portraita

Ο δάσκαλος ανεβαίνει στο β(ου)νί


Kελεπούρι σε ξένο κοπάδι39 άρχισε να νιώθει ο Τηλέμαχος σαν ζύγωνε η Κυριακή. «Το πουλί στον τόπο του λαλεί» συλλογίστηκε… «Ο Λεώνης40!»… σκέφτηκε για μια στιγμή κι αμέσως το πήρε πάνω του. Ο Λεώνης ήταν το ξαδερφάκι του.

Πήγε και τον αντάμωσε.

-Ξάδερφε, το καλοκαίρι θ’ ανέβω στα βουνά δάσκαλος στους Σαρακατσιαναίους.

-Εγώ ξέρω ότι η …τρέλα πηγαίνει στα βουνά κι όχι οι άνθρωποι, είπε ο Λεώνης, που πάντα του άρεσε να τον πειράζει.

-Τι λες; Έρχεσαι μαζί μου;

-Τρελός παπάς σε βάφτισε, μου φαίνεται, που θ’ αφήσω εγώ το σπιτάκι μου και θα …πάρω τα πλάγια.

Ο Τηλέμαχος επέμενε.

-Στην πόλη θα είμαστε μια ζωή. Τώρα μάς δίνεται η ευκαιρία να ζήσουμε κάτι διαφορετικό. Να ζήσουμε στη φύση, στα βουνά, στα έλατα, στα κρύα τα νερά, στον καθαρό αέρα. Να βλέπουμε βοσκοπούλες, πρόβατα και αρνιά στα πλάγια. Να γνωρίσουμε ανθρώπους διαφορετικούς από εμάς. Να τους γνωρίσουμε από κοντά.

-Τα βουνά είναι για τις αλεπούδες και για τους λύκους κι όχι για τους ανθρώπους.

-Δεν γνώρισες τον μπαρμπα-Κίτσιο, τον τσέλιγκά τους, και τα λες αυτά. Άνθρωποι σαν αυτόν δεν περπατάν στον τόπο μας· αρχοντάνθρωπος κι έχει τη λεβεντιά που έχουν οι άνθρωποι του βουνού.

-Εσύ τον τσέλιγκα είδες, τους άλλους τούς είδες;

Κάτι αρκουδόβλαχοι με δυο οργιές μουστάκια, αγριοπρόσωποι και με κάτι θεόρατες κλίτσες στα χέρια τους άρχισαν να στριφογυρίζουν στο μυαλό του.

-Έλα κι αν δε σ’ αρέσει, φεύγεις.

Ο Λεώνης αγαπούσε τον ξάδερφό του κι άρχισε να το ξανασκέφτεται.

Ο Τηλέμαχος άρχισε να ελπίζει ότι θα έχει συντροφιά στο βουνό. Πήγε κι αγόρασε Αναγνωστικά, χάρτη, μαυροπίνακα και κιμωλίες για το σχολειό.

Οι μέρες γλιστρούσαν σιγά κι αγάλι, σαν το φίδι στο λιβάδι, μέχρι που έφτασε η Κυριακή. Την Κυριακή τα δυο ξαδέρφια βρίσκονταν στη Ζωοδόχο περιμένοντας τους Σαρακατσιαναίους. Είχαν συμφωνήσει να ’ρθουν με τ’ άλογά τους να τους πάρουν. Μια αλλαξιά ρούχα και κάποια βιβλία είχαν μαζί τους.

Κάθε φορά που έβλεπαν αγωγιάτες να κατεβαίνουν απ’ το βουνό νόμιζαν ότι έρχονταν γι’ αυτούς. Πέρασε ένας, πέρασαν δυο, πέρασαν τρεις… αλλά κανένας δεν τους έδινε σημασία.

Άρχισαν να τους ζώνουν τα φίδια. Παράγγειλαν κάτι για φαγητό στο ταβερνάκι του χωριού. Tο φαγητό δεν τους πιανόταν. Η ώρα περνούσε άπραγη.

-Σε γέλασε ο πονηρός ο βλάχος. Θα βρήκε κάποιον καλύτερο, είπε Λεώνης - Ο Μπάνος ένας είναι! Δεν μπορεί να το ’κανε αυτό. Τον ξέρουν όλοι οι Σαρακατσιαναίοι κι όλη η Μακεδονία για το έχος41 του αλλά και για τη μπέσα του, τους είπε, με στέρεη φωνή, ο μάγειρας, όταν άκουσε τον Λεώνη.

-Τη μπέσα ο τσέλιγκάς σου την κρατάει όσο κρατάει η χελώνα το χαλάζι, επέμενε ο Λεώνης.

-Μπορεί ν’ αρρώστησε.

-Δε θα ’στελνε κάποιον άλλον;

Σκέφτηκε, σκέφτηκε, αλλά εξήγησε δεν εύρισκε.

Τ’ απόσκια, οι σχαριάτες42 της νύχτας, έπεφταν απαλά απαλά, σα νιφάδες χιονιού, στις πλαγιές του βουνού.

Χμ! σαν το γύφτο τ’ Αϊ-Θανασιού το ’κανα, είπε σε κάποια στιγμή ο Τηλέμαχος, κι άρχισε να λέει τον μύθο στον Λεώνη.

Ένας βλάχος κι ένας γύφτος, Λεώνη, ήταν κουμπάροι. Σαν κουμπάροι που ήταν είχαν αλισβερίσι. Όταν ο βλάχος πήγε στα χειμαδιά, επισκέφτηκε τον γύφτο στο τσαντίρι του. Ο γύφτος, αν και είχε μπόι χαμηλό43, τον περιποιήθηκε με την καρδιά του.

Ο βλάχος ήθελε ν’ ανταποδώσει τη φιλοξενία και του είπε να ’ρθει τ’ Αϊ-Θανασιού στη στάνη του να τον φιλέψει.

Ήρθε τ’ Αϊ-Θανασιού, και ο γύφτος με τη γύφτισσα και τα γυφτάκια κίνησαν, όλο χαρά, τον Γενάρη να παν στα βουνά να βρουν τον κουμπάρο. Ο κουμπάρος άφανος· ήταν ακόμα στα χειμαδιά. Ο καημένος ο γύφτος και η φαμελιά του έγιναν …παγοκολόνες κι έμειναν για πάντα μες στα χιόνια. Ο βλάχος είχε στο μυαλό του τον Αϊ-Θανάση τον Μάη κι όχι τον Γενάρη. Τον Αϊ-Θανάση, τον Αϊ-Νικόλα κι άλλους αγίους μας τους γιορτάζουμε δυο φορές τον χρόνο. Έτσι κι εγώ, είπε. Το καβούλι μας ήταν για την άλλη Κυριακή, όχι για τούτη.

Ο Τηλέμαχος, από το μεράκι που ’χε να πάει μια ώρα αρχύτερα στο βουνό, τα μπέρδεψε τα πράγματα και πήγε μια βδομάδα γρηγορότερα.

-«Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια», είπε ο Λεώνης.

Άρχισαν ν’ ανηφορίζουν το βουνό. Το περπάτημά τους πήγαινε χέρι-ποδάρι.44 Είχαν ρωτήσει τους χωριάτες αν ήταν μακριά η στάνη. Οι χωριάτες τούς είπαν ότι είναι μόνο καμιά ώρα δρόμος. Έτσι, αποφάσισαν να παν με τα πόδια.

Το ίδρωτο έπεφτε κορόμηλο από τα μάγουλά τους και έσταζαν σαν τα ψητά στη σχάρα. Ο καιρός ήταν αγριεμένος. Έφτασαν στην πρώτη ραχούλα. Τους καλωσόρισαν ο κρύος βουνίσιος αέρας, το αηδονολάλημα της πετροπέρδικας, οι μυρωδιές από το τσάι, που τότε πρωτοάνθιζε. Τους χαιρέτησαν η μέντα, η αγριορίγανη, το θυμάρι, το σαλέπι και τα ροδομάγουλα χαμοκέρασα45.




Προχώρησαν και συνάντησαν την πρώτη βρυσούλα. Το νερό της, κρύο σαν χιόνι, κελάρυζε σα γέλιο μικρού κοριτσιού. Έσκυψαν κι άρχισαν, σα νεροφίδες, να πίνουν το γάργαλο νερό. Ξεγέλασαν τη δίψα τους. ΄Ένιψαν το πρόσωπό τους να το δροσίσουν.

Μια αγριόγατα, που λιαζόταν ψηλά σε μια σπαθάτη οξιά, τους ζήλεψε και ένιψε κι αυτή τα μουστάκια της. Μέσα σ’ εκείνη τη σιγαλιά μόνο η βρυσούλα μιλούσε. Αναγάλλιασε η καρδιά της σαν είδε ανθρώπους να της κάνουν συντροφιά. Τον περισσότερο καιρό τον περνούσε παρέα με τους πετρίτες46 και τα σιαΐνια47. Καρτερούσε, όπως ο άνυδρος48 τόπος τη βροχή, την άνοιξη να βγουν τα κοπάδια και τα βλαχόπουλα, για ν’ ακούσει ανθρώπινη λαλιά.

Οι πρώτες ψιχάλες δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι ψιχάλες, σιγά σιγά, έγιναν μικρές στάλες κι άρχισε να βρέχει. Τα ρούχα τους, από το ψιλόβροχο, άρχισαν να νοτίζουν σαν το λιβάδι από τη δροσιά.

Τα σύννεφα, φουσκωμένα νεροβούβαλα, άδειαζαν τα σωθικά τους πάνω στα πλάγια και τις βουνοκορφές.

Είχαν φτάσει στη μέση της στράτας κι η βροχή όλο δυνάμωνε. Το τ(ου)φάνι καβαλίκεψε πισωκάπουλα τον βοριά, όπου κατέβαινε από τις ράχες με τα τέσσερα, και έφτασε χέρι χέρι στους δυο οδοιπόρους.

-Σπεύδε βραδέως, …δάσκαλε, του είπε ο Λεώνης.

Το μονοπάτι ήταν γεμάτο παγίδες και κινδύνευαν να πάθουν ατύχημα.

Άρχισε να ρίχνει με το καρδάρι49. Ο αέρας τούς μπατσάλιζε τα μάγουλα.

-Μέχρι να φτάσουμε στη στάνη θα γίνουμε πουλάκια, ξαναείπε ο Λεώνης.

Οι αστραπές, πύρινες οχιές, έσκιζαν τον ουρανό. Ένας αστραπόβολος έφυγε από το θεϊκό χέρι του Δία και έπεσε σε μια ραχούλα. Ένας αντίκλαρος όπου ζούσε εκεί έγινε καμίνι. Πόσους χειμώνες και πόσα ντουρλάπια δεν είχε αψηφήσει! Πόσα αγριοπούλια δεν είχαν κουρνιάσει στα κλαδιά του! Πόσα κοπάδια δεν είχαν σταλίσει στον ίσκιο του! Η κορφή του λες και άγγιζε τα σύννεφα, και το φύσημά του χείμαρρος!

-Κρίμα, το βουνό έχασε το νησιάνι50 του! είπε ο Τηλέμαχος.

Για καλή τους τύχη, στη δεξιά μεριά του μονοπατιού, υπήρχε μια μικρή βραχοσπηλιά, χιλιότρανο κοχύλι χωμένο βαθιά στη ρίζα του βράχου. Έτρεξαν αλαφιασμένοι να προφυλαχτούν απ’ το μαστίγωμα της βροχής.

-Παρακάλα να μην είναι μέσα καμιά αρκούδα, είπε ο Τηλέμαχος, που το διασκέδαζε και λίγο.

Δυο τσιότες51 από πέρδικες, οι οποίες είχαν κουρνιάσει μέσα στη σπηλιά για να γλιτώσουν από τη βροχή, πρόγκηξαν και πέταξαν πάνω από τα κεφάλια τους, καθώς έμπαιναν στη σπηλιά. Κόπηκε το αίμα τους απ’ την τρομάρα που πήραν.

Οι καλοκαιρινές μπόρες δεν κρατάν πολύ. Σε λίγο, αυτή η ακάλεστη φιλινάδα, η καλοκαιρινή βροχή, σταμάτησε. Τα σύννεφα, ξεθυμασμένα, τράβηξαν για τη στάνη τους. Βγήκε και το ζωνάρι του Θεού52. Το θέαμα ήταν μοναδικό! Ξαναπήραν τη στράτα. Πίσω από ένα διάσελο φάνηκε η στάνη.

-Επιτέλους! φώναξε με ανακούφιση ο Τηλέμαχος. Τέλος καλό, όλα καλά!

-Απίστευτο! Είναι μοναδικό αυτό το θέαμα, είπε ο Λεώνης. Ολόκληρο καλυβοχώρι.

Κάθισαν στο διάσελο και χάζευαν τη στάνη. Πάνω σε ένα πλάι ήταν, σαν κουκουμπέλες53, περισσότερα από τριάντα καλύβια – όρθια και πλάγια – το ’να δίπλα στ’ άλλο. Δυο κορφές, σαν κορασινής κόρφος, ήταν οι βιγλάτορες της στάνης. Από τα καλύβια έβγαινε καπνός απ’ την κατσιούλα τους. Κάποιες ανθρώπινες φιγούρες πήγαιναν πέρα-δώθε.

Η νύχτα, ψαράς στα μεσοπέλαγα, άπλωνε το δίχτυ της. Άρχισαν να ροβολάν για τη στάνη.

Τα σκυλιά, οι κεραίες της στάνης, πήραν μυρωδιά τους δυο ξένους κι άρχισαν να τρέχουν, αλυχτώντας απειλητικά, προς το μέρος τους. Κρύος ιδρώτας τούς έπιασε, και τους δυο, όταν είδαν να ’ρχονται καταπάνω τους δυο-τρία λιοντάρια.

-Αν μείνουμε εδώ, θα μας φάνε τα ζουλάπια, είπε ο Λεώνης.

Έτρεξαν σα νυφίτσες ν’ ανεβούν στον ελατάκο, όπου ήταν εκεί στην πλαγιά. Οι φτέρνες έφταναν στ’ αφτιά τους απ’την τρεχάλα τους.

Ένας τσοπάνος απάντησε54 τα σκυλιά, όταν είδε ότι η στάνη έχει επισκέπτες.

-Μηδένα προ του τέλους μακάριζε, είπε ανακουφισμένος ο Λεώνης.

Τα δυο …παλληκάρια κατέβηκαν απ’ το δέντρο. Συγυρίστηκαν λίγο να μην παν όπως όπως στο κονάκι του τσέλιγκα.

-«Ήταν που ήταν άσχημος ήρθε και με τη βροχή», Τηλέμαχε, του ’πε το ζιζάνιο ο Λεώνης.

Το καλύβι του τσέλιγκα ήταν το ομορφότερο και το μεγαλύτερο απ’ όλα τα άλλα καλύβια και βρισκόταν στη μέση της στάνης.


39 (μτφ.) Άρχισε να νιώθει άβολα.
40 Λεωνίδας (στην ποντιακή διάλεκτο)
41 Περιουσία.
42 Η προπομπή από το συμπεθεριακό.
43 ( Μτφ.) Ήταν πολύ φτωχός.
44 Γρήγορα.
45 Άγριες φράουλες.
46 Γεράκια των βράχων.
47 Είδος αετών.
48 Τόπος που δε βρέχει συχνά.
49 Να βρέχει καταρρακτωδώς.
50 Καμάρι.
51 Ομάδες.
52 Ουράνιο τόξο.
53 Είδος μανιταριών.
54 Εμπόδισε.