portraita

Η μοναξιά του τσομπάνου
.
.
του Γεωργίου Κ. Τσουμάνη
Είναι πράγματι πολύ δύσκολο να μεταφέρεις στο χαρτί τις σκέψεις και τα συναισθήματα ενός τσομπάνου μιας περασμένης εποχής που ζει στο ύπαιθρο μακριά από την οικογένειά του και με μόνη συντροφιά τα ζώα του. Εάν νοερά μεταφερθώ στα θερινά κυρίως βοσκοτόπια που είχαμε τα κοπάδια μας οι Σαρακατσαναίοι της Ηπείρου, θα έκανα μια μικρή προσπάθεια να καταθέσω τη μικρή μου εμπειρία, αλλά κυρίως τις αφηγήσεις των δικών μου ανθρώπων, του πατέρα μου και των μπαρμπάδων μου, που έζησαν ολάκερη ζωή τη μοναξιά του τσομπάνου κοντά στα κοπάδια τους.

Τα κοπάδια πολλών Ηπειρωτών Σαρακατσαναίων έβοσκαν κατά κανόνα στις ψηλότερες κορφές της Τύμφης, του Μιτσικελιού και άλλων βουνών της περιοχής.  Σε πολλές περιπτώσεις κοντά στα βοσκοτόπια μετακινούνταν ολόκληρη η οικογένεια. Εκεί έφτιαχναν και τα κονάκια τους. Τα πρόχειρα ξύλινα  καλύβια τους. Έτσι η οικογένεια βοηθούσε στις δουλειές του κοπαδιού. Σε πολλές όμως περιπτώσεις οι οικογένειες έμεναν στα χωριά και τα κοπάδια οδηγούνταν στα βοσκοτόπια μόνο από τους άνδρες. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις τη βόσκηση του κοπαδιού αναλαμβάνουν αποκλειστικά οι άνδρες. Το Χειμώνα η κατάσταση ήταν αρκετά καλύτερη. Οι τσομπαναραίοι βρίσκονται κοντά στη φαμελιά τους. Όμως και τότε κάποιοι ήταν μακριά από τα κονάκια. Αυτοί που φύλαγαν τα στέρφα. Τα στέρφοκόπαδα ήταν  σε κατώτερα λιβάδια και κατά κανόνα μακριά από το χώρο της στάνης. Έτσι ο στερφάρης έμενε μόνος και το Χειμώνα στη μικρή του τσομπανοκάλυβα.


Το καλοκαίρι στα βουνά οι δουλειές λιγοστεύουν. Τα κοπάδια μεγαλώνουν από το σμίξιμο πολλών μικρότερων και φτάνουν μέχρι και τα πεντακόσια πρόβατα ανά κοπάδι. Τα πρόβατα αρμέγονται μια φορά την ημέρα και βόσκουν ξένοιαστα στα βοσκοτόπια τους. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερη βοήθεια από άλλα μέλη της οικογένειας όπως το Χειμώνα που είναι ο γένος, η αποκοπή των αρνιών, το άρμεγμα τρεις φορές την ημέρα και άλλες εργασίες. Έτσι το καλοκαίρι έχουν κοντά τους μόνο τους τσομπαναραίους και τα δυνατά τσομπανόσκυλα που τα ακολουθούν στην καθημερινή τους πορεία στις ράχες και τα λαγκάδια που αυτά περπατούν για την καθημερινή τους βόσκηση.

Ο καιρός μετά τα μέσα Ιουνίου καλυτερεύει και σταθεροποιείται. Τα χιόνια έχουν λιώσει, η ημέρα έχει μεγαλώσει στο μέγιστο και ο ήλιος ζεσταίνει για πολλές ώρες. Τα πρόβατα ήδη στα βουνά γνωρίζουν το δικό τους βοσκότοπο, το χώρο που θα κοιμούνται και μπαίνουν στο ρυθμό τους. Βόσκουν τις ώρες που έχει δροσιά και η ζέστη είναι ακόμα υποφερτή. Τα γαλαροκόπαδα έρχονται με την ώρα τους στη στρούγκα για να αρμεχτούν. Όλα αυτά βέβαια με τη βοήθεια του τσομπάνου που ρυθμίζει τη ζωή του ανάλογα με τις ανάγκες των κοπαδιού.


Οι τσομπαναραίοι των μεγάλων κοπαδιών είναι συνήθως δύο. Οι λεγόμενοι σύντροφοι.  Σύντροφος για τον Σαρακατσάνο τσομπάνο είναι ένας άλλος τσομπάνος που μαζί έχουν την επιμέλεια κάποιου κοπαδιού στα βοσκοτόπια. Για να είναι κάποιοι σύντροφοι πρέπει να έχουν και καλή συνεννόηση, να ταιριάζουν τα «χνώτα» τους. Ωστόσο αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό. Συνέβαινε πολλές φορές οι σύντροφοι που προέκυπταν από το υπάρχον δυναμικό των ανδρών της στάνης να μην ταιριάζουν. Να μην έχουν καλή συνεννόηση και συνεργασία. Οι ανάγκες όμως τους έκαναν να συμβιώνουν για κάποιο διάστημα που απαιτούνταν να είναι μαζί. Ήμουν σύντροφος με το «τάδε» αλλά δεν πέρασα καλά, ήταν πολύ «ανάποτος» άκουγες να λένε κάποιοι κτηνοτρόφοι στις συζητήσεις τους. Οι σύντροφοι μπορεί να είναι δύο παλιοί και έμπειροι ή ένας  έμπειρος και δίπλα του να μαθητεύει κάποιος νεότερος για να ασκείται στα μυστικά του κοπαδιού. Στην οργάνωση του χρόνου της βόσκησης, στις συνήθειες των ζώων, στην αντιμετώπιση των καιρικών συνθηκών, των άγριων ζώων, στη φροντίδα των σκυλιών, στο άρμεγμα και γενικότερα σε όλες τις δουλειές του κοπαδιού.

Στις πολλές όμως περιπτώσεις οι σύντροφοι δημιουργούσαν σχέσεις αλληλεγγύης, αλληλοσεβασμού και παντοτινής φιλίας. Ηλικιωμένοι Σαρακατσαναίοι τσομπαναραίοι θυμάμαι να αναπολούν τις «παλιές καλές εποχές» που ήταν νέοι και τους συντρόφους που είχαν στα κοπάδια τους. Με μεγάλη συγκίνηση και χαρά φέρνω στο νου μου τον Λ.Τ, εκλεκτό συγχωριανό και συγγενή όταν έρχονταν από την Αθήνα, να επισκέπτεται τον πατέρα μου γιατί ήταν σύντροφοι κάποια καλοκαίρια στα βοσκοτόπια της Αστράκας  (Πρόκειται για τη δεύτερη σε υψόμετρο κορφή της Τύμφης όπου είχαν τα βοσκοτόπια τους πολλοί  ηπειρώτες Σαρακατσαναίοι). Πάντα είχαν να πουν κάτι δικό τους από τη σκληρή ζωή του βουνού. Ο Λ. μικρό τσομπανόπουλο τότε, θυμόνταν και αφηγούνταν στιγμές της συντροφιάς του με τον πατέρα μου και πως εκείνος του έδινε τις συμβουλές του για το φύλαγμα του κοπαδιού, χωρίς ποτέ να τον μαλώνει. Ανθρώπινες συγκινητικές στιγμές από τις αναμνήσεις μιας άλλης εποχής που έχει φύγει οριστικά και στους νεότερους φαντάζει ως παραμύθι.


Αν και η συντροφιά στο κοπάδι ήταν απαραίτητη για να σπάει τη μοναξιά του τσομπάνου, ωστόσο κάποιες δουλειές έπρεπε να μοιραστούν. Από τους δύο συντρόφους ο ένας πολλές φορές έμενε στο κατάλυμα της στάνης, για να τακτοποιήσει το γάλα, να το πήξει, να πλύνει τα καρδάρια, να κουβαλήσει νερό, να μαγειρέψει φαγητό να φάνε. Ακόμα, όταν οι δουλειές στα κοπάδια λιγόστευαν, κυρίως σταματούσε το άρμεγμα, αποδεσμεύονταν να πάει στο χωριό για κάποιες ημέρες όπου έμεινε η οικογένειά του. Να πλυθεί, να φέρει τρόφιμα, να πάει σε ένα γάμο, ένα πανηγύρι, να βγει στον κόσμο, όπως οι ίδιοι έλεγαν. Στη συνέχεια όταν αυτός επέστεφε έφευγε για να ξεκουραστεί και να δει τους δικούς του ο άλλος σύντροφος. Κατά κανόνα έφευγαν οι νεότεροι και οι γεροντότεροι έμειναν περισσότερο καιρό κοντά στα κοπάδια. Έτσι υποχρεωτικά για πολλές ημέρες της θερινής διαμονής στα βουνά τα κοπάδια έμεναν με ένα μόνο τσομπάνο.

Καθημερινά το κοπάδι ξεκινά για τη βοσκή του. Ο τσομπάνος αφού πρώτα ταΐσει τα σκυλιά, τα «μαυλάει» και φορτωμένος στην πλάτη του την κάπα, τον τροβά με το λιτό φαγητό του, και την κλίτσα του στο χέρι το ακολουθεί. Όσο και αν ο καιρός είναι καλός ακόμα και το καλοκαίρι, η κάπα είναι απαραίτητη. Τη νύχτα η θερμοκρασία στα ψηλά βουνά πέφτει πολύ και το κρύο είναι αισθητό. Η κάπα είναι το σπίτι του. Μέσα της θα κουλουριαστεί τις λίγες ώρες που το κοπάδι θα ξαποσταίνει και θα ξεκλέψει λίγο ύπνο.

Στα θερινά βοσκοτόπια τα πρόβατα βόσκουν  περισσότερο τη νύχτα. Την ημέρα λόγω της μεγάλης ζέστης σταλίζουν. Κάθονται σε μέρη σκιερά μέχρι να «τσακίσει» η ημέρα και κοντά στη δύση του ήλιου αρχίζουν να «ξεσέρνουν» για τη βοσκή τους. Η βόσκηση διαρκεί συνήθως μέχρι και μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Αρχίζει ξανά με το πρώτο φως της ημέρας και διαρκεί μέχρι να ζεσταίνει καλά η ημέρα. Στη συνέχεια σταλίζουν μέχρι αργά το απόγευμα. Ο τσομπάνος είναι πολύ καλά ασκημένος να περπατάει στο σκοτάδι της νύχτας σε κακοτοπιές και σε κακοτράχαλα μέρη.  Κανονίζει το μέρος της βοσκής και το χρόνο της πορείας του κοπαδιού. Ενθαρρύνει συνέχεια τα ζώα με επιφωνήματα που είναι σε αυτά γνωστά. Τα «σουρταριάρικα» πρόβατα τραβάνε μπροστά. Σε αυτά συνήθως βάζουν και τα κουδούνια. Η πορεία του είτε πίσω από το κοπάδι είτε στα πλάγια στο «φτερό», όταν αυτό καταλαγιάσει και σκορπίσει στο λιβάδι, είναι αργή. Μάλιστα δε πολλές φορές φαντάζει ανάρια και «τεμπέλικη». Ωστόσο κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει τις έγνοιες, τις στεναχώριες, τους προβληματισμούς και τις αντοχές του. Κανένας δεν ξέρει τι  συλλογιέται τις «ατέλειωτες» ώρες της πορείας.


Σε όλο αυτό το διάστημα της βόσκησης του κοπαδιού ο τσομπάνος είναι κυριολεκτικά μόνος του. Ενόσω τα πρόβατα ψάχνουν για τροφή, αυτός ρυθμίζει την πορεία τους και τα κατευθύνει με φωνές και σφυρίγματα προς το μέρος που θέλει. Αφουγκράζεται τους ήχους που φτάνουν στα αυτιά του, παρατηρεί τα πουλιά που πετούν. Διαβάζει τη φύση όπως αυτός έχει μάθει ασκούμενος από γενιά σε γενιά. Ελέγχει το χώρο που βόσκουν άλλα κοπάδια της ίδιας στάνης ή κάποιας γειτονικής. Ο κτηνοτρόφος είναι λαίμαργος και ανταγωνιστής. Θέλει να είναι κυρίαρχος στο χώρο του και να μην μπαίνουν στα λιβάδια του, έστω και στα όρια αυτών, ξένα κοπάδια. Ενίοτε θυμάμαι δεν έλλειπαν οι γκρίνιες στις στάνες για λόγους καταπάτησης λιβαδιών από γειτονικά κοπάδια άλλης στάνης. Τότε οι γεροντότεροι και ψυχραιμότεροι έδιναν τις λύσεις. Στις περιπτώσεις που είναι επιδέξιος και ασκημένος στην τέχνη του ξύλου πελεκάει με το ξουράφι του και το τρυπητήρι του και  κάποιο εργόχειρο. Μία κλίτσα,  κάποια ρόκα, ένα σφοντύλι, μια σαΐτα.

Ακούει και διακρίνει το αλύχτημα των σκυλιών όταν αυτά «παγανίζουν» και ελέγχουν το ζωτικό χώρο του κοπαδιού. Ξεχωρίζει από τον τύπο του αλυχτήματος τι οσμίστηκαν τα σκυλιά, σε τι «τορό βάρεσαν» και λαβαίνει τα μέτρα του. Αν δηλαδή ανίχνευσαν με την όσφρησή τους στην περιοχή λύκους, αρκούδα ή σκυλιά από άλλη στάνη. Τα τσομπανόσκυλα το καλοκαίρι που δεν υπάρχουν μικρά αρνιά στα κοπάδια, σπάνια κυνηγάνε αλεπούδες και σχεδόν καθόλου τους λαγούς. Είναι σαν να γνωρίζουν ότι από αυτά τα ζώα δεν κινδυνεύει το κοπάδι. Μάλιστα δε όταν τυχαίνει οι αλεπούδες να κυνηγάνε λαγούς, αυτοί καταφεύγουν για προστασία μέσα στα πρόβατα.

Όταν η βοσκή στα λιβάδια είναι άφθονη η πορεία που διανύουν είναι μικρή και ξεκούραστη. Είναι τότε που λέμε ότι τα πρόβατα βοσκούν στον «τόπο» επιτόπου δηλαδή. Ο τσομπάνος τα καμαρώνει και ευχαριστιέται. Σε αντίθετη περίπτωση η πορεία του κοπαδιού καθημερινά αυξάνει. Διανύει μεγάλες αποστάσεις για να βρει τροφή και η κούραση είναι μεγάλη. Σε κάθε περίπτωση παρακολουθεί τα ζώα με τα μάτια και τα αυτιά του. Κατά τη διάρκεια της ημέρας εντοπίζει αυτά που ενδεχομένως είναι κουρασμένα και άρρωστα. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε ένα γέρικο, σε κάποιο που έφαγε δηλητηριώδες χόρτο, κυρίως όμως από το τσίμπημα φιδιού, κατά κανόνα οχιάς. Το άρρωστο ζώο στέκεται ακίνητο με σκυμμένο το κεφάλι. Δεν βόσκει, πονάει, περπατάει για λίγο και σταματάει, δεν μπορεί να ακολουθήσει το κοπάδι. Το φιδιασμένο έχει το πρόσωπό του πρησμένο. Τα τσιμπήματα γίνονται κυρίως στο κεφάλι των ζώων την ώρα που αυτά βόσκουν. Ο έμπειρος τσομπάνος αναγνωρίζει αμέσως πότε ένα ζώο είναι φιδιασμένο. Τότε βγάζει από το μανίκι της κάπας του το βελόνι που έχει πάντα μαζί του. Με αυτό τρυπάει πολλές φορές το τμήμα που είναι πρησμένο για να τρέξει αίμα και να φύγει με αυτόν τον τρόπο μέρος του δηλητηρίου του φιδιού. Ξαλαφρώνει έτσι το πρησμένο μέρος. Ελλείψει βελονιού χρησιμοποιεί και τη μύτη φτερού από κάποιο πουλί που μπορεί να βρει στο ύπαιθρο. Στα βοσκοτόπια δεν έλλειπαν μεγάλα αρπακτικά και πτωματοφάγα πουλιά, όπως αετοί, γεράκια, όρνια (γύπες). Σε πολλές περιπτώσεις τα ζώα σώζονταν. Ωστόσο δεν ήταν λίγες οι φορές όπου αυτά δεν άντεχαν κα πέθαιναν.


Κατά το διάστημα της αναπαραγωγής των προβάτων, στο μαρκάλο (οχεία), η παρατήρηση του κοπαδιού από τον τσομπάνο είναι περισσότερη επιμελημένη. Τότε προσέχει πόσα πρόβατα περίπου και πια μαρκαλιώνται κάθε μέρα, πόσες μέρες διαρκεί ο μαρκάλος, ποιες προβατίνες είναι «γυρισμένες» δηλαδή δεν έχουν συλλάβει και μαρκαλιώνται δεύτερη φορά. Μετράει έτσι το χρόνο που αυτά πρόκειται να γεννήσουν ύστερα από πέντε μήνες που διαρκεί η κύηση ή εκατόν σαράντα πέντε ημέρες όπως αλλιώς μετρούσαν κάποιοι τσομπαναραίοι. Όλα αυτά τα κρατάει καλά στο μυαλό του. Αν τυχαίνει να ξέρει και λίγα γράμματα με το μικρό του μολυβάκι σημειώνει και σε κάποιο χαρτάκι από τα τσιγάρα του, που το κρατάει διπλωμένο και καλά φυλαγμένο κυρίως να μη βραχεί. Ο μαρκάλος των ζώων έχει να κάνει και με την κάθοδο των κοπαδιών για τα χειμαδιά. Όταν τα ζώα βαρύνουν από την εγκυμοσύνη επιβάλλεται να φύγουν από τα βουνά έγκαιρα. Η πορεία για τα χειμαδιά (στράτα) προγραμματίζεται από το καλοκαίρι. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να προλάβει το κοπάδι ο γένος στη στράτα.

Κατά τη διάρκεια του μαρκάλου έγνοια του είναι να μην κτυπηθεί καμιά προβατίνα από τα κριάρια. Τότε τα αρσενικά δίνουν μεγάλες μάχες για την ιεραρχία τους στο κοπάδι και προκειμένου να αναδεχθεί το κυρίαρχο αρσενικό. Το κριάρι που θα αναγνωρίζεται από όλα τα άλλα ως το δυνατότερο. Θα είναι ο καπετάνιος του κοπαδιού. Σε αυτόν θα υπακούουν όλα τα υπόλοιπα αρσενικά. Όταν τα κριάρια αγωνίζονται και χτυπιούνται με τα δυνατά τους κέρατα, μαζεύοντας μάλιστα και μεγάλη φόρα, η κατάσταση στο κοπάδι είναι πολύ επικίνδυνη. Δεν έλειπαν οι περιπτώσεις όπου προβατίνες που έτυχε να βρεθούν κοντά στις μάχες αυτές να σκοτωθούν από χτυπήματα κριαριών. Ακόμα και ο τσομπάνος δεν μπορούσε χτυπώντας τα με την κλίτσα του στο κεφάλι να τα ξεχωρίσει. Ένα μεγάλο κοπάδι των πεντακοσίων προβάτων θα έπρεπε να έχει κοντά στα τριάντα κριάρια.


Σε στιγμές ξεκούρασης του κοπαδιού, ο τσομπάνος βρίσκει την ευκαιρία να φάει και το λιτό φαγητό του. Ψωμοτύρι κατά κανόνα και σε κάποιες περιπτώσεις κάτι περισσότερο. Τότε βγάζει το σουγιά του, ένα ακόμα χρήσιμο εργαλείο που έχει πάντα μαζί του. Κανένας τσομπάνος δεν είναι χωρίς σουγιά, δίχως «κοφτερό»  όπως αλλιώς τον έλεγαν. Αν τύχει να είναι και νύχτα, όλα αυτά γίνονται κυρίως με την αφή και λιγότερο με  την όραση στο λιγοστό φως του φεγγαριού και των αστεριών. Μια άσκηση ολάκερης ζωής για επιβίωση κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Μετά τα μεσάνυχτα τα πρόβατα πρέπει να ξεκουραστούν. Συνήθως κοιμούνται στο ίδιο μέρος. Έτσι και ο τσομπάνος έχει το δικό του τόπο που ξαπλώνει, «το γιατάκι του». Φροντίζει ο χώρος να είναι επίπεδος και χωρίς πέτρες από κάτω. Για στρώμα και σκέπασμα έχει την κάπα του ή κανένα αλογότσιολο που το αφήνει μόνιμο στο χώρο που ξαπλώνει. Τότε είναι και η ώρα που ξεκλέβει και λίγες ώρες ύπνου. Στην πραγματικότητα όμως λαγοκοιμάται. Ο παραμικρός ύποπτος ήχος από απότομο ξάφνιασμα «πρόγκιγμα» του κοπαδιού ή αλύχτημα σκύλου τον ξυπνάει. Τότε εκείνος με τη φωνή του τα καθησυχάζει. Τους επιβεβαιώνει την παρουσία του. Ξαπλώνει μόνο όταν εκείνα ηρεμήσουν «λαρώσουν» και ησυχάσουν. Όταν σιγά-σιγά αρχίσουν να κάθονται στο έδαφος για να ξαποστάσουν και να κοιμηθούν. Ασκημένος καλά όπως είναι ξεχωρίζει με την ακοή του την ηρεμία του κοπαδιού από τον ήχο του μηρυκασμού των προβάτων, το αραιό και απαλό χτύπημα των κουδουνιών που βγαίνει από την ανάσα τους, την ηρεμία των σκυλιών που κοιμούνται στις άκρες, στα φτερά του κοπαδιού. Όλα αυτά τον καθησυχάζουν.

Ενίοτε κάποιοι τσομπαναραίοι και όταν οι κίνδυνοι από τα αγρίμια ήταν πολλοί, ξεκουράζονταν βάζοντας για προσκέφαλο το χέρι τους. Ήλπιζαν έτσι ότι θα ξυπνήσουν από το μούδιασμα του χεριού τους. Βέβαια δεν έλλειπαν και οι περιπτώσεις όπου κάποιοι κοιμούνταν βαρύτερα ή το κοπάδι σκάριζε γρηγορότερα από την ώρα του και το έχαναν. Αλαφιασμένοι και πανικόβλητοι το έψαχναν μέσα στη νύχτα, με το φόβο της ζημιάς που μπορεί να είχε συμβεί από τα αγρίμια. Ανακουφίζονταν μόνο όταν το έβρισκαν, αντιλαμβάνονταν ότι το κοπάδι ήταν σώο και η τύχη ήταν με το μέρος του.

Απαραίτητο και σε τακτά διαστήματα, ανά δύο περίπου ημέρες, ήταν και το μέτρημα των ζώων, «ο μέτρος». Εκτός από τα ζουλάπια, υπάρχουν και άλλοι  κίνδυνοι. Κατά τη διάρκεια της βοσκής τα πρόβατα κυνηγούν τα χόρτα σε απότομους κρημνούς, σε χαράδρες. Οι κίνδυνοι και εδώ ελλοχεύουν. Σημάδι για κάποιο ζώο που άρπαξαν οι λύκοι, έπεσε σε γκρεμό, σε χαράδρα ή σε υπόγεια σπηλιά, «τρύπα» έδιναν τα κοράκια και οι γύπες. Ήταν οι στιγμές που πετούσαν για αρκετή ώρα πάνω από ένα σημείο και στη συνέχεια «έπεφταν» στη γη. Τότε ο τσομπάνος καταλάβαινε ότι κάποιο ζώο που είχε χαθεί κείτονταν νεκρό ή ημιθανές στο μέρος που πετούσαν τα όρνια. Κάπου-κάπου δεν έλειπε και η κλοπή από τσομπαναραίους γειτονικής στάνης όταν εύρισκαν την κατάλληλη ευκαιρία. Έτσι λίγο-πολύ ο τσομπάνος θα πρέπει να ασκηθεί και στο καλό μέτρημα του κοπαδιού του. Πράγμα δύσκολο για τους περισσότερους που αναγκάζονταν δύο και τρεις φορές να μετρήσουν. Λίγοι ήταν εκείνοι που είχαν μεγάλη ικανότητα στο γρήγορο και σίγουρο μέτρημα.


Η χειρότερη ωστόσο περίπτωση της μοναξιάς το τσομπάνου είναι αυτή της κακοκαιρίας. Βροχής και στη συνέχειας ομίχλης «αντάρας» και ακόμα περισσότερο του αποκλεισμού από χιόνι. Τότε στην κυριολεξία ήταν στο έλεος του Θεού. Αυτές τις στιγμές οι δεινότεροι θηρευτές των αγριμιών, οι λύκοι, που οσμίζονται τα θηράματά τους από χιλιόμετρα μακριά, δεν ελέγχονται από κανέναν. Ο τσομπάνος με τις φωνές του και τα σφυρίγματά του προσπαθεί να ενθαρρύνει πρόβατα και σκυλιά και να αποθαρρύνει τα αγρίμια. Ο έλεγχος του κοπαδιού μειώνεται δραματικά. Η ορατότητα του βοσκού σχεδόν μηδενική, ο όσφρηση και η ακοή των σκυλιών περιορισμένη με δεδομένο ότι και αυτά προσπαθώντας να προφυλαχτούν από το κρύο και τη βροχή μαζεύονται σε ένα μέρος και δεν ελέγχουν τη φύλαξη. Τότε οι λύκοι παραπλανώντας τα σκυλιά έχουν την καλύτερη ευκαιρία και μάλιστα όταν είναι πολλοί μαζί να κάνουν ζημιά στο κοπάδι. Είναι τότε πραγματικά αυτό που λέει ο λαός μας «ο λύκος στην αντάρα χαίρεται». Ακόμα και όταν το κοπάδι είναι μαζεμένο ο τσομπάνος δεν ησυχάζει. Πηγαίνει γύρω από αυτό, φωνάζει και σφυρίζει για να αποθαρρύνει τους λύκους. Ακουμπισμένος όλη νύχτα πάνω στη κλίτσα, με την κάπα στον ώμο  του, περιμένει καρτερικά να περάσει η κακοκαιρία και εύχεται να είναι τυχερός για να μην πάθει μεγάλη ζημιά. Ωστόσο σε αυτές τις περιπτώσεις μέριμνα των τσομπαναραίων ήταν να υπάρχουν περισσότεροι από ένας στα κοπάδι. Τέτοιες δύσκολες ημέρες είναι την Άνοιξη που βγαίνουν τα κοπάδια στα βουνά και ο καιρός είναι ακόμα ακατάστατος και κυρίως το Φθινόπωρο μετά το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου με τις βροχές, το μίκρεμα της ημέρας, την αλλαγή του καιρού προς το χειρότερο. Τότε οι έμπειροι σε τέτοιες συνθήκες κτηνοτρόφοι φροντίζουν άμεσα και γρήγορα και εγκαταλείψουν τα ψηλά βουνά και να κατέβουν χαμηλότερα.

Σε παλαιότερες εποχές ελλείψει μέσων μαζικής ενημέρωσης, κατά κανόνα ραδιοφώνου, σημάδια της φύσης και των ζώων προϊδέαζαν για την ενδεχόμενη και γρήγορη μεταβολή του καιρού. Τέτοια σημάδια, θυμάμαι να μολογάνε οι μεγαλύτεροι ότι παρατηρούσαν, ήταν το κουλούριασμα των σκυλιών, το παιχνίδι πολλών μεγάλων προβάτων που έπαιζαν σαν μικρά αρνάκια, το πέταγμα των πουλιών πολύ χαμηλά στη γη, το κλείσιμο των πετάλων μικρών λουλουδιών που φύονταν στα βουνά, το  φαινομενικό χαμήλωμα των αστεριών κάποιες νύχτες που είχε μεγάλη διαύγεια, η απότομη αλλαγή της φοράς του αέρα. Όλα αυτά ερμηνεύονταν ως δείγματα κακοκαιρίας που έρχονταν γρήγορα. Προς τούτο έπρεπε άμεσα οι τσομπαναραίοι να λάβουν τα μέτρα μας. Ενδεχόμενη κακοκαιρία στο βουνό και κυρίως χιονόπτωση θα ήταν καταστροφική για ανθρώπους και ζωντανά. Είναι η εποχή που ο τσομπάνος είναι σε μια συνεχή εγρήγορση και ανησυχία.


Στο σημείο αυτό θα αναφερθώ σε ένα περιστατικό που συνέβη πριν από πολλά χρόνια στα βοσκοτόπια της Αστράκας. Κάποιο κοπάδι έμεινε εκείνο το Φθινόπωρο στα βοσκοτόπια περισσότερο ενδεχομένως από όσο έπρεπε εξαιτίας του καλού καιρού που επικρατούσε, ενώ τα  άλλα είχαν φύγει για χαμηλότερα μέρη. Ελλείψει τροφίμων για τον ίδιο, ο μοναδικός τσομπάνος του κοπαδιού άφησε τα πρόβατα με τα σκυλιά και πήγε εσπευσμένα στο χωριό να πάρει τρόφιμα και να επιστρέψει την ίδια ημέρα. Να όμως που με την επιστροφή του ο καιρός χάλασε απότομα και στα βουνά έπεσαν τα πρώτα χιόνια. Μέσα στο χιόνι που έπεφτε και στην ομίχλη  δεν βρήκε το κοπάδι του. Ξημέρωσε στο πέτρινο κατάλυμα της στάνης και το πρωί άρχισε να ψάχνει. Για καλή του τύχη τα πρόβατα δεν είχαν εντοπιστεί από λύκους. Είχαν μαζευτεί σε ένα μέρος όλα μαζί και περίμεναν. Με την παρουσία του τσομπάνου άρχισαν να βελάζουν και να πηγαίνουν προς το μέρος του. «Ρεκομάνισαν»  (Ρεκομανάω : φωνάζω πολύ δυνατά κλαίγοντας) ήταν η λέξη που χρησιμοποίησε ο πατέρας αφηγούμενος το περιστατικό, θέλοντας να αποδώσει την ανακούφιση που ένιωσαν τα πρόβατα βλέποντας το τσομπάνο και βελάζοντας όλα μαζί.

Έτσι ο τσομπάνος στην καθημερινή μοναξιά του, μαζί με την αγωνία του για την τύχη του κοπαδιού του, προσπαθεί να γεμίσει το χρόνο του με τη συντροφιά των προβάτων και των σκυλιών του. Tα νιώθει δίπλα ως τα δικά του ζωντανά που απαλύνουν τον φόβο του. Μιλάει μαζί τους με τις φωνές του. Αφουγκράζεται τα βελάσματα των προβάτων και τα γαβγίσματα των σκυλιών. Εισπράττει την ηρεμία που αυτά νιώθουν κοντά του. Τα ενθαρρύνει με τη φυσική του παρουσία, αναγνωρίζεται από αυτά ως κυρίαρχος και προστάτης τους κα τούτο φαίνεται από την υπακοή τους σε κάθε του επιφωνηματική προσταγή. Τα ζώα νιώθουν ασφάλεια με την παρουσία του. Αυτό ένας έμπειρος κτηνοτρόφος το αντιλαμβάνεται καθημερινά. Τέλος μαζί με τα ζώα συντροφιά στο τσομπάνο κάνουν και η φωτιά που ανάβει τις κρύες νύχτες, το κομπολόι του, το τσιγάρο του, ο σουγιάς και το ξουράφι που πελεκάει ακόμα και μικρά ξύλα σε στιγμές σχόλης μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα του, το χάιδεμα των σκυλιών, το σφύριγμα και το τραγούδι, η ολιγόλεπτη συνομιλία  με κάποιον άλλο τσομπάνο σε στιγμές που θα πλησιάσει στα όρια που βόσκει κάποιο άλλο κοπάδι.

Όλες αυτές οι έγνοιες για το κοπάδι, η προσμονή για ένα καλύτερο μέλλον δικό του, της οικογένειας, των παιδιών του, γέμιζαν το Σαρακατσάνο τσομπάνο με αντοχές, τον έκαναν ανθεκτικό, να υπομένει στη μοναξιά του και να επιβιώνει κάτω και από τις χειρότερες συνθήκες. Ήταν ένας τρόπος ζωής σκληρός και δύσκολος. Οι αντοχές όμως τεράστιες. Άνθρωπος σκληραγωγημένος και αποφασισμένος. Γιατί μόνο έτσι θα επιβίωνε στη σκληρή πραγματικότητα της εποχής του. Η κούραση και η αϋπνία ενίοτε περίσσευαν. Λες και ήταν φτιαγμένος από σίδερο και η αρρώστια δεν περνούσε από πάνω του. Ψυχικό σθένος και όρεξη για ζωή που σε εντυπωσιάζουν. Σε ερώτησή μου τι έκαναν όταν κάποιος αρρώσταινε, ένας συγγενής μου, εντελώς φυσιολογικά μου απάντησε: «Πολύ σπάνια αρρώσταινε άνθρωπος στην Αστράκα. Κανένας πονοκέφαλος που πέρναγε στο ποδάρι. Εγώ τόσα χρόνια τσομπάνος δεν θυμάμαι κάποιον να αρρώστησε βαριά. Μας φύλαγε ο Θεός». Το τι γίνονταν στο κόσμο της πόλης και του χωριού δεν τον ενδιέφερε. Και αν ακόμα αναπολούσε έναν καλύτερο τρόπο ζωής γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Το έπαιρνε απόφαση ότι η ζωή του είναι αυτή και έτσι θα την περάσει. Θα αγωνιστεί κοντά στα πρόβατά του για να επιβιώσει με αξιοπρέπεια κα να μπορέσει σιγά-σιγά να καλυτερεύσει πρωτίστως τη ζωή των παιδιών του.


Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο σε όλους τους ανώνυμους Σαρακατσαναίους που έζησαν καρτερικά τη μοναξιά του τσομπάνου σε βουνά και χειμαδιά. Πρωτίστως όμως αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής και μνήμης στους τσομπαναραίους που δεν ζουν σήμερα. Σε όλους εκείνους τους ταπεινούς αγωνιστές  που «έφυγαν» δίνοντας μια ολόκληρη ζωή ένα εξαιρετικά σκληρό αλλά αξιοπρεπή αγώνα. Τους αξίζουν δύο αράδες γραφής.