portraita

Γεώργιος Χύτας
..

Από την Τορώνη Χαλκιδικής στο Μάλι Μάδι Καστοριάς

του Γιώργου Κολοβού


Γεννήθηκα στις 29 Μαρτίου του 1924, στο δρόμο από την Τορώνη Χαλκιδικής που ξεχειμάζαμε προς το βουνό Μάλι Μάδι στην Κρυσταλλοπηγή Καστοριάς, σε μια ελιά από κάτω, σε μία τοποθεσία της Νικήτης ονομαζόμενη Ελιά. Και αυτή την ελιά την ήξερα μέχρι και την ώρα που έγινε ο ασφαλτόδρομος, αλλά μετά χάθηκε.



Παππούς μου ήταν ο Δημήτρης Χύτας και είχε τέσσερα παιδιά :

Ο Γιάννος (είχε δύο παιδιά)
Ο Χρήστος (είχε τρία παιδιά και δύο κορίτσια)
Ο Βαγγέλης (είχε επτά κορίτσια και ένα αγόρι)
Ο Κώστας (είχε δύο παιδιά και ένα κορίτσι)

Ο παππούς μου πέθανε 105 χρονών

Οι γονείς : Κώστας και Ευανθία

Πατέρας μου ήταν ο Κώστας Χύτας και μητέρα μου η Ευανθία Χύτα το γένος Γιαννακούλα και είχαν δύο παιδιά και μία κόρη η οποία πέθανε είκοσι έξι χρονών.

Τον πατέρα μου δεν τον φώναζαν Κώστα τον φώναζαν πάντα Κωτούλα. Ορφάνεψε δύο χρονών και σαν μικρός που ήταν γύριζε στα τσατούρια και ο καθένας επειδή ήταν ορφανό παιδάκι, κάτι τόδιναν και έλεγαν : έρχεται ο Κωτούλα, έρχεται ο Κωτούλα και τον έμεινε το όνομα ο Κωτούλας.

ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΣΤΗΝ ΤΟΡΩΝΗ

Εμείς ξεχειμάζαμε στην Τορώνη που είναι μία τοποθεσία που ανήκει στη Συκιά Χαλκιδικής. Εκεί νοικιάζαμε σπίτια και για βοσκή είχαμε ιδιοκτησίες της κοινότητας Συκιάς.

Δώδεκα χρονών ήμουνα και θυμάμαι πήγαινα σε ένα μέρος πάνω από την Τορώνη στο Κάστρο που είχε αρχαιολογικό χώρο και δεν το καλλιεργούσαν, σε ένα μέρος που λεγόταν Βίγλα. Βοσκούσα μόνος μου εκατόν είκοσι πρόβατα.και το βράδυ πολλές φορές κοιμόμουνα στο μαντρί. Νιόπαντρος φύλαγα μόνος τα πρόβατα και σε ένα άλλο μέρος τέσσερις ώρες μακρυά, στην Κερασιά, και με έφερναν ψωμί κάθε δέκα μέρες.

Στις 25 Μαρτίου κάθε χρόνου με το παλιό ημερολόγιο, εμείς και ο μπάρμπας μου ο Γιάννος είχαμε συμφωνία με την κοινότητα να βγούμε από τα χειμαδιά, γιατί τελείωνε η προθεσμία μας. Ο Μπάρμπας μου ο Βαγγέλης και ο μπάρμπας μου ο Χρήστος είχαν ένα μέρος καλογερικό στο οποίο δεν τους βίαζε κανένας και έμεναν παραπίσω και ξεκινούσαν αργότερα για τα βουνά.


Χάρτης μετακινήσεων


Η ΣΤΡΑΤΑ

Εμείς βγαίναμε στην Κρυσταλλοπηγή Καστοριάς στο βουνό Μάλι Μάδι κάτω από τις Πρέσπες. Ο πατέρας μου ο Κώστας είχε 750 πρόβατα, ο μπάρμπας μου ο Γιάννος 350 και ξεκινούσαμε δύο οικογένειες με πρόβατα και τσομπαναραίους και με άλογα φορτωμένα με ό,τι είχε ο καθένας.

Από την Τορώνη μέχρι το Μάλι Μάδι κάναμε 35 με 40 κονάκια.

Φεύγαμε από την Τορώνη, βγαίναμε στην Τριστινίκα, μετά Νέο Μαρμαρά, Νικήτη, Βατοπαίδι, Άγιος Μάμας, Μουδανιά, Καλλικράτεια και φτάναμε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί βγαίναμε κοντά στην Τούμπα που ήταν το 50οΣύνταγμα και καθόμασταν από πέντε μέχρι δέκα μέρες. Άλλος πουλούσε αρνιά, άλλος κούρευε, άλλος έκανε διάφορες δουλειές. Μετά φεύγαμε και πηγαίναμε από Χαλκηδόνα, Γιαννιτσά, Έδεσσα, έξω από την Πτολεμαίδα, περνούσαμε την Κλεισούρα, μετά το Άργος Ορεστικό, φτάναμε στο Δενδροχώρι Καστοριάς και από εκεί βγαίναμε απάνω στο βουνό, το Μάλι Μάδι. Σε κάθε κονάκι, όλα τα πράγματα κάτω. Τσιατούρες, βροχές, ταλαιπωρίες.

Τη στράτα αυτή, Τορώνη – Κρυσταλλοπηγή, την κάναμε κάθε χρόνο ανελλιπώς μέχρι το 1940.



Χύτας Γεώργιος με τη μικρή Κατερίνα
Στη στράτα για το Μάλι Μάδι - 1939


Η ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ ΜΑΛΙ ΜΑΔΙ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Το μέρος στο Μάλι Μάδι που βγαίναμε ήταν ανταλλάξιμο του Δημοσίου και το νοικιάζαμε, υπήρχε το ενοικιοστάσιο. Είχε απόσταση 4 – 5 χιλιόμετρα από τα σύνορα με την Αλβανία. Δέντρα επάνω δεν είχε τίποτα, χαμηλά είχε οξυές και γάβρα. Εκεί μαζευόμασταν δέκα έξι με δέκα επτά οικογένειες, όλοι μαζί γύρω στα εκατό άτομα. Είμασταν εμείς οι Χυταίοι, οι Λωλαίοι που ξεχείμαζαν στο Μαρμαρά και οι Νικαίοι που ξεχείμαζαν κι αυτοί στη Χαλκιδική στα Μπλανά και κάποιοι άλλοι που δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα. Είχαμε όλοι ένα τσελιγκάτο και αρχιτσέλιγγας στο Μάλι Μάδι ήταν ο Δημήτρης Λώλος. Κοντά σε εμάς δεν είχε άλλο τσελιγκάτο, μετά είχε μακρυά στο Γράμμο, στο Πισοδέρι και στο Βίτσι.

Ο αρχιτσέλιγκας έκανε το κουμάντο. Έλεγε αυτό το κοπάδι θα πάει εκεί σε κείνο το στανοτόπι, αυτός ο τσομπάνος θα πάει σύντροφος με το έναν, ο άλλος με τον άλλον στο άλλο το κοπάδι. Πήγαινε συμφωνούσε τα γάλατα, έλεγε έχουμε τόσες χιλιάδες γαλάρια και κανόνιζε την τιμή. Η μοιρασιά γίνοταν σε αναλογία με τα πρόβατα που είχε ο καθένας και έπαιρνε χρήματα αφού πλήρωνε την αναλογία του για το ενοίκιο του βουνού και τα έξοδα του τσέλιγκα (αγροφύλακα, δικαστήρια, επισκέψεις, κεράσματα κ.λ.π.).


ΤA KONAKIA

Όταν φτάναμε επάνω, πότε βρίσκαμε τα περσινά τα καλύβια, πότε όχι. Κονάκια είχαμε όλοι μαζί γύρω-γύρω. Καλύβι, καλυβούλα, σε μια βρύση παίρναμε νερό και δίπλα ήταν μία μπάρα που ποτίζαμε τα πρόβατα. Τα γαλάρια τα είχαμε κοντά στα κονάκια, τα στέρφα ήταν μακρυά και δύο και τρεις ώρες μακρυά. Και όλο το φαλκάρι αυτό είχε περίπου εκατόν πενήντα άλογα, δέκα επτά είχαμε εμείς. Το καλοκαίρι είχαμε βαλμά, το χειμώνα τα κανονίζαμε αναμεταξύ μας.

Καινούργια καλύβια γίνονταν και τα έκαναν και άντρες και γυναίκες. Κάναμε και όρθια και δίπλα καλύβια. Κόβαμε οξυές, λούρα από το δάσος. Όταν το στήναμε το καλύβι βάζαμε μία φούρκα στη μέση. Βάζαμε τα λούρα γύρω-γύρω, βάζαμε δεύτερα λούρα από πάνω, τα δέναμε το ένα με το άλλο και τότε σταματούσαμε και βγάζαμε τη φούρκα. Για σκέπασμα βάζαμε σικαλιά. Αγοράζαμε βρύζα από τα χωριά και τα κουβαλούσαμε με τ΄ άλογα. Η πιό επιτήδεια γυναίκα, ανέβαινε και σκέπαζε το καλύβι. Στη μέση κάναμε μία βάτρα και ανάβαμε τη φωτιά. Το καλύβι δεν το παλαμίζαμε, μόνο ισιάζαμε το χώμα. Κρεβάτι δεν είχαμε, τραγομαλλίσια τσόλια στρώναμε και πέφταμε.


ΤO ΓΑΛΑ

Στο Μάλι Μάδι το γάλα το δίναμε σε έμπορο από τη Φλώρινα. Είχε τυροκομείο εκεί και μάστορες από το Αρκουδοχώρι Ναούσης που έκαναν τα τυριά, τελεμέ. Τα τυριά δεν τα κρατούσαν εκεί, με τρία μουλάρια τα φόρτωναν και τα πήγαιναν στη Φλώρινα. Μέχρι του Αγίου Αποστόλου έπαιρνε το γάλα ο έμπορος, μετά το κρατούσαμε για μας και ό,τι περίσσευε, πηγαίναμε και το πουλούσαμε στα χωριά. Κάναμε μπάτζιο και φέτα και τα βάζαμε μέσα σε τομάρια και πολύ αργότερα σε δοχεία.



Χύτας Ιωάννης - Κρυσταλλοπηγή Καστοριάς
Στο δρόμο για πώληση του τυριού - 1939


ΤΑ ΡΟΥΧΑ

Τα ρούχα τα έκανε η μάνα μου, όλα υφαντά. Έπαιρνε το μαλλί, το έπλενε, το έξυνε, το λανάριζε, τραβούσε την κλωστή την ψιλή και το άλλο γίνονταν πιό χοντρό και έκανε ρούχα. Και πατατούκα και παντελόνι και γιλέκο. Εγώ θυμάμαι και τον παππού μου που φορούσε άσπρο μπουραζάνι και φουστανέλες.

Οι γυναίκες έκαναν όλες τις δουλειές. Ζύμωναν, έπλεναν και στα πρόβατα πήγαιναν. Εάν ήταν λίγο μακρυά και γεννούσαν τα πρόβατα, πήγαιναν και κουβαλούσαν τα γεννημένα.


ΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟΚΑΛΥΒΟ

Είχαμε και ένα καλυβάκι ιδιαιτέρως για σχολείο, παίρναμε δάσκαλο από το Δενδροχώρι Ήταν αριστερός και τον είχαν τραβήξει λίγο στην άκρη και δεν τον έβαζαν σε σχολεία να διδάξει και τον πληρώναμε εμείς και τον είχαμε δάσκαλο. Κάποτε είχαμε και δάσκαλο από την Κορυτσά της Αλβανίας. Τα θρανία τα φτιάχναμε από οξυές με πελεκητά ξύλα. Είχαμε και πίνακα φτιαχτό και κιμωλία και είχαμε και τις πλάκες. Μαθαίναμε περισσότερο αριθμητική και ανάγνωση. Τον δάσκαλο τον πληρώναμε όλοι μαζί με βάση την αναλογία πόσα παιδιά είχε ο καθένας. Με αναλογία ήταν και το φαγητό του και του πηγαίναμε εμείς στο καλυβάκι του. Εκεί μέσα είχε και το κρεββάτι του, εκεί που μας έκανε μάθημα. Δεν έτρωγε στα κονάκια με τις οικογένειες και δεν το δεχόταν ο ίδιος.


Χύτα Αναστασία με τη μικρή Κατερίνα - Μάλι Μάδι 1939
Αριστερά : Χύτα Παναγιώτα - Δεξιά : Χύτα Αικατερινη
Κάτω : Χύτας Δημήτριος


ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Όταν είμασταν στο Μάλι Μάδι, οι επίσημες γιορτές. ήταν του Προφήτη Ηλία, της Παναγίας και της Αγίας Παρασκευής. Τότε σφάζαμε τα τάματα και γλεντούσαμε τραγουδώντας με το στόμα. Συνήθως οι άντρες, γιατί και τόσο παρέα δεν έκαναν άντρες και γυναίκες για να τραγουδάν οι άντρες από δω και οι γυναίκες από κει. Άρχιζαν ψυθιριστά, μετά στο ξεροσφύριγμα και τόβαναν και στο τραγούδι. Μιά παρέα από δω – μιά παρέα από κει. Ο μπάρμπα Μήτρος ο Λώλος ο τσέλιγκας ήταν μερακλής άνθρωπος. Θυμάμαι μας έστελναν εμάς τα μικρά τα παιδάκια στην Κρυσταλλοπηγή με τα γαιδουράκια, μία ώρα δρόμο να πάρουμε κρασί, αν και τότε το Χαλκιδικιώτικο το τσίπουρο δεν έλειπε από κανέναν. Και γάμοι γίνονταν απάνω, συνήθως οι περισσότεροι γάμοι γίνονταν στα βουνά. Με όλα τα Σαρακατσάνικα τα εθίματα, τα προζύμια, το ράψιμο του φλάμπουρα, όλα.


ΤΑ ΧΩΡΙΑ

Το πιό κοντινό χωριό ήταν η Κρυσταλλοπηγή που τότε λεγόταν Σμαρδέσι, δεύτερο ήταν το Δενδροχώρι που τότε λεγόταν Ντάμπανη και το τρίτο ήταν η Ιεροπηγή που λεγόταν Καστανέτσι. Πηγαίναμε στα χωριά αυτά και πολλές φορές κατεβαίναμε και στην Καστοριά και κάναμε και εμπόριο. Για τρία χρόνια κουβαλούσαμε ξύλα με τα άλογα για το γυμνάσιο για το χειμώνα. Κάναμε διανυκτέρευση στη μέση και το πρωί ξαναφορτώναμε και τα πηγαίναμε στην Καστοριά. Και για να χτιστεί το σχολείο στο Δενδροχώρι, πήγαμε φορτώσαμε πέτρες, ασβέστη και κεραμίδια από τη Μεσοποταμία.

Αστυνομία είχε στο Βατοχώρι κάτω αλλά δεν ανέβαιναν επάνω. Κάτω είχε και φυλάκια, αλλά ο στρατός επάνω ήρθε το 1940. Όταν ήταν για να κηρυχτεί ο πόλεμος με την Ιταλία, ήρθαν δύο τάγματα τα οποία έκαναν οχυρά και χαρακώματα. Και από ένα τάγμα πυροβολικού, ήλθε στα καλύβια ένας λοχαγός, θυμάμαι και το όνομα του Απόστολος Βούρδας από τα μέρη των Ιωαννίνων που η μάνα του ήταν Σαρακατσάνα και μας είπε κι ένα τραγούδι.


Χύτας Ιωάννης με τις ξαδέλφες του - 1938


ΣΤΟ ΚΑΙΜΑΚΤΣΑΛΑΝ ΚΑΙ ΤΗ ΤΖΕΝΑ

1940 Από το 1940 μέχρι το 1944 είμασταν στο Καιμάκτσαλαν εκεί που τώρα γίνεται το Αντάμωμα, εκεί είχαμε τα καλύβια. Τότε είμασταν εμείς οι Χυταίοι, ήταν οι Μαμαλαίοι, οι Γιαννακουλαίοι, οι Σουλτογιανναίοι και άλλοι. Χειμαδιά είχαμε πάντα στην Τορώνη, στη Χαλκιδική.

Στο Καιμάκτσαλαν πάνω από το Χιονοδρομικό και μέχρι την εκκλησία στην κορυφή, μετά το 1941 βοσκούσα με έναν μπάρμπα μου, αδελφό της μάνας μου, επτακόσια πενήντα στέρφα πρόβατα. Εκεί στην εκκλησία μέσα, υπήρχε και ένα βιβλίο που έγραφε ο καθένας το όνομα του και εκεί βρίσκεται και το όνομα μου τρεις φορές.

Μία φορά στο Καιμάκτσαλαν, τον Αύγουστο μήνα γίνονταν μία αραβώνα και είχε πάει ο πατέρας μου στην Έδεσσα στο παζάρι. Εγώ πήγα να μαζέψω μία φοράδα και όταν γύριζα με περικύκλωσαν επτά λύκοι. Ήμουνα καβάλα πάνω στο άλογο, ξεσαμάρωτο. Σταμάτησε το άλογο μόλις τους είδε και ξεφυσούσε. Έτυχε και είχα τότε σπίρτα γιατί κάπνιζα και τσιγάρο. Βγάζω τα σπίρτα και τα άναβα ένα-ένα και τα πετούσα αναμμένα και άνοιξε ο δρόμος και έφυγα.

1944 Το 1944 πήγαμε στην Αριδαία στη Τζένα και το 1946 ήταν η τελευταία χρονιά που μείναμε με τις οικογένειες σε καλύβια. Το καραβάνι με τις τσιατούρες από την Τορώνη μέχρι επάνω σταμάτησε τότε.

1947 Από το 1947 εως το 1950 το καλοκαίρι πηγαίναμε στον κάμπο της Ημαθίας, Τρίκαλα, Κλείδι και Πλάτανο. Το χειμώνα πάλι στην Τορώνη.

1951 Το 1951 που τα πράγματα άλλαξαν λιγάκι, εγώ ήμουνα στρατιώτης και οι δικοί μου πήγαν πάλι στο Καιμάκτσαλαν με φορτηγό, αλλά τα πρόβατα πήγαιναν κανονικά με τους τσομπαναραίους. Οι οικογένειες έμεναν στο Σκοπό Φλωρίνης και τα πρόβατα ήταν επάνω, κοντά στα Φαρμακέικα αυτή τη φορά.

1952 Από το 1952 και μετά μέχρι το 1962 βγαίναμε πάλι στη Τζένα. Οι οικογένειες έμεναν στη Νότια, νοικιάζαμε σπίτια στο χωριό και τα πρόβατα ήταν επάνω. Με την κυρά μου παντρευτήκαμε στις 12 Οκτωβρίου του 1952 στη Νότια. Η κυρά μου είναι το γένος Ρούντου από την Ανάληψη Λαγκαδά. Όταν πήγαμε εμείς στη Νότια, μας είχαν δώσει ένα γεωργοκτηνοτροφικό κλήρο από 10 στρέμματα, διότι οι κάτοικοι του χωριού είχαν φύγει μετά τον εμφύλιο και έμειναν μόνο 20 – 30 οικογένειες.

1962 Το 1962 σταματήσαμε τα χειμαδιά στην Τορώνη και το 1963 ήταν η χρονιά που πούλησα τα πρόβατα. Στη Νότια από το 1963 μέχρι το 1967 ζούσαμε χωρίς πρόβατα.

1967 Το 1967 κατεβήκαμε από τη Νότια, εδώ στο Βρυσάκι όπου μένουμε μέχρι και σήμερα.