.Λεωνίδας Σουλιώτης
..
..
Από τη Χάλκη Λαρίσης στη στάνη ΄΄Αη Γιάννης΄΄ στο Βέρμιο
του Γιώργου Κολοβού
Γεννήθηκα το 1936, την ημέρα του Αγίου Δημητρίου, στα πρώτα υψώματα της Ελασσόνας, κοντά στο Λυκούδι. Εκεί την έπιασαν οι πόνοι τη μάνα μου κι εκεί γεννήθηκα δίπλα σε μιά πουρνάρα, καθώς κατέβαιναν απ το Βέρμιο προς τα χειμαδιά στο Σουφλάρι της Λάρισας,
Οι προπαππούδες οι Σουλιωταίοι πρέπει να κατάγονταν απ την περιοχή του Συράκου και είχαν φύγει από κει διωκόμενοι (τα ’λεγε ένας παππούς απ τ΄ς δικοί μας και το είπε πως έφυγαν από κει). Επι Τουρκοκρατίας σκότωσαν οι Τούρκοι μάνα και πατέρα και τα τρία αδέλφια μετά σκόρπισαν. Τα δύο, τους παίρνουν να τους πάνε για το σκλαβοπάζαρο στη Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας στην Κατερίνη, ο ένας ο Γιάννης καθώς τον είχαν στο κάρο απάνω πηδάει. Και που πηδάει και σάλτ’σει και έφυγε λέει ο Τούρκος : ο Γιάννης – ο Σαλτογιάννης και από κει είναι οι Σουλτογιανναίοι που είναι στο Κιλκίς. Αυτά είναι στόμα με στόμα, πως τα έχουν διηγηθεί παλιός στον παλιό. Τον άλλο τον πήραν με το κάρο και τον πήγαν στη Θεσσαλονίκη στο παζάρι. Ήταν πολύ καλογερεμένος και εκεί τον βλέπει μιά Τουρκάλα και του λέει : άλλαξε πίστη να σε κάνω γαμπρό στη θυγατέρα μου. Έτσι κι έγινε, αλλά μέσα σ’ ένα μήνα έσκασε από το κακό του. Ο τρίτος έμεινε στην περιοχή των Αγράφων και εκεί είχαν εγκατασταθεί σε ένα χωριό, στο Λεοντίτο και τον χειμώνα παραχείμαζαν πότε εδώ και πότε εκεί, σαν Σαρακατσαναίοι. Τότε το 1918, εκεί στο Λεοντίτο δεν είχαν καλύβια, είχαν πέτρινα σπίτια - πήγα πέρσι τον Οκτώβριο και φαίνονταν τα ντουβάρια ακόμα.
Τον παππού μου τον έλεγαν Γιώργο και τον έλεγαν τότε Τσαρτσαρώνη. Αρχικά ήταν τσέλιγκας, τότε ξέρεις σ’ εκείνα τα χρόνια εφ’όσον μετακινούνταν, κι αν έπιανε κανένα κακοχείμωνο το φθινόπωρο, μπορεί να ήσαν τσέλιγκας και την άνοιξη να μην είχες τίποτα. Εκεί στο Λεοντίτο είχαν μαζευτεί όλοι οι Σουλιωταίοι – ήταν πολλοί Σουλιωταίοι, δεύτερα ξαδέλφια που θυμήθηκα εγώ ήταν καμμιά τριανταπενταριά. Ο παππούς μου είχε έναν αδελφό που είχε σκοτωθεί σε ένα χωριό κοντά στο Δομοκό, στους Βελεσσιώτες. Εκεί φύλαγε τα πρόβατα και ένας λοχίας πήγε να σκοτώσει μια μπεκάτσα και απέναντι ήταν ο παππούς αυτός. Ο παππούς μου ήταν δευτεροπαντρεμένος. Η πρώτη ήταν του Τζαμπήρα, είχαν δύο κόρες, τη μία την πάντρεψε και η άλλη πέθανε νέα. Ο παππούς μου πέθανε το 1918 και αμέσως μετά πέθανε και η γιαγιά. Η γιαγιά μου ηταν Ταντάλου.
Καθιστός ο πατέρας Χρήστος Σουλιώτης και όρθιοι από δεξιά η Ιφιγένεια Αθ. Σουλιώτη (συζ. Γ. Τσάπου), η Οσία Αθ. Σουλιώτη (συζ. Κίτσου Μπέη), Δημοσθένης Γ. Τσάπος (γιός της Ιφιγένειας) και Ελευθερία Β. Σούρλα (συζ. Α. Αργυρίου)
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1903 και ορφάνεψε 15 χρονων πολύ μικρός, εκεί στο Λεοντίτο. Έμειναν ορφανά τρία αδέλφια και μια αδελφή που την πάντρεψαν στο Βασίλη το Σούρλα, εδώ στη Λάρισα. Μετά, τα τρία αδέλφια έμειναν περιπλανώμενοι, πότε στον έναν και πότε στον άλλον. Τους παίρνει μία θεία στην Ν.Αγχίαλο, κοντά στο Βόλο που είχε έναν Ρούσσα και έμειναν εκεί, αλλά δεν πέρασαν καλά.
Ο πατέρας μου με τα αδέλφια του είχαν έναν ξάδελφο, που υπηρετούσε στη Μικρά Ασία. Μήτρο τον έλεγαν και είχε πάει και στο Σχολαρχείο και είχε μάθει γράμματα. Το 1920 σε μια άδεια που είχε, γυρίζει ο πατέρας μου και λέει στον ξάδελφο, (Σουλιώτης κι αυτός) : Ω! Μήτρο, τρία παιδιά είμαστε εμείς κι εσύ με τα κορίτσια και τη μάνα σου, δεν μαζευόμαστε να γίνουμε μιά οικογένεια, αντί να πλαλούμε στον έναν και στον άλλον ; Θα δουλέψουμε, θα κάνεις κουμάντο εσύ, θα παντρέψουμε τα κορίτσια και ό,τι φτιάξουμε θα τα μοιράσουμε όλοι μαζί σαν αδέλφια. Έτσι κι έγινε. Μετά από κάποια χρόνια πέθανε ο ξάδελφος ο Μήτρος και τότε πήγαν στο γαμπρό τους το Σούρλα που είχε κάνει μια αγορά εδώ στο Σουφλάρι, στο Κυπαρρίσι. Εκεί είχαν κτήμα και ζούσαν και οι Ξηρομεριταίοι. Στο Σουφλάρι έκατσαν περίπου μέχρι το 1935. Τα πρόβατα τα είχαν με το ενοικιοστάσιο εδώ στη Χάλκη και το 1948 έκαναν αγορά και εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ.
Οι γονείς Χρήστος και Ελένη (το γένος Κόκκαλη)
Ο πατέρας μου παντρεύτηκε το 1934, στο Σουφλάρι την έφεραν τη μάνα μου. Ήταν από τους Κοκκαλαίους, κι αυτοί μετακινούμενοι ήταν. Τότε οι Σουλιωταίοι ξεχείμαζαν στο Σουφλάρι και τα καλοκαίρι έβγαιναν στο Βέρμιο. Έβγαιναν με τους Ξηρομερισαίους στου Χατζηγώγου το κτήμα, ανάμεσα στην Παναγία Σουμελά και τη Ζωοδόχο Πηγή. Από το 1934 μέχρι το 1947. Εκεί περίπου που τώρα είναι οι κεραίες, εκεί είχαμε τα καλύβια. Κάθε χρόνο καραβάνι κι εγώ το έζησα. Στο καραβάνι είμασταν εμείς οι Σουλιωταίοι με τους Ξηρομερισαίους, που ήταν τρία αδέλφια, ήταν ο Αντρέας που είχε τον Κώστα και το Μήτρο και κάποιοι άλλοι Σουλιωταίοι οι οποίοι μένουν στη Μελία.
Χάρτης μετακινήσεων
Από δω ξεκινούσαμε απ’ το Σουφλάρι. Πηγαίναμε μαζί με τους Ξερομερισαίους και στο πρώτο κονάκι έρχονταν και οι Σουλιωταίοι απ’ τη Μελία. Μας ξυπνούσαν πρωί-πρωί και οι πολύ γέροι με τα μικρά παιδιά ξεκινούσαμε να πάμε ΄΄σιά μπροστά΄΄. Το πρώτο κονάκι ήταν στη Λάρισα, απ’ τη Νίκαια από κάτω, εκεί που τώρα είναι ο Γκαντόνιας. Ξεφόρτωναν τα άλογα και έστρωναν τα αντίσκηνα. Οι τέντες ηταν άσπρες, με δύο φούρκες κι έναν καβαλάρη και τα παλουκάκια. Εκεί αρμέγαμε τα πρόβατα και για τη στρούγκα είχαμε κάτι τσόλια και στρωσίδια. Το βράδυ τη νύχτα το καραβάνι με τα πρόβατα πήγαινε μέσα απ’ τη Λάρισα και διέσχιζε την Παπαναστασίου.
Μέχρι το 1944 που έφυγαν οι Γερμανοί, περνούσαμε μέσα από τη Λάρισα. Ξημερώναμε στη Γιάννουλη κι εκεί αρμέγαμε το πρωί τα πρόβατα. Μετά, ο κύριος καταυλισμός ήταν στήν Αμπελώνα. Μετά πηγαίναμε στο Αργυροπούλι, στο Μάτι. Το τέταρτο κονάκι ήταν στη ράχη της Μελούνας και όταν πηγαίναμε κοντά στην Τσαριτσάνη εκεί ξαναρμέγαμε τα πρόβατα. Μετά τη Μελούνα και από το Λυκούδι άρχιζε το πιό δύσκολο κομμάτι για εμάς τα λιανοπαίδια. Το πρωί όταν ξεκινούσαμε μας έδιναν νερό οι μανάδες μας και μιά μποκοσιά ψωμί να μη μας βρεί νηστικούς ο κούκος κι η τρυγόνα. Από το Λυκούδι φτάναμε στο έκτο κονάκι στο Χάνι Χατζηγώγου και το επόμενο στο Σαραντάπορο. Φτάναμε νύχτα στο Σερβοπόταμο (Αλιάκμωνα), τον περνούσαμε και βγαίναμε κοντα σ ένα χωριό που τότε λέγονταν Ακσακλί (σημερινά Λεύκαρα Κοζάνης). Το επόμενο κονάκι ήταν στην περιοχή του Πολυμύλου και μετά ανηφορίζαμε κατ’ ευθείαν απάνω στο Βέρμιο.
Στη στράτα βρίσκαμε κι άλλους Σαρακατσαναίους και βρίσκαμε και τα σόια, αφού ήταν η εποχή που μετακινούνταν όλοι οι Σαρακατσαναίοι. Έφτανε το τσελιγκάτο του Ράφτη, έφτανε το τσελιγκάτο του Σουλιώτη, έφτανε του Γιαννακού, έφτανε του Κατσαρού, όλοι εκεί.
Λεωνίδας Σουλιώτης και Ηλίας Νανάς (Χάλκη 1970)
Η στάνη η δική μας ήταν το κτήμα του Χατζηγώγου στον Αη Γιάννη. Τρία αδέλφια οι Σουλιωταίοι, ο Χρήστος ο πατέρας μου, ο Λάμπρος και ο Χρυσόστομος, ήταν δύο αδέλφια οι Λιαγκαίοι (ο πατέρας της Μαρίας και ο αδελφός του), ήταν πέντε αδέλφια οι Σουλιωταίοι από τη Μελία και τρία αδέλφια οι Ξηρομερισαίοι με πατέρα και αρχιτσέλιγκα τον Αντρέα τον Ξηρομερίτη.
Όταν φτάναμε απάνω, βρίσκαμε τα καλύβια, τα διορθώναμε και συνεχίζονταν η ζωή το καλοκαίρι. Καλύβι εμείς οι Σουλιωταίοι είχαμε ένα. Είμασταν όλοι μαζί 3 οικογένειες, στρωματσάδα 21 άτομα). Τρία καλύβια είχαν οι Ξηρομεριταίοι.
Καλύβια είχαμε τα ορθά με τα λούρα, τα δίπλα έγιναν αργότερα. Μέσα έστρωναμε το τσόλι το τραγομαλλίσιο το οποίο ήταν το πιό χοντρό και καμμιά φτέρη για να βολευτούμε. Αφού θυμήθηκα εγώ, πέντε παιδιά εμείς και δύο γονήδες, με μιά βελέντζα σκεπασμένοι.
Οι τρείς οικογένειες είχαμε τρία γαλαροκόπαδα και τα πηγαίναμε απ’ το επάνω μέρος απ’ τον παλιό το δρόμο προς την Καστανιά. Τα στέρφα τα πηγαίναμε πιο χαμηλά, εκεί που τώρα περνάει η Εγνατία Οδός. Η κοντινότερη στάνη σ’ εμάς ήταν των Κατσαραίων και των Σουλιωταίων που ήταν δεύτερα ξαδέλφια του πατέρα μου. Όλοι οι Σουλιωταίοι έφυγαν από κει από το Λεοντίτο, απ’ τ’ Άγραφα.
Ο Λεωνίδας Σουλιώτης με το κοπάδι του (Χάλκη 1955)
Όταν οι άντρες κούρευαν τα πρόβατα, οι γυναίκες πήγαιναν μέσα, κοίταγαν κάθε προβατίνα και έκαναν επιλογή και μάζευαν τα μαλλιά. Τα ξεδιάλεγαν. Τα λανάριζαν και το μεσημέρι έβγαιναν στο σεργιάνι και με τη ρόκα τα έγνεθαν.
Τα ρούχα που φορούσαμε μας τα ΄φτιαχνε η μάνα μας. Έγνωθαν το νήμα, τα γενωμένα τα πιό χοντρά που έπαιρναν στη δουλειά τα ’δωναν στο μαντάνι στη δριστέλλα στη νεροτριβή και γίνονταν. Μετά περνούσαν κάτι ραφτάδες και έραφαν τις κάπες και τα κουστούμια. Το αγένωτο περίπου έβγαινε σαν κασμίρι, ήταν το πιό καλό μαλλί. Ειδικά οι θ’κοί μας οι Θεσσαλοί, ήταν ποιός θα φτιάσει το καλύτερο αγένωτο.
Οι άντρες είχαν την περηφάνεια και κρατούσαν την γκλίτσα και οι γυναίκες φορτώνονταν τα ζαλίκια και κουβαλούσαν. Όταν παντρεύονταν η νύφη, τον αδελφό του άντρα της τον έλεγε αφέντη και την συννυφάδα της κυρά. Οι παππούδες κάθονταν και έλεγαν ιστορίες και έπαιζαν τα κιόσια.
Στο Βέρμιο επάνω γίνονταν γάμοι, εγώ θυμήθηκα δυό-τρείς γάμους. Οι καλεσμένοι για δώρα πήγαιναν μιά κ’λούρα κι ένα σφαχτό.
Σουφλαρι 1954 - Ο πατέρας Χρήστος Σουλιώτης (καθιστός δεξιά)
με Σουρλαίους, Τατσαίους και Αργυραίους)
Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος, είμασταν στην Καστανιά και είχαν πάρει και τον πατέρα μου στην επιστράτευση, αλλά μετά απαλλάχτηκε σαν πολύτεκνος με τέσσερα παιδιά και γύρισε πίσω, αλλά οι μπαρμπάδες μου είχαν πάει στην Αλβανία. Το 1941 θυμάμαι είμασταν στο Κυπαρρίσι εκει στο Σουφλάρι, εκεί είχαμε τα πρόβατα και πέντε χρονών βάραγα στρούγκα. Οκτώ χρονών το 1944 κοιμήθηκα έξω με τα πρόβατα.
Επί κατοχής εκεί που είμασταν εμείς υπήρχε Γερμανικό φυλάκιο. Το 1944 φύγαμε νύχτα για τα χειμαδιά γιατί οι Γερμανοί οπισθοχωρούσαν και κατεβήκαμε κάτω στο ποτάμι. Όλοι περάσαμε μέσα απ’ το ποτάμι, ακόμα και τα πρόβατα κολυμπούσαν. Εκεί είχαν ενέδρα οι αντάρτες και σκότωσαν πέντε–έξι Γερμανούς. Τα μαζέψαμε αμέσως και εξαφανιστήκαμε και πήγαμε ακόμα πιο κάτω, γιατί οι Γερμανοί έκαναν αντίποινα.
- Μετά τον πόλεμο πως ήταν τα πράγματα ;
- Να μην ήταν ντιπ.
Ο Λεωνίδας Σουλιώτης 13 ετών με τον Χρήστο Λιάγκα (πατέρα της Μαρίας Λιάγκα) – Χάλκη 1949
Το 1948 πουλήσαμε τα πιό πολλά πρόβατα και κάναμε αγορά και εγκατασταθήκαμε μόνιμα εδώ στη Χάλκη. Είχαμε καλύβια τότε εδώ, από το 1948 μέχρι το 1960 με καμμιά τριακασαριά πρόβατα. Μετά, το 1964 κάναμε το σπίτι. Τα πρόβατα έχω δυό χρόνια που τα χάλασα.
Παντρεύτηκα το 1967, η γυναίκα μου η Κατερίνα είναι απ’ τους Κορωναίους απ’ τον Άγιο Γεώργιο στο Βελεστίνο. Εκεί έγινε ο γάμος με γλέντι και κλαρίνα, είχαμε τον Μαλλιάρα και τον Καλούση. Τώρα έχουμε δυό παιδιά, τον Χρήστο και την Ελένη.
Ο Λεωνίδας Σουλιώτης με τη γυναίκα του Κατερίνα το γένος Κορώνα από τον Άγιο Γεώργιο Βελεστίνου
-Πως ήταν οι Σαρακατσαναίοι τότε και πως είναι σήμερα ;
- Οι Σαρακατσαναίοι τότε είχαν λόγο, βέβαια δεν έπαυαν τα ψωριάρικα αλλά λίγοι ήταν οι τζαναμπέτηδες. Τότε είχαμε αρχές, τώρα πήγαμε στο διάολο όλοι.
- H παραδοση τελειωσε ;
- Οσο ζω εγω και ολοι εμεις που ζησαμε, η παραδοση δεν τελειωνει. Μετα δεν ξερω.