Τα Σαρακατσάνικα ’κονίσματα κι οι Ρώσοι στρατιώτες
Μια ιστορία με τους Βουργαρ’νούς Σαρακατσάνους κατά τον
Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78)
του Δημήτρη Κυριάκου
«
Κίν’σαν ν΄άνξ΄ να παν’ καραβάνι απάν στα β’νά, …. τ’ς ήταν στ’ Βουργαρία και
ξεχείμαζαν στον Πύργο πέρα, ….. ήταν οι Βαλεραίοι, οι Μπατζαίοι οι Τσερκεζαίοι,
οι Τζελεπαίοι, οι Γκαβραίοι κι άλλοι, …αφ’νούς θ’μάνταν η μάνα μ’. Κίν’σαν να
βγουν στα β’νά και τότε γένονταν πόλεμος, …. πολέμαγαν οι Ρώσοι με τ’ς Τούρκοι.
Οι βλάχοι (Σαρακατσάνοι) αντί να παν’ απ΄τ’ στράτα απ΄πάν’γαν, πάν’ απ’ αλλού
να μη σταυρώσουν π’θενά τουρκικοί. Κόνεψαν τ΄νύχτα σ’μά σε Ρωσικό στρατό κι έλεγαν
οι γερόντοι ‘‘Χριστιανοί είναι κι οι Μόσκοβοι, δε μας πειράζουν”. Οι Ρώσοι
είηδαν απ’ πάν’γαν καραβάνι με τ΄άλογα, έστ΄σαν και τσιατούρες και λέν’ ‘‘τι
είν΄αυτοίν”. Έπιασαν οι Ρώσοι και ρώτ΄σαν έναν Βούργαρο να τ’ς πει τι είναι
αυτοίν (οι Σαρακατσάνοι), τι ράτσα είναι, …. κι ο Βούργαρος τ’ς είπε, ‘‘είναι
τουρκόγυφτοι”, …. και λέει τότε ο Ρώσος ο αξιωματικός …. ‘‘σείρτε, χαλάστε τ’ς,
να λείψουν”. Οι Σαρακατσάνοι κατάλαβαν ότι κάτι γένονταν, είηδαν και ένα τάγμα
να πααίνει σια΄κει και λεν’ στ’ς
γ’ναίκες …. ‘‘βγάλτε τα κονίσματα όξω”. Έβγαλαν οι γ’ναίκες τα κονίσματα,
άναψαν και τ’ς καντήλες και θυμιάτ΄σαν. Όντα έφτασαν οι Ρώσοι εκεί, αντί να τ’ς
χαλάσουν, είηδαν τα κονίσματα και παν’ και τα προσκύν’σαν. Έπεφταν στα γόνατα
και προσκύναγαν. Καμπόσοι άντρες ήξεραν βουργάρ’κα και συνοήθ’καν, …. τ’ς είπαν
τι έγινε, …. κι τ’ς λεν οι κηχαϊάδες ‘‘εμείς είμαστε σκηνίτες, αλλά δεν είμαστε
γύφτοι, …. ήρθαμαν εδώ γιατί μας κύγνησαν οι Τούρκοι κι έφευγαμαν με τα κοπάδια
και με τ’ς φαμπλιές μας. Τ’ς είπαν ιστορίες πολλές, ήφεραν κι αυτοίν διερμηνέα
και συνοήθ’καν καλά .
Αυτοίν
οι Ρώσοι, άμα ήγλεπαν κανιά γ’ναίκα με σταυρό στ’ μπάλα πάν’γαν και τς φίλ’γαν
το χέρι, οι γ’ναίκες σκιάζονταν και τρυπώνονταν στ’ς τέντες μέσα να μην τ’ς
γλέπουν κι άμα πάν’γε καμίνια να κεράσει, έρ’χνε το μπόχο χαμπ’λά στα μάτια να
μη φαίνεται νε μπάλα νε τίποτα. Κοντά τ’ς λεν, …. ‘‘δε θα φύβγετε, θα κάτσετε να ’ρθ’ να σας
ειηδεί ο Αξιωματικός”. Έκατσαν μίνια μέρα ακόμα εκεί και ‘ν αυγή πάει ο
αξιωματικός κι τ’ς είηδε. Τ’ς τήραγε και τό ’ρχονταν περίεργο οι σταυροί
στ΄μπάλα που’χαν οι γ’ναίκες, οι παναούλες οι κόκκινες που χαν τ’ς κ’λούρες με
τ’ς σταυροί και τα σκ’τιά τ’ς. Έφευγαν κοντά
οι Ρώσοι και τ’ς άφ΄καν κι αφ’νούς (αυτούς) να φύβγουν. Όσο παν από κει πέρα
και ήταν ακόμα Ρωσικό στρατό, δεν τ’ς ματασταμάτ’σε καένας. Αυτοίν όμως
σκιάχκαν και έβαλαν τα κονίσματα στο πρώτο τ΄άλογο απάν’ απ’το φορτιό, να
φαίνεται ότις είναι χριστιανοί. Έτσ’ γλύτωσαν κι οι Σαρακατσάνοι και βγήκαν στα
β’νά.