογιάννη.


Άειντε μωρέ, για σύ (νι) ρτε κάνα δυο (νο) παιδιά, Σπαθούλα, Σπαθούλα

Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, στ’ εκειόν το ζυγουριάρη.


Άειντε μωρέ, και πά (να) ρτε κάνα δυο (νο) σφαχτά, Σπαθούλα, Σπαθούλα

Άειντε μωρέ, Κλέφτη Σπαθούλα, να φάν’ τα παλλικάρια.


ΟΙ ΚΛΕΦΤΕΣ ΕΠΡΟΣΚΥΝΗΣΑΝ

(καθιστικό)

Το τραγούδι είναι καταγεγραμμένο από πολύ παλιά σε πολλές ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες συλλογές. Η παρούσα εκδοχή βασίζεται στην πρωτότυπη ερμηνεία του αείμνηστου Χρήστου Κουτσογιάννη από την Διαλαμπή Ροδόπης ο οποίος υπήρξε μέντορας στο σαρακατσιάνικο τραγούδι για μένα. 

Η συγκεκριμένη ερμηνευτική επιλογή είχε τη φιλοδοξία, ως ένα βαθμό, να επιβεβαιώσει  την προαναφερόμενη μεταξύ μας σχέση. Θα τον ευγνωμονώ ισοβίως. Αιώνια ας είναι η μνήμη του, ν’ αγιάσει η ευγενική ψυχούλα του εκεί, στη γειτονιά των αγγέλων!


- Απ’ αγάλια, Μπαρμπα – Χρήστο, χάραξτο εσύ και να το πάμε αντάμα…


Άειντε μωρέ, το μάθηταν τί έγινε, δω στην απάνω χώ – νο - ρα;

Όϊ, (ν) οι Κλέφτες επροσκύνησαν!


Άειντε μωρέ, (ν) οι Κλέφτες επροσκύνησαν και γίνηκαν ραϊάδες

Όϊ, κι άλλοι φυλάνε πρόβατα.


Άειντε μωρέ, κι άλλοι φυλάνε πρόβατα κι άλλοι φυλάνε γίδια

Όϊ, κι ο Γιάννης, το καλό παιδί.


Άειντε μωρέ, κι ο Γιάννης, το καλό παιδί δεν πάει να προσκυνήσει,

Μόν’ τ’ άρματά του γυάλιζε. 


Άειντε μωρέ, μόν’ τ’ άρματά του γυάλιζε και στ’ άρματά του λέει:

-      Ντουφέκι μου περήφανο!


Άειντε μωρέ, ντουφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο,

  πόσες βολές με γλύτωσες;


Άειντε μωρέ, πόσες βολές με γλύτωσες απ’ των Τουρκών τα χέρια,

Όϊ, (ν) εγώ ραγιάς δε γένουμαι!


Άειντε μωρέ, (ν) εγώ ραγιάς δε γένουμαι, τούρκον δεν προσκυνάω,

μόν’ καρτερώ την άνοιξη!


Άειντε μωρέ, μόν’ καρτερώ την άνοιξη, να ’ρθουν τα χελιδόνια,

να βγουν οι βλάχοι στα βουνά…..


ΠΟΙΟΣ ΕΙΔΕ ΠΡΑΣΙΝΟ ΔΕΝΤΡΙ

(τσάμικο)

Πολύ παλιό τραγούδι που εμφανίζεται σε όλες τις μεγάλες συλλογές  τουλάχιστον από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο γερμανός συλλέκτης  Arnoldus Passow στη συλλογή του «Τραγούδια Ρωμέϊκα» που εξέδωσε στη Λειψία, σελ. 460, το κατατάσσει στα τραγούδια του Μωρέως ενώ ο Fauriel, στην πρώτη γαλλόφωνη συλλογή του, το 1823, τιτλοφορεί το τραγούδι «Χορός Κλέφτικος των Τσάμηδων». 

Από τα προαναφερόμενα δείχνει να τεκμηριώνεται η επιλογή της εκδοχής του τσάμικου ρυθμού στην παρούσα παραλλαγή. Η άποψη αυτή ενισχύεται από κάποιες μαρτυρίες και ιδιαίτερα αυτών που ανήκουν στην επί μέρους ομάδα των «Μωραϊτών» Σαρακατσιαναίων που εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο και μετακινήθηκαν βορειώτερα όπως η μαρτυρία του Ανδρέα Σίμου, Μωραΐτη Σαρακατσιάνου του οποίου η διευρυμένη οικογένεια επανέκαμψαν από το Μωριά στηνπεριοχή του Ολύμπου το 1903. 

Το τραγούδι, εκτός από τσάμικο, συναντιέται τόσο στους σαρακατσαναίους όσο και σε άλλες όμορες πολιτισμικές ομάδες και σε τετράσημο ρυθμό. 

Ενδεικτικές μαρτυρίες για τα προαναφερόμενα κατέθεσαν οι Θόδωρος Γιαννιώτης από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, Ανδρέας Μπομπότας από Θεσσαλονίκη, Ανδρέας Σίμος από Κιλκίς, Βάγια Γίδαρου από Κορδελλιό Θεσσαλονίκης,  Θοδώρα Γίδαρη από Ρετσίτσα.  


Ποιός είδε πράσινο δεντρί, μαυροματούλα και ξανθή

γιε μ’, να ’χει ασημένια αργυρένια φύλλα, μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια.


Και στην κορφή μαλάματα, κορίτσια με τα κλάματα

και στη ρίζα κρύα βρύση, ποιος την κάνει αυτήν την κρίση;


Σκύβω κι εγώ να πιω νερό, μαύρα ματάκια π’ αγαπώ

γιε μ’, να πιω και να γιομίσω, μαύρα μάτια ν’ αντικρύσω.


Μου ’πεσε το μαντήλι μου, καημό πο ’χει τ’ αχείλι μου

Και η φούντα απ’ το σπαθί μου, βάσανα πο ’χει η ψυχή μου!


ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΣ

(στα τρία)

Τετράσημο τραγούδι που διασώθηκε κυρίως στην προφορική παράδοση των Σαρακατσιαναίων της Βορείου Ελλάδας, των Σκοπίων και της Βουλγαρίας . Το παράδοξο είναι ότι το θέμα διαδραματίζεται σε πολύ μακρινό, απ’ τη σημερινή διαμονή των πληροφορητών, τόπο, στην Αμπρακιά (αρχαία Αμβρακία). Παρά ταύτα το τραγούδι  δεν υπάρχει στις δημοσιευμένες συλλογές όμορων με την Αμβρακία περιοχών. 

Η αρχική ιδέα όμως της αφηγητικής πλοκής του τραγουδιού αλλά και η τεχνική της τραγουδοποιΐας του δείχνει ότι το τραγούδι πρέπει να ανήκει στην κατηγορία των πλαστών τραγουδιών  από τα οποία δανείζεται πολλούς στίχους. Επί πλέον η εξέλιξη της εξιστόρησης παρουσιάζει, εκτός από την γεωγραφική και υψηλή νοηματική συγγένεια με το τραγούδι «Για μια Γαλαξειδιώτισσα». 

Μαρτυρίες για το τραγούδι κατέθεσαν οι Ανδρέας και Αικατερίνη Μπομπότα από Θεσσαλονίκη, Ανδρέας Σίμος από Κιλκίς, +Ελευθερία Τσαρούχα από Γόνιμο Σερρών, +Μαρία Γούλα -  Μπασδάνη από Παραλίμνιο Σερρών, Γιώργος Τσαρούχας από Σέρρες, Βάγια Γίδαρου από Κορδελιό Θεσσαλονίκης και Θοδώρα Γίδαρη από Ρετσίτσα Βουλγαρίας. 

 

Μια κό – μωρέ – μια κό – μια κόρη με τη μάνα της

μια κόρη με τη μάνα της βαριά ήταν πεισμωμένη  (δις).


(ν) Ουδέ – μωρέ – (ν)ουδέ, ουδέ στη θειά της πήγαινε

(ν) ουδέ στη θειά της πήγαινε, (ν)ουδέ στην αδερφή της  (δις).


Μηδέ – μωρέ – μηδέ, μηδέ και στην ξαδέρφη της

μηδέ και στην ξαδέρφη της που ήταν αγαπημένες  (δις).


Μόν’ του – μωρέ – μόν’ του, μόν’ του πελάου πάαινε

μόν’ του πελάου πάαινε το κύμα να την πάρει  (δις).


Το κύ – μωρέ – το κύ – το κύμα πάει την έβγαλε

το κύμα πάει την έβγαλε  μεσ’ στ’ Αμπρακιού τη βρύση  (δις).


Την εί – μωρέ – την εί – την είδαν οι Αμπρακιώτισσες

την είδαν οι Αμπρακιώτισσες, την είδε ο κόσμος όλος  (δις).


Για ιδέ – μωρέ – για ιδέ – για ιδέστε αγγελικό κορμί

για ιδέστε αγγελικό κορμί  στον άμμο κυλισμένο  (δις).


Με τρει – μωρέ – με τρει – με τρεις αράδες τα φλουριά

με τρεις αράδες τα φλουριά, στα χέρια δαχτυλίδια  (δις).


ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΘΕΡΑΣ

(καθιστικό)

Τραγούδι του γαμήλιου  κύκλου που λέγονταν στο Δευτεριάτικο οικογενειακό γλέντι και συνήθως τραγουδιόταν μόνο οι πρώτοι στίχοι όπου παίνευε η πεθερά τον γιο και το  βιος της οικογένειας και παραλείπονταν οι τελευταίοι στίχοι που αποκαλύπτονται τα ελαττώματα του γαμπρού και η δυσαρέσκεια της νύφης. Αυτός, θεωρώ, ότι  είναι και ο λόγος που οι πληροφορητές αγνοούσαν ή απέφευγαν να ολοκληρώσουν το τραγούδι.  

Ευχαριστώ θερμά για τις μαρτυρίες τις και τους Θόδωρο Γιαννιώτη τέως Πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Σαρακατσαναίων από Ταγαράδες Θεσσαλονίκης, Θοδώρα Γίδαρη από Ρετσίτσα Βουλγαρίας, Κουτσογιάννη Ασήμω από Προσκυνητές Ροδόπης, Βάγια Φαρμάκη - Γίδαρου από Κορδελιό Θεσσαλονίκης και τους αείμνηστους Χρήστο Κουτσογιάννη και Λιάπη Κώστα από Διαλαμπή Ροδόπης.


Στο παραθύρι κάθεται η πεθερά κι νύφη,

κι όλον τον κάμπο αγνάντευαν. 

Κι όλον τον κάμπο αγνάντευαν, τα πράσινα λιβάδια. 

Θα σε ρωτήσω, πεθερά. 

Θα σε ρωτήσω, πεθερά, θα σου το ειπώ, μωρ’ μάνα:

Το τίνος είν’ τα πρόβατα; 

Το τίνος είν’ τα πρόβατα, τ’ αργυροκουδουράτα,

    το τίνος είναι τ’ άλογα; 

  Το τίνος είναι τ’ άλογα τα χρυσοσελωμένα;

- Δικά μας είναι, νύφη μου. 

Δικά μας είναι, νύφη μου, δικά μας, καλομοίρα!

Το τίνος είναι εκειός ο νιός; 

Το τίνος είναι εκειός ο νιός, ο μαυροκιτρινιάρης;

Άντρας δικός σου, νύφη μου! 

Άντρας δικός σου, νύφη μου, δικός σου, καλομοίρα!

- Φωτιά να κάψει τα φλουριά!  

- Φωτιά να κάψει τ’ άσπρα του και φλόγα τα φλουριά του,

  λύκος να φάει το πρόβατα 

Λύκος να φάει τα πρόβατα κι αρκούδια τ’ άλογά του

μπροστά στον άντρα τον καλό, μπροστά στο παλληκάρι!




Σ Υ Ν Τ Ε Λ Ε Σ Τ Ε Σ

Μουσικοί:

Τραγούδι: Βασίλης Σερμπέζης 

+Χρήστος Κουτσογιάννης στο Νο 11

Τραγούδι παρέας: Κώστας Τζελέπης, Γιώργος Ματθαίου, Γιάννης Λίτσιος στο Νο 3

Κλαρίνο – φλογέρα: Κώστας Τζελέπης

Βιολί: Κώστας Καραπάνος 

Λαούτο: Γιώργος Ματθαίου & Γιάννης Διαμάντης

Ντέφι: Γιάννης Λίτσιος


Φιλική συμμετοχή : 

Φλογέρα Χρήστος Γαλανής στο τραγούδι Νο 1

Βιολί Παναγιώτης Μπούσιος στα τραγούδια Νο 2 και Νο 3


● ● 


Ηχοληψία: Αστέριος Τράκας 

Ηχογράφηση: studio Fonografos Γαλάτιστα 

Remix – mastering: Αστέριος Τράκας 

Μεταφράσεις κειμένων Κοσμάς Ρορόπουλος

Φωτογραφία Γιάννης Τεπετσικλής

Επιμέλεια δημιουργικού Χρήστος Σερμπέζης

  Γιώργος Δεληολάνης


Μουσική Επιμέλεια, εκτέλεση παραγωγής, έρευνα, καλλιτεχνική επιμέλεια, διεύθυνση παραγωγής

Βασίλης Σερμπέζης


Έκδοση 

Παραγωγή ψηφιακού δίσκου Fonografos Recordings, 2021


● ● 


Βασίλης Σερμπέζης _ Σαρακατσιάνικα ΤΟΜΟΣ 3ος 


1. Σαρακατσιάνικο παράπονο ποιμενικός σκοπός

2. Δυο Άγιοι μαλλώνανε καθιστικό

3. Γαϊτάνι ροδογάϊτανο στα τρία  

4. Σκούζει η Μαυροθάλασσα τσάμικο

5. Κάτω στο ρέμα στις μηλιές (Ρηνούλα)  στα τρία 

6. Συνάλλαξα, στολίστηκα τσάμικο 

7. Από μικρός ορφάνεψα στο ζωνάρι 

8. Παιδιά μ’ πήρ’ ο Χινόπωρος  καθιστικό

9. Τούτα τα χιόνια τα βαριά   στα τρία

10. Σπαθούλας (σταυρωτό – Σπαθούλα) 

11. Οι Κλέφτες επροσκύνησαν κλέφτικο

12. Ποιός είδε πράσινο δεντρί  τσάμικο

13. Μια κόρη με τη μάνα της στα τρία 

14. Της νύφης και της πεθεράς καθιστικό του γάμου