portraita






τ’λίχτρα, η μέρος που τυλίγουμε το στημόνι γύρω από το αντί και είναι έτοιμο για τον αργαλειό (δυο φούρκες μπηγμένες στο έδαφος).
τ’λούπα, η τούφα από επεξεργασμένο μαλλί που δένουμε στη ρόκα και τη γνέθουμε. τ’λούπις ρίχνει (μτφ.) χιονίζει και ρίχνει μεγάλες νυφάδες. τ’λούπα του κιφάλι άσπρισε.
τ’λουπάνια ρίχνει (μτφ.) ρίχνει πολύ χιόνι [20, 277].
τ’λούπιασμα, του η ενέργεια που κάνει η γυναίκα για να φτιάξει το γνεσμένο μαλλί τ’λούπα, (βλ. λ.).
τ’λουπούλα, η (μτφ.) μικρόσωμο άτομο: τι εισιτήρια, γιε μ’, κιο ιγώ νια τ’λουπούλα είμι. Τι τόπου πιάνου; [3β, τ. 28, 8].
τ’λουπώνου 1. σκεπάζω, καλύπτω. 2. (μτφ.) «κουκουλώνου» τα σφάλματα: τα τλούπουσι τα πράματα [25β, 216]. 3. κάνω τλούπα [25β, 216]. 4 –ουμι σκεπάζομαι: τλουπώξ’· θα μαργώσεις.
τ’μάριμα, του τακτοποίηση.
τ’μόινη, η ετοιμόγεννη.
τ’ρόγαλου, του υδατώδες μέρος του γάλακτος που αποχωρίζεται από αυτό με το πήξιμο και με το στράγγισμα του τυριού: αν έχ’ς ισύ τ’ρό­γαλου για χύσ΄μου, δεν έχου ιγώ κ΄λιά για σκίσ’μου [4, έτος 24ο , 56].
τ’σάκι, του δισάκι, διπλός σάκος μεταφοράς.
τ’φάνι, του αιφνίδια, άγρια και δυνατή βροχή που συνοδεύεται από δυνατό άνεμο, ξαφνική καταιγίδα.
τ’φικουμανάου «χαλάω» τον κόσμο από τις ντουφεκιές: στου γάμου ούλου του βράδυ τ’φικουμάναγαν απ’ τ’ χαρά τ’ς.
τ’χάλα, η διχάλα.
τ’χαλουμένους, -η, -ου κολλημένος στον τοίχο άνθρωπος [12β, 183].
τάβλα, η 1. υφαντό που το στρώνουμε καταγής για να φάμε, υφαντό τραπεζομάντιλο. 2. τραπέζι για φαγητό, σοφράς.: σι τούτη ν-τάβλα που ’μαστι, σι τούτου του τραπέζι τρεις μαυρουμάτις μας κιρνούν [26, 307].
ταβλαράς, ου τεμπέλης [27, 431].
ταβλάς, ου παχνί για άλογα: κατέβα κάτου στουν ταβλά που ’ν τ’ άλουγα διμένα [21β, 14 ].
ταβλιάζου τραπεζώνω, φιλοξενώ.
τάγκιασι του φαΐ αλλοιώθηκε και έχει δυσάρεστη οσμή.
ταγκός, ου τακούνι από τσαρούχι που ξεχωρίζει για το περίτεχνο γάζωμά του: να μη λιρώσει τουν ταγκό, τουν ψιλουκιντισμένου [3α, 62].
τάδις, ου τάδε, ένας, κάποιος.
ταή, η τροφή, ξηρονομή για ζώα, κανονισμένο σιτηρέσιο [12β, 181].
ταηστάρι, του σακούλι στο οποίο βάνουμε τροφή για τα άλογα ή τα μουλάρια και το κρεμάμε στο λαιμό του ζώου [25β, 214].
τακάτι αντοχή, ψυχικό σθένος, κουράγιο: καλή η ορμήνια σου, μα δεν έχω τακάτι ο μαύρος να ματαφκιάσω άλλο καλύβι [16, 21].
τακίμι, του σύνολο από όμοια πράγματα που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό [26, 117].
ταλαγάνι, του χειμωνιάτικος επενδύτης των βοσκών.
ταλάρι, του, βλ. τάλαρους.
τάλαρου, του το πεντάδραχμο [27, 431].
τάλαρους, ου 1. είδος ξύλινης τυρόκαδας [26, 111]. 2. (μτφ.) πολύ παχύς άνθρωπος.
ταμπακιέρα, η χαμηλό ορθογώνιο κουτί στο οποίο βάνουμε καπνό, τσιγαροθήκη.
ταμπλάς, ου αποπληξία.
τάμπουρας, ου έγχορδο μουσικό όργανο: βάρι καημένι τάμπουρα, πέστου κι συ μπουζούκι, να μαζουχτούν ν-οι έμουρφις να γιένουνι μπουλούκι [4, έτος 22ο, 17].
ταμπούρι, του φυλάκιο, καταφύγιο, οχύρωμα: πάει ν-ου Γιώργους για νιρό στη βρύση να γιουμίσει. Βρίσκει ταμπούρια τούρκικα, ν-ούλα τρόυρα στη βρύση [15α, 105].
ταμτέλις, οι δαντέλες.
ταντέλις, οι δαντέλες.
ταπεινουμένα (επίρρ.) ταπεινά: τα ξιένα θέλουν ταπεινά, θέλουν ταπεινουμένα.
ταπεινουσύνη, η ταπεινότητα, σεμνότητα.
τάραγμα, του σκίρτημα, κούνημα, ξεκίνημα: στης άνοιξης του τάραγμα κι στης αυγής του κρύου πάησι του μήλου να χαθεί, του ρόιδου να σαπίσει [24, 19].
ταράτσα, η μικρός ημικυκλικός φράχτης πολύ γυρτός προς τα μέσα που είναι πρόχειρο στέγαστρο για το βοσκό [26, 38].
ταράφι, του πλήθος ανθρώπων, μεγάλο σόι: στα Άγραφα ξικαλουκαίριαζαν πουλλά σαρακατσιάνικα ταράφια.
ταργαζίκα, η φθαρμένο ασκί στο οποί βάζουμε ταμπάκο, αλεύρι ή ψωμί [27, 368].
ταρναρίζου έχω το μικρό παιδί στα χέρια μου και το παίζω.
τάσι, του πλατύστομο μεταλλικό κύπελλο: σαράντα τάσια μο ’δουκι στα μάτια δεν την είιδα κι απ’ τα σαράντα κι μπρουστά την είιδα δακρυσμένη [27, 334].
τάτας, ου [12α, 153] πατέρας (κυρίως για τα μικρά παιδιά): μας του ’πι η μάνα σ’ κι ου τατάς, τα δυο τα γουνικά σου [21β, 31].
ταττάς, ου [25β, 214], βλ. τάτας.
ταυτίνα  αυτά.
ταύτου, επί ταύτου για τούτο το λόγο.
ταφιάζουμι από μεγάλη κούραση ή από ασθένεια πέφτω στο κρεβάτι σα να είμαι πεθαμένος.
ταχιά (επίρρ.) αύριο: μη μι μαλώνεις, μάνα μου, κι μη μι παραπαίρεις ν-ακόμα απόψι που ’μι ’δω, ταχιά κι του Σαββάτου [3α, 146].
ταχτική, η κανόνες και αρχές στη ζωή: τσιαπατουριά, τι ταχτική να ’χουν αυτοίν.
Ταχτικό, του στρατός.
τέκνου, του παιδί, γεννησιάρικο παιδί, μωρό [26, 355].
τέλια, τα νυφικό στόλισμα κεφαλιού (λεπτές συρματένιες βελόνες με τις οποίες καρφώνω το μαντίλι στα μαλλιά.): κάτου στην άσπρη θάλασσα σουλτάνα ρουβουλάει, πο ’χει τα τέλια στα μαλλιά κι τη δρουσιά στα χείλη [15α, 271].
τέλους πάντους τέλος πάντων.
τέμπλα 1. ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π στην οποία κρεμάμε διάφορα πράγματα. 2. βλ. τιντόξ’λα [22, 26] 3. καταγής.
τένιασα ξελιγώθηκα από την πείνα, πεινάω μέχρι λιποθυμίας [26β, 215].
τέντα, η 1. μεγάλο σκουτί από πρόβειο στημόνι και γίδινο υφάδι [26, 46]· σχεδόν αδιάβροχο. Η μεγάλη τέντα έχει μήκος 5-8 μ. και 3-4 μ. πλάτος. Υπάρχει και η μικρή τέντα. Τις τέντες τις χρησιμοποιούμε στα πρόχειρα καταλύματα που φτιάχνουμε στις μετακινήσεις μας. 2. Τέντα λέμε και την πρόχειρη κατασκευή (σκηνή) που μένουμε κατά τις μετακινήσεις μας. Η κατασκευή αποτελείται από τις δυο τέντες (μεγάλη και μικρή) και από τα τεντόξυλα.
τέρατου, του τέρας.
τέσσιρου  τέσσερα.
τζ’γαρίδις, οι τσιγαρίδες, ό,τι απομένει από το λίπος που το ζεσταίνουμε για να λιώσει.
τζαμαλάου, βλ. τσαμπαδή.
τζαμάρα, η μακριά φλογέρα [26, 153].
τζαμπούνα, η σφυρίχτρα [26, 146].
τζατζιούρι, του αβάφτιστο αγόρι.
τζαφάρου, η γυναίκα με μακριά πόδια.
τζβές, ου μπρίκι .
τζιάκους, ου κομμάτι από τη γυναικεία φορεσιά [20, 399].
τζιανταρμάδις, οι Τούρκοι χωροφύλακες, τούρκικο απόσπασμα.
τζιαντές, ου αυτοκινητόδρομος.
τζιάπι (πιθ.) 1. απόκριση. 2. ικανότητα να αντιληφτείς και να μεταφέρεις με αποτελεσματικότητα μια πληροφορία ή μια είδηση, ικανότητα να μπορείς να κατατοπίσεις κάποιον για κάποιο θέμα ή για κάποιο ζήτημα: δεν έχει τζιάπι ου Τείδας.
τζιαφέτι του μάζωξη, γιορτή: ν-απόψι στου σπιτάκι μου ν-είχα ’να τζιαφέτι, τουν άγγιλό μου γιόρταζα κι του Θιό δουξάζου [15α, 290].
τζιλέπ’ς, ου φοροεισπράχτορας.
τζιλέπια, τα φόροι.
τζίνια, τα αγκάθια.
τζιόμπανους, ου τσομπάνος: να φέρ’τι κι του τζιόμπανου να τουν ρουτήσου κάτι.
τζιουβαΐρι, του (μτφ.) παλληκάρι [17, 338].
τζιουλμπένι, του πορτοφόλι.
τζιουμπαν’κά, τα βλ. τζιουμπαν’λίκια.
τζιουμπαν’λίκι, του το επάγγελμα του τσομπάνου: νια ζουή τζιουμπαν’λίκι.
τζιουμπαν’λίκια, τα έξοδα για την πληρωμή των τσομπαναραίων [20, 84).
τζιουμπάν’σσα, η θηλυκό του τζιουμπάνους [27, 435].
τζιουμπανεύου γίνιμαι τσοπάνος.
τζιουμπανιά, η τσομπαναραίοι που είναι οι φτωχότεροι Σαρακατσιαναίοι και θεωρούνται κατώτερη κοινωνική τάξη: Γιουσούφ αράπης κίνησι μ’ ούλου τουν ανιψιό του, πιάνει κι δένει τζιουμπανιά, δένει τους κιχαϊάδις [15α, 40].
τζιουμπανόκλιτσα, η κλίτσα που κάθε μέρα παίρνει ο τσομπάνος κοντά στα πρόβατα.
τζιράδι, του μικρή φλογέρα [26, 149].
τζίρους, ου, βλ. τ’ρόγαλου.
τζιρτζιβούλ’ς, ου ζερζεβούλης.
τζιρχάλια, τα διαταγές: τζιρχάλια ρίξαν στα χουριά, σ’ ούλα τα καμπουχώρια [20, 73].
τζίφλια τα μάτια, ελαττωμένη όραση.
τζουραχείλ’κα χείλη φουσκωτά, πρησμένα.
τζουρνάρα, η συνεχής και έντονη ροή νερού ή άλλου υγρού: του αίμα πάηνι τζουρνάρα.
τζούφλια, τα [12β, 182], βλ. τζίφλια.
τζούφους, ου τζίφος, τίποτα, μηδέν [12α, 155].
τηλιφουνεία, τα τηλεφωνικές επικοινωνίες.
τηράου 1. κοιτάζω, παρατηρώ. 2. φροντίζω: τα πιδιά τηράν’ τ’ς γιρόντοι στα γιράματα. 3 -ώμι κοιτάζομαι στον καθρέφτη, κοιτάζω τον εαυτό μου 4. αυτοσυντηρούμαι: τηριώμι μαναχός μ’ κι δεν έχου καέναν ανάγκη.
τι γιατί: σ’ ούλουν τουν κόσμου ξιστιριά, σ’ ούλουν τουν κόσμου ν-ήλιους κι στα καημένα Γιάννινα ν-ούλου καπνός κι αντάρα, τι φέτους έκαμαν βουλή ν-ουχτώ βασίλεια ανθρώποι κι έβαλαν τα σύνουρα στης Άρτας του πουτάμι.
τιλεύου 1. υποφέρω, υπομένω. 2. τελειώνω, αποτελειώνω [25β, 215], ξυλοφορτώνω άγρια κάποιον [12β, 182]: τουν πιρίλαβι μι ’ν κλίτσα κι τουν τέλιψι. 3 -ουμι υποφέρομαι, γίνομαι ανεκτός: ν-ου κακός ου Χ’μώνας πιράει, ν-ου κακός ου γείτουνας δεν τιλεύιτι. 4. ταλαιπωρούμαι, κουράζομαι πολύ.
τιλιμός, ου μεγάλη ταλαιπωρία.
τιλιφτής, ου χάρος.
τιμουριώμι ταλαιπωρούμαι [26, 48].
τιμπέλ’σσα, η τεμπέλα.
τιμπέλου, η τεμπέλα.
τιμπλάρι, του οριζόντιο τεντόξυλο, καβαλάρης.
τιμπλί, του μακρύ και χοντρό ξύλο.
τινικιδάκια, τα παιδικό παιχνίδι.
τιντιλίνα είμι είμαι άφραγκος, πανί με πανί.
τιντόξ’λα, τα ειδικά ξύλα με τα οποία στήνουμε την τέντα [26, 46].
τιντόφουρκις, οι μεγάλες (περίπου 2,5 μ.) φούρκες που τις χρησιμοποιούμε στο στήσιμο της τέντας (τσιατούρας) [17, 179].
τιντώνουμι (μτφ.) κοιμάμαι.
τίπουτας τίποτα [16, 150].
τιρίπλι, του πάνινο νήμα [22, 116].
τιρλαίνουμι τρελαίνομαι.
τιριάζου (μτφ.) συμμορφώνω, διορθώνω μια απρεπή συμπεριφορά: άφτουν , θα τουν τιριάσου ιγώ [21α, τ. 164, 19].
τιρτίπ’ς ο επιδέξιος, ο καταφερτζής [15α,142].
τισσιρότα, η η τεσσάρα, παιδικό παιχνίδι [17, 211].
τισσιρουκιέρατου, του κριάρι που έχει τέσσερα κέρατα [27, 349].
τισσιρουμάτ’ς, ου (μτφ.) πανέξυπνος [12β, 182].
Τιτράδη, η Τετάρτη.
τιτρακάγκιλους χουρός (πιθ.) χορός που έχει τέσσερις κύκλους: διπλός χουρός που γιένιτι, διπλός κι τιτρακάγκιλους [3α, 140].
τιτράκλουνους, -η, -ου αυτός που έχει τέσσερις κλώνους.
τιτράξανθα μαλλιά μαλλιά πολύ ξανθά: ν-έχεις μαλλιά τιτράξανθα στις πλάτις σου ριγμένα, ν-άγγιλοι τα χτινίζουνι μι τα χρυσά τα χτένια [21β, 292].
τιτραπέρατους, -η, -ου πανέξυπνος.
τιτραπίθαμους, -η, -ου αυτός που είναι τέσσερις πιθαμές: κι ’γω ν-ου μαύρους πέρασα πιζός κι αρματουμένους, μι τιτραπίθαμου σπαθί κι τρεις ουριές ντουφέκι [3α, 98].
τιτριμήδις, οι στολίδια από χρυσάφι ή ασήμι που μπαίνουν στα φορέματα.
τιχνιβέζ’ς,  -ου αρρωστιάρης, αρρωστιάρα.
τιχνιφέζ’κου, του άλογο ή μουλάρι που έχει χάσει τις δυνάμεις του κυρίως εξ αιτίας κάποιας αρρώστιας.
τλάζι, του είδος από στιλπνό μεταξωτό ύφασμα.
τλαζιένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από τλάζι, (βλ. λ.).
τλάκι, του μικρό χρηματικό ποσό που δίνουμε, για να δωροδοκήσουμε τους αγροφύλακες κυρίως, κατά τις μετακινήσεις μας, αναγκαστικό δωράκι, «φακελάκι» [25β, 216].
τομ (επίρ.) μόλις: τομ ακούονταν τη νύχτα η πρώτη καμπάνα, μας ξύπναγε η μάνα μου κι αρχίναγαμε να τοιμαστούμε [20, 63].
τόπα, η τόπι, μπάλα, και παιδικό παιχνίδι [19, τόμος 3ος, 196].
τόπια, τα μέρη, τοποθεσίες: ν-ιγώ πλαϊάζου στα κλαριά, στα έρημα τα τόπια [15α, 244].
τότις τότε [16, 59].
του τίνους είνι ποιανού είναι: του τινους είνι ου φλάμπουρας, τ’ άξιου κι του κόκκινου κι του κατακόκκινου [3α, 139]. του πού μας πας πού μας πας: του πού μας πας, βρε Σύρου μου, …
τούμπα, η μικρή συστάδα από δέντρα [27, 432].
τουμπακιάζουντι τα πρότα (πιθ.) συνωστίζονται, κουβαριάζονται: κι άλλα τουμπακιάζονται εκεί μπροστά με το κεφάλι τους το καθένα στα σκέλια του μπροστινού του, για να αποφύγουν τον τσουχτερό ήλιο [20, 130].
τουμπιάρ’κου γνέμα χοντρό και κακογνεσμένο νήμα.
τουπιάζουν τα πρότα προσαρμόζονται σε ένα μέρος.
τουπιάτ’κου, του λιβαδιάτικο, χρήματα που αντιστοιχούν στο κάθε πρόβατο για να βοσκάει στο λιβάδι και τα πληρώνει ο Σαρακατσιαναίοι [26, 19]
τουπώνου φράσσω το άνοιγμα δοχείου με υδατοστεγές αντικείμενο (τούπωμα) [12α, 156].
Τουρκιώτις, οι Σαρακατσιαναίοι. που πηγαίνουν στη Μ. Α.σία: κύριέ μου, τι να γίνηκαν ν-οι βλάχοι ν-οι Τουρκιώτις; [21β,89].
τουρκόιπουλου, του 1. Τουρκάκι. 2. (μτφ.) παλιόπαιδο, κακό παιδί.
τουρκόπαπας, ου (πιθ.) παπάς που τα έχει καλά με τους Τούρκους ή παπάς που είναι ανήθικος, παλιάνθρωπος: κάνας δεν απουκρίθηκι απ’ του λουιών τουν κόσμου κι ιένας παπάς, τουρκόπαπας κι τουρκουφιλημένους [15α, 68].
τουρκουπιδεύου (πιθ.) βασανίζω σκληρά κάποιον: βγάλι μου, Γιώργου μ’, του σπαθί κι πάρι μου του κιφάλι, να μην του πάρει η Τουρκιά κι του τουρκουπιδεύουν [15α, 26].
τουρλουκάλ’βου, του ορθό κωνικό κονάκι.
τουρλουτό κουνάκι όρθιο κωνικό καλύβι.
τουρλώνου αποκαλύπτω τον πισινό μου και τον επιδεικνύω [12β, 183].
τούρτα, η αγκάθι που τρώμε τη ρίζα του (βολβό).
τούτουια αυτό εδώ, αυτό εδώ ακριβώς.
τούφα 1. δέσμη από τρίχες ή από θάμνους. 2. βουνίσιο χορτάρι.
τραβιώμι ταλαιπωρούμαι.
τραγαζίκα, η [12α, 156], βλ. ταργαζίκα: γλυκάθ΄κι η γρια στα σύκα, θα φάει κι ’ν τραγαζίκα [19, τόμος 1ος, 338].
τραγάνα, η έδαφος με λίγο χώμα και αδύνατο σε βλάστηση [12β, 184].
τραγκανίζου 1. κουνώ. 2. –ουμι κουνιέμαι.
τραγόκυπρους, ου κυπρί για τον τράγο.
τραγουδιστά (επίρρ.) με τραγούδι λέω κάτι που θέλω να πω: ν-άλλοι του λέν’ τραγουδιστά κι άλλοι μι τη φλουϊέρα [21β, 222].
τραγούσια, η γίδα που έχει κέρατα όμοια με αυτά του κριαριού [27, 351]. Γίδα που έχει τα κέρατα όρθια προς τα επάνω και συνήθως στριφτά [23α, τ. 4ο, 25].
τράειους, ου άνθρωπος που κάνει κάτι κακό ή ανήθικο, μασκαράς: τράιε μ’, τι’ταν αυτό από κανις; [25β, 217].
τραΐ, του τράγος.
τραϊάρ’ς, ου αυτός που βόσκει τα τραγιά και τις στέρφες γίδες [26, 27].
τράιου, του ρούχο που γίνεται από γίδινο μαλλί: αν σκιάζουνταν ου λύκους του χαλάζι , θα φόραϊ τράια κά­πα [4, έτος 24ο, 56].
τρακάδα θημωνιά [12β, 184].
τράκους, ου  βλάβη, ζημιά, συμφορά.
τράμπα, η ανταλλαγή σε ζώα ή σε πράγματα [27, 433].
τρανεύου 1. μεγαλώνω: ν-ιμείς αντάμα ζήσαμι, τρανέψαμι ν-αντάμα, γιατί τώρα μας καίγιτι, μας χύνιτι του αίμα; [21β, 159].2. (μτφ.) γίνομαι σπουδαίος.
τρανός, -ή, -ό 1. μεγάλος. 2. πεθερός [13, 101]. 3. (μτφ.) σπουδαίος.
τραόμαλλου, του γίδινο κουρεμένο μαλλί [26, 96].
τραότσιουλου, του τσιόλι που γίνεται με γίδινο μαλλί [22, 37].
τραουμαλλίσιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από τραγόμαλλο [26, 213].
τραουτσιόκανα, τα μεγάλα τσιοκάνια (βλ. λ.) που κρεμάμε στα τραγιά και στις μεγάλες γίδες [26, 130].
τραουψάλ’δου, του γιδοψάλιδο, ψαλίδι με το οποίο κουρεύουμε τα γίδια [26, 96].
τραπέτσι, του κάτι που είναι πολύ ξινό.
τράτους, ου περιθώριο, διάστημα τοπικό ή χρονικό που είναι αρκετό για να τελέσουμε μια πράξη.
τραχ’λιά, η κεντητή ποδιά που πιάνεται στον τράχηλο με κόπτσα.
τραχανάδια, τα φύλλα και τραχανάδες που φκιάνουμε το καλοκαίρι.
τραχιά, η, βλ. μιστιά.
τρέλα, η κύστη γεμάτη σπυριά που υπάρχει στον εγκέφαλο του βουρλού (βλ. λ.) πρόβατου.
τρέμινους, -η, -ου αυτός που τρέμει: στοιχειό μας ικαρτέρισι στου τρέμινου γιουφύρι [3α, 155].
τριάγκουνους, -η, -ουαυτός που έχει πολλές γωνίες και δεν είναι στρόγγυλος [15α. 28].
τριανταφυλλιένια, η (μτφ.) ροδομάγουλη κι όμορφη γυναίκα: πού ’σουν, τριανταφυλλιένια μου, τόσον κιρό χαμένη; [3α, 154].
τριανταφυλλίσιους, -α, -ου τριανταφυλ­λίς.
τριανταφυλλούλα, η (μτφ.) χαϊδεμένο κορίτσι: φίλοι μ’, καλώς ουρίσατι, ρουιδούλα-ρουιδούλα, χρυσή τριανταφυλλούλα [15α, 237].
τριβαλιάζουμι κόβομαι, τρίβομαι σε πολλά και μικρά κομμάτια [22, 148].
τριβιζά (επίρρ.) τρόπος βαδίσματος (αδύναμος μέχρι αρρωστημένος) [25β, 218].
τριβιζός, -ή, -ό ανίκανος, άχρηστος [24β, 218].
τριβλός, -ή, ό ψευδός, βραδύγλωσσος.
τριβόλι, του είδος από αγκάθι.
τριγάνα, η, βλ. τραγάνα.
τριγανό, του 1. λεπτόφλουδο αντικείμενο.2. λεπτό ξεροψημένο ψωμί ή άλλο έδεσμα [12β, 185].
τριγανός, -ή, -ό λιανός.
τρικ’μή, η τρικυμία.
τρίκλουνους, -η, -ου αυτός που αποτελείται από τρείς κλωνές (κλωστές) ή τρία κλωνιά (κλωνάρια).
τρίκουκκα, τα ο καρπός της τρικοκκιάς.
τρικούφ’ς, -α, -κου μεγεθυντικό του μα­­γκούφ’ς, (βλ. λ.) [27, 433].
τρίμματα, τα 1. ψίχουλα. 2. θρύψαλα. 3. (μτφ.) λίγα χρήματα.
τριμουκουριάζου κρυώνω πολύ, τουρτουρίζω από το πολύ κρύο.
τριμουλιάζου τρέμω: κι απ’ του πουλύ του κιέρασμα κι απ’ τα ψιλά τραγούδια τριμούλιαξαν τα χέρια του κι έπισι του πουτήρι.
τριότα, η 1. προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές συνέχεια και είναι τεσσάρων χρονών. 2. παιδικό παιχνίδι [17, 211].
τριουκάρ’κους, -η, -ου αυτός που ζυγίζει τρεις οκάδες.
τριπιδουκλιά, η τρικλοποδιά.
τριπλόκυπρους, ου κυπρί που έχει στο κοίλωμά του κι άλλα δυο μικρότερα κυπριά (το ένα μέσα στο άλλο) [26, 117].
τρισκαταραίοι, οι τρισκατάρατοι.
τριτάρα, η προβατίνα που γέννησε τρεις χρονιές [27, 345].
τριτάρι, του κριάρι που είναι τεσσάρων χρονών.
τριτόημιρα (επίρρ.) κάθε τρεις μέρες: άμα λιγουστέψει του γάλα, τ’ αρμέμι τριτόημιρα.
τριτόημιρους, -η, -ου (μτφ.) λιγόζωος, ετοιμοθάνατος.
τριτόιννη, η προβατίνα που γεννάει για δεύτερη φορά και είναι τεσσάρων ετών.
τριφυλλόκλαδου, του μηδική η δενδρώδης (ψυχανθές βοσκόφυτο) [2].
τρίψα, η είδος φαγητού (θρύμματα ψωμιού μέσα στο βρασμένο γάλα ή στον τραχανά).
τριψάνα, η, βλ. τρίψα.
τροξ, του είδος από περπατησιά στο άλογο (άτσαλο βάδισμα).
τρόξα παθαίνου βρίσκομαι σε κατάσταση πανικού, γιατί πιστεύω ότι θα μου συμβεί κάτι δυσάρεστο [9, 282]. Π.χ. παθαίνου τρόξα, αν πεταχτεί ξαφνικά μπροστά μου πέρδικα, γιατί πιστεύω ότι αυτό είναι κακός οιωνός.
τρουβαδένιου, του ύφασμα για να φκιάνουμε τροβάδες.
τρουβαδιάζου γεμίζω τον τροβά με διάφορα πράγματα ή βάζω στον τροβά διάφορα πράγματα.
τρουβάδιασμα, του η ενέργεια του τρουβαδιάζου.
τρουβάς, ου τροβάς, υφαντό μάλλινο σακούλι [13, 127]
τρουβούλι, του υποκοριστικό του τρουβάς.
τρούμπα, η [22, 117], βλ. θρούμπα: άλλους ’ν αντρουπή κι άλλους ’ν τρούμπα του πανί.
τρουξός,-ή, -ό «αγαθός», κουτός.
τρουπάφτ’κου, του σημάδι στο αφτί των προβάτων (κάνουμε μια τρύπα στο αφτί) [17, 168].
τρόυρα (επίρρ.) τριγύρω: στου Μέτσουβου στον πλάτανου, που’ νι νια κρύα βρύση, κλείσαν του Γρίβα τρόυρα πεντέξι ν-ουχτώ χιλιάδις [21β, 71].
τρουϋρίζου 1. τριγυρίζω, περιπλανιέμαι. 2. (μτφ.) απειλώ: ιέχου κάτι μέρις π’ μι τρουϋρίζει νια γρίπη.
τρουΰρισμός, ου τριγυρισμός, περιπλάνηση.
τρουύρου (επίρρ.) τριγύρω: ν-όσα αδιρφάκια του γαμπρού ν-ούλα τρου­ύρου να ’ νι ’δω [3α, 139].
Τρυ(η)τής, ου ο μήνας Σεπτέμβριος.
τρυπιάδις, οι Σαρακατσιαναίοι που ζούνε (έχουν τη στάνη τους) μέσα στα λόγγα [20, 356].
τρυπουπέρασμα, του γαλαρία.
τρυπουσάκι, του το φυτό όρδεο το μύουρο [2].
τρυπ’τήρι, του μεταλλικό αιχμηρό εργαλείο που χρησιμοποιείται από τους ξυλογλύπτες για να κάνουν τρύπες στο επεξεργασμένο ξύλο [26, 148].
τρυπώνου (μτφ.) κρύβω κάτι, κρύβομαι: ν-ους πότι, κόρη μ’, κρύβισι, κι ους πότι τρυπουμένη [21β, 298];
τρών’ τα σκ’λιά γαβγίζουν όταν νιώθουν ότι πλησιάζει άγριο ζώο ή άνθρωπος: για σήκ’ να ιδείς τι τρών’ τα σκ’λιά.
τσ’γάρα, η τσιγάρο.
τσ’κάλι, του τσουκάλι.
τσ’κάρια, τα ράχες.
τσαγκάδα, η γαλάρα προβατίνα που δεν έχει αρνί (ψόφησε ή το πουλήσαμε) [26, 65].
τσαγκαδάρ’ς, ου τσομπάνος που βόσκει τα τσαγκάδια, (βλ. λ.).
τσαγκαδάρι, του μαντρί για τα τσαγκάδια [26, 65].
τσαγκαδεύου τα πρότα πουλάω τα αρνιά, οι προβατίνες μένουν χωρίς αρνιά και τις αρμέγω.
τσαγκάδια, τα κοπάδι πρόβατα που το αποτελούν τσαγκάδες προβατίνες [26, 70].
τσαγκαδουμάντρι, του, βλ. τσαγκαδάρι [ 19, 31].
τσαγκαρδέλα, η κομμένο τυρόγαλο μέσα στο οποίο ρίχνουμε γάλα και το βάζουμε σε ασκί.
τσάκ’σι ου κούκους ή η τρυγόνα νηστικός ή άνιφτος άκουσα τον κούκο ή την τρυγόνα το πρωί: φάτι μη σας τσακίσει ου κούκους.
τσακ’στός τόπους πλαγιά με απότομη κλίση.
τσα(λα)κατιώμι μιλάω δυνατά, επιθετικά, μαλώνω [25β, 219].
τσακίζει η μέρα (μτφ.) αρχίζει να πηγαίνει προς το απόγευμα: χαιρετάμε τον τσομπάνη και χωρίς να κάτσουμε λίγο να τσακίσει η μέρα και να λιγοστέψει η κάψα, ξεκινάμε φορτωμένοι [20, 268].
τσακίζιτι του ζώγου σπάει το πόδι του ή κάποιο άλλο μέλος του σώμα τός του.
τσάλαλους, -η, -ου αυτός που δεν ξέρει τι λέει, χαζός, παλαβός.
τσαλεύου λερώνω, βρομίζω.
τσάλια, τα χαμόκλαδα, αγκάθια.
τσαμπαδή, η γυναίκα που έχει τα μαλλιά από το κεφάλι της ακατάστατα, πετάνε τα μαλλιά της.
τσαντίλα, η αραιό μάλλινο ύφασμα με το οποίο στραγγίζουμε το γάλα και το τυρί [26, 105].
τσάντσαλα, τα πράγματα με ευτελή αξία.
τσαντσαλιάρ’ς, ου κουρελιάρης, διακονάρης [27, 434].
τσάντσαλου, του αβάφτιστο αγόρι.
τσαπουδόντ’ς, ου αυτός που έχει τα δόντια πεταμένα προς τα έξω ή του βγαίνουν διπλά δόντια.
τσάπους, ου 1. όνομα από μουλάρι [13, 62]. 2. (μτφ.)δυναμική γυναίκα, γυναίκα που μπορεί να επιβάλλεται στους άλλους, αυτή που μπορεί να κάνει το δικό της: γιένιτι καλά αυτήν, αυτή είνι τσάπους.
τσάπρουνα, τα καρποί από την τσαπρουνιά.
τσαρδάκι, του κιόσκι, ίσκιος τεχνητός με κλαδιά από δέντρο [26, 57].
τσαρκαλ’στά (επίρρ.) τρόπος που αρμέγουμε τα πρόβατα (το γάλα δε βγαίνει σε συνεχή ροή αλλά διακεκομμένα).
τσάρκους, ου καλυβάκι ή μαντράκι στο οποίο βάνουμε τα κατσίκια για να μη βυζαίνουν τις μανάδες τους.
τσαρουχάδις, οι τεχνίτες που φκιάχνουν τα τσαρούχια.
τσαρουχόπρουκις, οι βελόνες με τις οποίες καρφώνουμε τα τσαρούχια.
τσάχαλα, τα πολύ μικρά κομμάτια από ύλη κυρίως φυσικής προέλευσης.
τσέλιγκας, ου αρχηγός από το τσελιγκάτο. Είναι συνήθως αυτός που έχει τα πιο πολλά πρόβατα· άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες· άτομο άξιο να εκπροσωπεί τους ανθρώπους της στάνης του.
τσέργα, η βελέντσα: την τσέργα μου, την τσέργα σου, μουρ’ βλάχα, μ’αυτή θα σκιπαστούμι [ 3α, 150].
τσέρλα, η υγρά κόπρανα των προβάτων.
τσέτ’λας, ου ξύλινη σκυτάλη, ξύλινο σημειωτάριο πάνω στο οποίο σημειώνουμε λογιστικά στοιχεία για τα κοπάδια [26, 20].
τσητώνου παραγεμίζω την κοιλιά μου με φαγητό, χορταίνω [12β, 188]: τσήτουσις, ουρέ;
τσιακατούρα συζήτηση με δυνατές, νευριασμένες φωνές, διάλογος με επιθετική διάθεση, μάλωμα: τόσο χαντά και φασαρία και τσιακατούρα έκαναν, που αν πέρναγε καένας ανίδεος, θα νάλεγε πως θα σκοτωθούν [20, 79].
τσιακμακάου προσπαθώ να βγάλω φλόγα από τον αναπτήρα [26, 108].
τσιακμάκι, του ατσάλινος αναπτήρας.
τσιαλαφός, -ή, -ό «αλαφρύς», λιγόμυαλος, επιπόλαιος.
τσιαλαφούτι, του, βλ. γαλουτύρι [20, 279].
τσιάλτσι του μυαλό το έχασε, έχασε τα λογικά του.
τσιαμαντάνι, του είδος από γιλέκο, κοντοσέγκουνο [17, 338].
τσιαμπαλέκου, η προβατίνα που έχει τούφα από μαλλιά στο κεφάλι της.
τσιαμπαλής, ου έχει τσιαμπά (βλ.λ.)
τσιαμπαλίκια, τα 1. χαίτη από το άλογο: τ’ άλουγά μας κουλουβά τσιαμπαλίκια κι νουρά [3α, 197]. 2. φούντα από μαλλιά στο σώμα του ζώου μετά το κούρεμα [26, 35].
τσιαμπάς, ου τα μαλλιά από το κεφάλι του ανθρώπου: του λόγου δεν απόσουσι, του λόγου δεν απούπι, απ’ τουν τσιαμπά τουν άδραξαν κι καταή τουν ρίχνουν [21β, 26].
τσιντσιά, τα ούλα.
τσιαούλι, του 1. πιγούνι [26, 97] 2. άνθρωπος με καυστικό λόγο ή άνθρωπος που μιλάει διαρκώς: ουρέ τσιαούλι τ’ κιαρατά.
τσιαπατόρ’ς, ου φτωχός, παρακατιανός Σαρακατσιάνος, αυτός που δεν έχει καλή σειρά.
τσιαπατουριά, η παρακατιανοί Σαρακατσιαναίοι, αυτοί που δεν έχουν καλή σειρά και τους θεωρούν κοινωνικά κατώτερους.
τσιαπράζι, του, βλ. χανάκα.
τσιαρπάλια, τα τα διχάλια [26, 112].
τσιάτα, η ομάδα από άγρια ζώα και κυρίως από λύκους [26, 55].
τσιατούρα, η, βλ. τέντα 2.
τσιάτρα το ’χου του μυαλό το ’χω «χαμένο».
τσιατσιά, η θάμνος που μοιάζει με αγριοτριανταφυλλιά ή με πυράκανθο [20, 300].
τσιάτσια, τα καρπός της τσιατσιάς.
τσιάφη, η πάχνη που συνοδεύεται από πολύ κρύο, παγωμένη πρωινή δροσιά [12α, 157].
τσιαχαλίζου (για ζώα) βόσκω) [20, 131].
τσιβί, του ξύλινο καρφί.
τσίγγανους, -η, -ου ολιγαρκής, λιτοδίαιτος, μίζερος στη διατροφή [12β, 187].
τσίγκιλλα, τα τσιγκελλά.
τσιγκινές, ου ο γύφτος.
τσικ’ρουπιλικάου πελεκάω με το τσεκούρι.
τσίκνα, η λεπτό στρώμα από καμένο φαγητό στον πάτο από τα οικιακά σκεύη.
τσίκνισι του φαΐ έπιασε τσίκνα.
τσικ-τσακ, του παιδικό παιχνίδι (κουτσό).
τσιλ’κάρι, του ένα από τα δύο ξύλα (το πιο μικρό) με τα οποία παίζουμε την τσιλίκα
τσιλ’κόξ’λου, του το ένα από τα δύο ξύλα με τα οποία παίζουμε την τσιλίκα.
τσιλιγγλίτ’κου, του, βλ. κιχαϊλίκι.
τσιλιγγούλ’δις, οι τσελιγγάδες που έχουν μικρή στάνη.
τσιλιγκάτου, του συνεργασία που έχουν πολλοί νομάδες κτηνοτρόφοι κάτω από την καθοδήγηση ενός αρχηγού, του τσέλιγκα.
τσιλιγκίνα, η γυναίκα του τσέλιγκα [26, 42].
τσιλιγκόιπουλου, -ούλα γιος του τσέλιγκα, κόρη του τσέλιγκα.
τσιλιγκόκλιτσα, η κλίτσα του τσέλιγκα, κλίτσα για επίσημες εμφανίσεις.
τσιλιγκουπαίδι, του τσελιγκόπουλο [3α, 195].
τσιλιγκρός, -ή, -ό αδύνατος, αχαμνός.
τσιλίκα, η παιδικό παιχνίδι.
τσιλιπής, ου κύριος στα όλα του, και ιδιαιτέρως αυτός που φροντίζει την εξωτερική του εμφάνιση.
τσιλώνου στήνω όρθια τα αυτιά μου για να ακούσω καλύτερα, εντείνω την προσοχή μου [12β, 188].
τσιμπιώτι του φιγγάρι είναι στη χάση του [27, 436]
τσιμπλουμάτα, η αυτή που έχει τσίμπλες στα μάτια της, (μτφ.) κακορίζικη, χαμένη: δεν έχουμι τσιμπλουμάτα, θέλουμι κι τ’ μαυρουμάτα.
τσιμπούκι, του λεπτή βέργα (βίτσα) από θάμνους που τη χρησιμοποιούμε για σκοινί στο στήσιμο του κονακιού [ 19, 14).
τσιμπουρουβύζα, -κου πρόβατο που η θηλή του είναι μικρή ίσια με τσιμπούρι.
τσινάου (κυρίως για ζώα) αντιδράω, αντιδράω απότομα [12α, 158].
τσινιάρ’ς, ου άνθρωπος που αντιδρά περίεργα, αδικαιολόγητα, που αρπάζεται αμέσως [12β, 190].
τσινιές, οι ζαβολιές [22, 56].
τσιόλι, του μάλλινο στρώμα ευτελούς αξίας ή κουβέρτα μάλλινη χειροποίητη αργαλίσια [17, 338].
τσιότα, η (μτφ.) ομάδα που τα μέλη της είναι ένα σώμα: οι σχαριάτις πάηναμαν τσιότα.
τσιότρα, η ξύλινο σκεύος και στρόγγυλο στο οποίο βάνουμε κρασί στους γάμους.
τσιπούριασι  μετάνιωσε.
τσιουγκάνι, του μεγάλος βράχος [26, 55].
τσιουγκανιάζουμι εγκλωβίζομαι σε μέρος που έχει γύρω-γύρω μεγάλους βράχους: σήμιρα, μ’ τσιουγκανιάσκι νια βιτούλα.
τσιουγκράου συγκρούω ελαφρώς [12β, 189].
τσιουγκρί, του οξεία απόληξη ενός βράχου [4, έτος 12ο, 30].
τσιούκα, η κορυφή από λόφο ή από βουνό [26, 113].
τσιουκαν’στάρια, τα, βλ. μουνουχάρια.
τσιουκανάν’ τα χέρια από το πολύ κρύο με πονάνε σαν να με τρυπάνε με το βελόνι.
τσιουκάνι, του κουδούνι κατώτερης ποιότητας που το βάνουμε στα γίδια ή στα άλογα.
τσιουκανίζου, βλ. μουνουχίζου.
τσιουκάν’σμα, του ενέργεια του τσιουκανίζου.
τσιούκις, οι παιδικό παιχνίδι [13, 92].
τσιούλα, -ου προβατίνα με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά. Αρσενικό πρόβατο με πολύ μικρά και με οξεία άκρη αφτιά [23α, τ. 3, 39]
τσιουλιάζου βάζω τσιόλι στο σαμάρι του ζώου για να το προστατέψω. –ουμι μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα.
τσιούλους, ου μύγα που φτύνει.
τσιούμπα, η 1. μικρό ύψωμα. 2. ξύλινο σκεύος που στουμπάμε (τρίβουμε) τον καφέ [17, 339].
τσιουμπάου θρυμματίζω [27, 434].
τσιουπέλα, η αρμαθιά από ξερά σύκα [3α, 196].
τσιουπιλάια, η μεγάλη και πρασινόχρωμη σαύρα.
τσιούπρα, η κορίτσι [26, 435].
τσιουπχανές, ου πολεμοφόδια.
τσιούρα, -ου γίδα με μικρά αφτιά. Αρσενικό γίδι με μικρά αφτιά [27, 351].
τσιουρότ’κους, -η, -ου ελλιπής.
τσιουρουτεύου καθιστώ κάτι ελλιπές.
τσιουτίνα, η κορυφή από το κεφάλι.
τσίπα, η 1. πέπλο της νύφης [4, έτος 7ο, 24]. 2. (μτφ.) ντροπή.
τσιπιλάια, η, βλ. τσιουπιλάια.
τσιπκιένι, του το πάνω κομμάτι της φουστανέλλας στην αντρική φορεσιά το σαν σακάκι.
τσιράκι, του [21α, τ. 162], βλ. κάλφας.
τσιριφλιά, η, βλ. μιστιά.
τσίρλα, η [25β, 220], βλ. τσέρλα.
τσιρλάου έχω διάρροια.
τσιρλιάρ’ς, -α, -κου (μτφ.) φοβητσιάρης.
τσίρλους, ου βλ., τσέρλα.
τσιρνόκι, του  τζέρο (βελανιδιά) με λεπτά φύλλα.
τσίτσα, η ξύλινο σκεύος και σπάνια δερμάτινο· το χρησιμοποιούμε αποκλειστικά για να βάζουμε κρασί στους γάμους [4, έτος 18ο, 9].
τσιτσί, του κρέας στη γλώσσα των νηπίων [12α, 158].
τσιφτιλής, ου 1. γρουσούζης: τι μο ’καμις, μωρέ τσιφτιλή; 2. χαμένος, άχρηστος [12β, 190].
τσιώφλοιου, του κέλυφος, φλούδα [27, 435].
τσλίθρα, η παιδικό παιχνίδι που πετάει νερό, κάτι σαν σύριγγα.
τσούκνα, η ολόσωμο φόρεμα.
τσουλουφάτη, η προβατίνα που έχει στο κεφάλι της τσουλούφι.
τσουπουτός, -ή, -ό παχουλός, στρογγυλεμένος ή κάτι που είναι στρογγυλεμένο.
τσουραπόσκ’νου, του σκοινί με το οποίο δένουμε τα τσουράπια.
τσούχτρα, η μεγάλο μερμήγκι.
τσύπα, η [12α, 159], βλ. τσίπα.
τύλ’μα, του τύλιγμα.
τυλ’χτρού, η γυναίκα επιδέξια στο να τυλίγει το στημόνι για να είναι έτοιμο για τον αργαλειό [1, 111]
τυλιγάδι, του ξύλινο στρογγυλό εργαλείο που το χρησιμοποιούνε οι γυναίκες για να μαζεύουν τα κουβάρια σε βάντες (τσιγκλιά) [22, 107].
τυλιγαδιάζου με το τυλιγάδι (βλ. λ.) μαζεύω τα κουβάρια σε βάντες [26, 370].
τύλους, ου τάπα, βούλωμα.
τυλώνου 1. σκληραίνω, τεντώνω [25β, 221]. 2. -ουμι σφίγγομαι.
τυρόκαδα, η, βλ. τάλαρους.
τυρουκουμάου φτιάχνω τυρί.
τυρουλόι, του μικρό τομάρι με τυρί για το τσομπάνο [26, 106].
τυρουλόους, ου ξύλινο δοχείο που βάνουμε το τυρί του βοσκού [25β, 221].
τυφλίτ’ς, ου είδος φιδιού που είναι χοντρό και τυφλό ή βλέπει ελάχιστα, γι’ αυτό είναι και πολύ δυσκίνητο [12β, 191].
τυχέριου, του τυχερό, αυτό που σου τυχαίνει [26, 329].
τώραϊα (επίρρ.) αυτήν τη στιγμή.




  

υγιός, ου γιος: κάνει ν-ου Τσιώτρας νια χαρά, παντρεύει τουν υγιό του [21β, 285].
ύπαρχι υπήρχε [20, 124].
υπνουβέλιντσα, η βελέντσα που τη χρησιμοποιούμε για να σκεπαζόμαστε στον ύπνο το βράδυ.
υπνουβότανου, του βοτάνι που φέρνει ύπνο (μήκων η υπνοφόρος).
υπνουείνουρου, του όνειρο στον ύπνο [3α, 40]: ν-απόψι είιδα στουν ύπνου μου, στου υπνουείνουρό μου.
υπνουμένη, η κοιμόμενη: γιε μ’, βαριά ήταν υπνουμένη, κόρη μικρουπαντριμένη [7α, 63].
υπνώνου κοιμάμαι, πέφτω στον ύπνο: ιέλα ύπνι αγάλια-αγάλια να υπνώσεις του πιδάκι [3α, 202].
υπουδέλοιποι, -ις, -α οι υπόλοιποι: πέντι χιλιάδις του γαμπρού κι τέσσιρις της νύφης κι αυτά τα υπουδέλοιπα ν-ούλουν τουν συμπιθέρουν [3α, 43].
υφάδι, του νήμα που πλέκεται στο στημόνι με τη βοήθεια της σαΐτας.
υφαίνου διαπλέκω το υφάδι με το στημόνι στον αργαλειό για να φκιάξω κάποιο ύφασμα.
ύφαμα, του ύφανση [22, 117].
ύψουμα, του 1. λοφίσκος. 2. πρόσφορο στην εκκλησία.






φ’κάλι, του σκούπα που γίνεται από το φυτό φουκαλιά.
φ’καλίζου σκουπίζω, σαρώνω, παστρεύω: να φουκαλίσεις του γιαλό, να διαβαίνουν τα καράβια, τα μικρά κι τα μιγάλα [10α, 119].
φ’λεύου 1. φιλοξενώ. 2. -ουμι φιλοξενούμαι [25β, 224].
φ’λιά, η 1. επίσκεψη σε συγγενικό πρόσωπο: θα πάου φ’λιά στ’ς λαλάδις μ’. 2. φιλοξενία κάποιου συγγενικού προσώπου.
φ’λλάδα, η φυλλάδα, βιβλίο, σημειωματάριο [27, 438].
φ’νίσια , τα υφαντά που γίνονται από το φίνο μαλλί.
φαγάρι, του γάλα που κρατάει η κάθε οικογένεια για φαγητό.
φάγουσα, η υποθετική πάθηση στο στόμα που να αποκλείει τη δυνατότητα να φάει κάποιος ή να μιλήσει [12β, 192].
φάδιασμα, του φάντασμα, δαιμονικό.
φάει για για να φάμε, για φαγητό: δεν ήρθαμαν για φάει, για πιει.
φακιόλια ρίχνει (μτφ.) ρίχνει πολύ χιόνι [20, 277].
φακουτό, του είδος από υφαντό.
φαλάγγια, τα ομάδες: μόν’ είμαστι κατακαμπή, κατακαμπή στουν κάμπου, θα μας πατήσουν τ άλουγα, τα τούρκικα φαλάγγια [15α, 48].
φαλαρός, ου φαλακρός
φαλάρου απατιέμαι [27, 436].
φαλκάρι, του 1. τσελιγκάτο, στάνη [26, 1]. 2. παρέα [17, 339]
φαλκαρίζου ενώνω τα κοπάδια πολλών οικογενειών και φκιάχνω το φαλκάρι, (βλ. λ.).
φαλκαριώτις, οι αυτοί που ανήκουν στο φαλκάρι, (βλ. λ.) [26, 1].
φαλλ’σμένους, -η, -ου τρελός, τρελός για δέσιμο [12 β, 192].
φαμπ’λεύου αποκτώ οικογένεια [27, 436]: φαμπίλιψι του πιδί.
φαμπ’λίτ’ς, ου οικογενειάρχης [27, 436].
φαμπλιά, η φαμελιά, οικογένεια: ιέχει τρανή φαμπλιά ου Φείμ’ς.
φανιλουσκούτι, του ύφασμα για τις φανέλες.
φανταλιά, η σφαλιάρα.
φάνταλους, ου  βλ. φανταλιά.  
φανταμάρα, η μεγαλομανία, έπαρση.
φαντασιά, η φαντασία.
φαντασμένους, -η, -ου αυτός που πε­ρηφανεύεται, εγωιστής.
φαούρα, η φαγούρα, δυσάρεστος ερεθισμός του δέρματος.
φάρα, η 1. φυλή. 2. σόι: κι ’συ, νύφη μ’, να χαίρισι, νύφη μ’, να καμαρώνεις, μι του συγγένειου πο’ μπλιξις, μι τη μιγάλη φάρα.
φαρδουκούδ’να, τα κουδούνια με μεγάλο φάρδος σε σχέση με το ύψος [26, 119].
φαρμαζόνους, ου 1. υποκριτής 2. συκοφάντης [27, 436].
φαρμάκι, του το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτο το νάπελλο. Το φυτό αυτό έχει φύλλο σαν τη λεπίδα του σιταριού. Όταν είναι χλωρό και το τρώνε τα πρόβατα φαρμακώνονται και ψοφάνε [20, 120].
φάρους, ου άλογο: παίρου κι ’γω του φάρου μου κι πάου να τουν πουτίσου [21β, 21].
φαρσώνου πλέκω με κλαδιά [26, 61].
φαρφαλιάρ’ς, ου πολυλογάς, φλύ­αρος.
φάρφαρους, ου ξεμωραμένος [27, 436].
φασκιά, η μικρή μάλλινη τριχιά με την οποία δένουμε τα σπάργανα του μωρού.
φασκιώνου σπαργανώνω [27, 436].
φασόψουμου, του λαχανικό.
φαφάνα, η θάμνος.
φέγου, του φευγάλα, αναχώρηση.
φέλπα, η είδος βαμβακερού υφάσματος που απομιμείται το βελούδο.
φέξη, η φανάρι, λάμπα ή οτιδήποτε άλλο χρησιμοποιούμε για φωτισμό [26, 278].
φέξου, του, βλ. φέξη.
φέρμιλη, η χρυσοποίκιλτο γιλέκο με ριχτά μανίκια που το φοράμε με τη φουστανέλλα, επίσημο γιλέκο.
φέρτ’ς, ου ειδικό ξύλο που το χρησιμοποιούμε στο τύλιγμα του διασιδιού για να «φέρνει» το διασίσι [1, 111].
φέσι, του σκούφια.
φέστα, η γιορτή, διασκέδαση [27, 436].
φέτου (επίρρ.) εφέτος.
φεύγα, του αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά.
φεύγας,ου πολύ γρήγορος στο περπάτημα.
φεύγιστι φύγετε.
φηρός, -ή, -ό λειψός [12β, 193].
φιβγούλας, ου βλ. φεύγας.
φιγγίστρα, η μικρό παραθυράκι της καλύβας για να μπαίνει μέσα λίγο φως και να βγαίνει ο καπνός που ανάβουμε σ’ αυτή [12α, 160].
φιδιάζιτι του ζώγου δηλητηριάζεται από τσίμπημα του φιδιού [25 β, 223]
φιδιατίσκα δαγκώθηκα από φίδι.
φιδόκαμψου, του, βλ. φιδουρούτι.
φιδουκιέφαλου, του φυλαχτό [26, 77].
φιδουρούτι, του παλιό δέρμα που πέφτει από το φίδι.
φιδουχόρτι, του βοτάνι για το δάγκωμα του φιδιού· μοιάζει με τη ρίγανη. Το βράζουμε και ποτίζουμε το φιδιασμένο ζώο.
φιλαγαπημένους, -η, -ου αυτός που τον αγαπάμε πολύ, αυτός που είναι αγαπημένος φίλος, φίλος γκαρδιακός: ν-ήρθα να ιδού τους φίλους μου, τους φιλαγαπημένους, κι οι φίλοι μου ήταν άπιστοι [15α, 83].
φιλάει ωφελεί.
φιλί, του κομμάτι (φέτα) από την πίτα.
φιλιώνου 1. ενώνω, συνταιριάζω. 2. συμφιλιώνομαι.
φιλλύκι, του το φυτό φιλλυρέα η πλατύφυλλος που αρέσει ιδιαίτερα στα κατσίκια. Ένα φυλλαράκι από το φυτό αυτό το βάνουμε μέσα στην μπουκ’βάλα. Είναι σύμβολο γονιμότητας για τα ζώα [2].
φιλντισιένιους, -α, -ου αυτός που γίνεται από ελεφαντόδοντο: τα μασούρια σ’, Δημητρούλα μου, ασημένια κι η σαΐτα σ’ φιλντισιένια [3α, 196].
φιλυρούδια, τα λουρίδες από ύφασμα.
φινέστρα, η παραθυράκι στο κονάκι για φως, φεγγίτης.
φίνου, του διαλεχτό μαλλί.
φιρέοικους, -η, -ου νομάς, αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία.
φιρσάδα, η  πέρασμα, ευκαιρία.
φιρφιρί, του 1. παγούρι, συνήθως νικελένιο, με το οποίο πίνουμε το τσίπουρο [20, 182]. 2. τενεκεδάκι κλειστό με τρυπημένο κάλυμμα, σαν μπουκάλι κολώνιας [27, 367].
φιρφιτσιάλι, του κλείσμα.
φίστα, η τσιακμάκι με πέτρα [27, 437]
φίτζια, τα, βλ. ζντρίγαλα.
φκιάνου τα γίδια τακτοποιώ, περιποιούμαι: πάμι να φκιάσουμι τα γίδια.
φκιασιά, η κατασκευή του σώματος, καμωσιά.
φκιασίδια, τα καλλωπιστικά υλικά (διάφορα υλικά με τα οποία φροντίζει η Σαρακατσιάνα την επιδερμίδα της).
φ’λίου φιλώ.
φλαμπουράκους, ου μαντίλι άσπρο (μικρός φλάμπουρας) που το ράβουν οι γυναίκες έξω στο ύπαιθρο, όταν πηγαίνουν να μαζέψουν τα ξύλα για το γάμο [17, 224].
φλάμπουρας, ου γαμήλιο λάβαρο, σημαία του γάμου. Τα παλιότερα χρόνια ήταν πανί κόκκινο ή άσπρο. Σήμερα είναι η ελληνική σημαία. Το ράψιμο του φλάμπουρα είναι από τις ομορφότερες στιγμές του γάμου και έχει τελετουργικό και επικό χαρακτήρα. Την Παρασκευή το βράδυ ράβουμε το φλάμπουρα. Οι γυναίκες έχουν την πρωτοβουλία. Ο φλαμπουριάρης ή μπράτιμος ράβει το φλάμπουρα με την καθοδήγηση των γυναικών και των κοριτσιών που τραγουδούν. Ράβει το φλάμπουρα με τρία βελόνια και με τρεις κλωστές (άσπρη, κόκκινη, γαλάζια) [17, 228] ή με τρία βελόνια και κόκκινη κλωστή [15α, 209] ή με εννιά βελόνια και κόκκινη κλωστή [10α, 81].Πάνω στο φλάμπουρα βάνουμε γουργουλίδια και κορδέλες. Ο μπράτιμος κερνάει το φλάμπουρα. Στο τέλος τον χορεύουμε και τον στήνουμε στη δεξιά μεριά από την πόρτα του κονακιού.
φλαμπουριάρ’ς, ου αυτός που ράβει το φλάμπουρα και τον κρατάει στο γάμο [17, 339]. Είναι παλληκάρι ανύπαντρο που έχει τους γονείς του στη ζωή. Τον λέμε και μπράτ’μου.
φλαμπουρόξ’λου, του ξύλο (1-1,5 μ.) γύρω από το οποίο ράβουμε το φλάμπουρα. Πρέπει να είναι από σερκό ή από καρπερό ξύλο. Στην κορυφή έχει σταυρό. Στις άκρες από το σταυρό βάνουμε μήλα ή ρόδια.
φλάσι, του ασκί στο οποίο βάνουν νερό οι τσομπαναραίοι ή ξύλινο μικρό δοχείο για κρασί.
φλέσουρα, τα ξυλάκια, άχυρα, ξερά βούρλα, φρύγανα.
φλέτρα, τα φτερά [25β, 223].
φλέτρας, ου 1. πεταλούδα, 2. (μτφ.) πολύ αδύνατος άνθρωπος, ελαφρύς [25β, 223].
φλιτράου 1. πετάω. 2. (μτφ.) χαίρομαι πολύ.
φλόκια, τα κρόσσια.
φλόκους, ου δέσμη νημάτων από την οποία κόβουμε τα κρόσσια για τις βελέντσες.
φλουιέρα, η φλογέρα.
φλουκάτα, η υφαντό μάλλινο άσπρο αμάνικο και μακρύ πανωφόρι μέχρι τις γάμπες με περασμένους στην ύφανση άσπρους πυκνούς φλόκους: θα βγάλου κι τη γούνα μου, θα βάλου τη φλουκάτα, θα πάρου δίπλα ταϊ βουνά, δίπλα τα κουρφουβούνια [15α, 52]. η βελέντζα με κρόσσια.
φλουκιάζου  περνάω τα φλόκια (βλ.λ.)
φλουκουτή, ή, βλ. φλουκιαστή.
φλουκουτούλας, ου παρακατιανός, ξεπεσμένος.
φλουρένιους, -α, –ου αυτός που είναι από φλουρί: πουλλά φλουριά καζάντισις, φλουρένια τ’ άρματά σου [3α, 62].
φλουριά, τα τούρκικα χρυσά νομίσματα.
φλουρίζου ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.
φλωρουγκιέσα, η μαύρη (γκόρμπα) γίδα με άσπρες γραμμές στο πρόσωπο.
φλωρουκάν’τα, η γίδα που έχει στο δέρμα της άσπρες και γκρίζες-στα­χτιές τρίχες ανακατωμένες [26, 33].
φλωρουκαπνισμένα άρματα επάργυρα, επιχρυσωμένα: κι ένα μικρό κλιφτόιπουλου δεν τρώει κι δεν πίνει, μόν’ τ’ άρματά του γυάλιζι τα φλωρουκαπνισμένα [15α, 44].
φλωρουκάπ’ς, ου (πιθ.) αυτός που φοράει κάπα με χρώμα που πλησιάζει προς το άσπρο,
φλωρουκάτσ’κου, του (μτφ.) πολύ άσπρος άνθρωπος.
φλώρους, -α, -ου άσπρος.
φόλους, ου  αβγό που βάζω στη φωλιά της κότας και την προκαλεί να γεννήσει.
φόντα, βλ. φόντας.
φόντας όταν, από τότε που: φόντας ιστήθ’κι, ρούσαμ’, κι ου ουρανός κι θιμιλιώθ’κι ν-η πλάση [3α, 158].
φόρτουμα, του 1. φορτίο [ 25, 201]. 2. το ξεκίνημα του καραβανιού για τα βουνά ή για τους κάμπους [20, 93].
φόρτσα θυμός [27, 437].
φουβέρτα, η φοβέρα.
φούγια, η φούρια, ορμή, δυνατό τρέξιμο: κι η κόρη ν-απού τη φούγια της κι απού τη λιβιντιά της, βήκι να παίξει του σπαθί κι κόπ’κι του κουμπί της [21β, 119].
φουκαρού, η θηλυκό του φουκαράς.
φουκαρούσα, η, βλ. φουκαρού [27, 437].
φουλιάζου (μτφ.) κάθομαι σ’ ένα μέρος για αρκετό διάστημα, μένω άπραγος.
φουλλίνα, η 1.δέρμα το οποίο χρησιμοποιήσαμε για να αποθηκεύσουμε τυρί και δεν μπορούμε να το ξαναχρησιμοποιήσουμε, επειδή χάλασε από τα άλατα και την υγρασία [12α, 161]. Στο δέρμα αυτό μπορούμε να βάζουμε μπαλώματα ή άλλα μικροπράγματα. 2. (μτφ). γυναίκα που δεν άχει αξία.
φουλτάκα, η φουσκάλα στο δέρμα από κάψιμο ή από άλλο λόγο [12α, 161].
φουλτακιάζου βγάζω φουσκάλα [12α, 161].
φούμσι (του) το «διαφήμισε», δηλ. δεν το έκανε καλά, δεν το έκανε όπως έπρεπε: α! του φούμσι ου Μητσιόβας, θα γιλάν’ κι τα παρδαλά τα σκ’λια.
φουνιμένους, -η, -ου σκοτωμένος, σφαγιασμένος [25β, 225].
φουντούλας, ου  (μτφ.) άνθρωπος χωρίς ιδιαίτερο περιχόμενο που θέλει να «δείχνεται», να φαίνεται.

φουράδα,η 1. θηλυκό άλογο [26, 130]. 2. (μτφ.) γεροδεμένη γυναίκα ή απελευθερωμένη γυναίκα.
φούρια, η θυμός, λύσσα.
φουριώμι ντύνομαι, ντύνομαι με ωραία ρούχα: ν-όποιους έφαϊ κι έπ’κι, γλέντησι κι όποιους φουρέθκι, φάν’κι κι όποιους ψιλά τραγούδησι, σ’ ούλουν τουν κόσμου ακούσ’κι.
φούρκα, η 1. χοντρό ξύλο με διχάλα. 2. είδος ρόκας σε σχήμα ψ. 3. (μτφ.) θυμωμένος.
φουρκάφτ’κου, του σημάδι στα πρόβατα (κόβουμε την άκρη του αφτιού σε σχήμα διχάλας σαν φούρκα) [26, 34].
φουρκή, η διάστημα μεταξύ των άκρων του δείκτη και του αντίχειρα σε πλήρη έκταση [26, 125].
φουρκιάρ’κα κουδούνια που έχουν μάκρος μια φουρκή, (βλ. λ.).
φουρκίζουμι 1. αιχμηρό αντικείμενο μου τρυπάει το δέρμα. 2. (μτφ.) θυμώνω.
φουρκούλις, οι πολύ μικρές φούρκες (κλιτσούλες) που με αυτές πιάνουμε τις θηλιές της τέντας, όταν τη στήνουμε, για να τη στερεώσουμε. βλ. και κλιτσούλις.
φουρλαΐδα, η παλαβή, ανοσόρροπη γυναίκα.
φουρλατάου γυρίζω σαν τη σβούρα [12β, 195].
φουρλατίζου 1. σκορπάω, εκσφενδονίζω, δε λογαριάζω. 2.θυμώνω.
φουρνατζής, ου φούρναρης.
φουρτιάρ’κα, τα φορτηγά ζώα που μεταφέρνουν τα φορτία από το χειμαδιά στα βουνά και το αντίθετο [26, 1].
φουρτουμένη, η (μτφ.) έγκυος γυναίκα [17, 213]: κίν’σι φουρτουμένη η Αυδουκιά.
φουρτουτήρα, η λεπτή φούρκα που χρησιμοποιείται ως αντιστήριγμα στο φόρτωμα των ζώων [3α, 197].
φουρτουτήρας, ου, βλ. σέλα.
φούσκα, η  (μτφ.) ουροδόχος κύστη.
φουσκαλήθρα, η 1. φυσσαλίδα αέρος. 2. φουσκάλα.
φούσκουμα, του ασθένεια στα ζώα, τυμπανισμός.
φουσκουμπουνιασμένους, -η, -ου αυτός που είναι πρησμένος στο πρόσωπο κυρίως από ύπνο: φουσκουμπουνιασμένους ξύπνησι ου Κίτας.
φουσκούρια, τα είδος από μανίκια που τα φοράμε κοστούμι με την τσούκνα, (βλ. λ.).
φούσμα, η φόρα για να πηδήξω, φόρα για να φύγω γρήγορα, να τρέξω [12α, 162].
φούστα, η βασικό κομμάτι απ’ τη γυναικεία φορεσιά που πιάνεται στη μέση και είναι μακρύ ως τη γάμπα.
φούστια, η αμάνικο πουκάμισο στη γυναικεία φορεσιά [22, 182].
φουστίσιου, του ύφασμα για να φκιάνουμε φούστες.
Φουτάδις, οι ομάδα από ανθρώπους που φοράει τομάρια και προβιές και κρεμάει στη μέση της κουδούνια και κυπριά (ρογκατσάρια). Πηγαίνουν τα Φώτα στα κονάκια και μαζεύουν τυριά, γάλατα, μαλλιά [20, 49].
φουτίκια, τα δώρα της βάφτισης που φέρνει ο νουνός στο βαφτιστήρι.
φουτόξ’λα, τα ξύλα που κάνουν καλή φωτιά [26, 278].
φουτουγόνι, του φωτιά-βάση κάθε άλλης που ανάβει από αυτή [12β, 196]
φουτουγουνιά, η γωνιά, βάτρα [26, 274]
φραγκουτσιόκανα, τα, βλ. τραουτσιόκανα.
φράμα, του φράχτης, περίφραγμα στο οποίο βάνουμε τα πρόβατα [26, 62].
φραξιά, η, βλ. φράξους.
φράξους, ου φυτό τη φλούδα του οποίου χρησιμοποιούμε για να βάφουμε υφάσματα [26, 136].
φρέζα, η στενή ταινία με την οποία πλαισιώνουμε και στολίζουμε τα υφαντά.
φριντζιάτους, -η, -ου αυτός που είναι στολισμένος με φρέντζες [5, 74].
φριτζιάτου, του 1. «σαλόνι» από το κονάκι, περιφραγμένη αυλή με καθίσματα και κρεβάτια για να υποδεχόμαστε τους ξένους. 2. ίσκιος τεχνητός, τσαρδάκι.
φριτζιατουκόνακου, του κονάκι με φριτζιάτο [26, 254].
φριτζιάτους, ου, βλ. φριτζιάτου.
φρίττου, τρομάζω, φοβάμαι
φρίττουμι, βλ. φρίττου.
φρίχκα τρόμαξα.
φρουξ’λιά, δέντρο που ο κορμός του είναι κούφιος.
φρουξλάνθη, η φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες.
φρούσια, -ου θηλυκό ζώο με κατάλευκο κεφάλι [27, 350]. Αρσενικό ζώο με κατάλευκο κεφάλι: Γιώργη μ’, χαλεύουν τ’ άλουγου, του φρούσιου του μπινιέκι [21β, 181].
φρούτα, τα μανίκια από το το πουκάμισο της γυναικείας στολής.
φρουτουπόδια, η νυφική ποδιά.
φσικόλ’κου, του: τι νουγάει αυτό το φσικόλ’κου από σιβντάδες[16, 106] βλ. φσικώλι.
φσικώλι, του παλιόπαιδο [25β, 227].
φ’σκή, η κοπριά από τα ζώα που είναι συνήθως μαζεμένη σωρό [26, 109].
φσουνιάρ’κα, τα μυξιάρικα πρόβατα.
φταίξου, του φταίξιμο.
φταλειά, η είδος σιταρένιου ψωμιού που παρασκευάζεται με ζυμάρι και τυρί και ψήνεται στη βάτρα [12α, 163].
φτάσμα, του φτασμίτικο ψωμί, άζυμο [12β, 194].
φτασμίτ’κου, του ψωμί με μαγιά από ρεβίθι.
φτιλιάς, ου δέντρο με ανθεκτικό ξύλο, καραγάτσι [26, 136].
φτίνα, η [12β, 194] 1. πήλινο δοχείο στο οποίο πήζουμε το γάλα που γίνεται γιαούρτι. 2. μεγάλο βαθύ πηλινο πιάτο.
φτινά, τα λεπτά ρούχα.
φτινάδι, του μικρό ψωμάκι.
φτινός, -ή, -ό λεπτός.
φτιρό, του 1. τμήμα από το κοπάδι. 2. άκρη του κοπαδιού [17, 141].
φτιρούσι, του μέρος με πλούσια βλάστηση από φτέρες [22, 44].
φτιρουτό, του διακοσμητικό θέμα στην τέχνη [15β, 310].
φτουχαίνου 1. γίνομαι φτωχός. 2. (μτφ.) αδυνατίζω: φτώχυναν τα πρότα τ’ Μητρούσια.
φτσιέλα, η πεπλατυμένο βαρελάκι με στενό στόμιο για να αποθηκεύουμε, συντηρούμε και μεταφέρουμε νερό [12β, 195].
φτσιέλι, του [22, 146], βλ. φτσιλάκι.
φτσιλάκι, του ξύλινο σκεύος στο οποίο βάνουν οι τσομπαναραίοι νερό (αντί για παγούρι).
φτύματα, τα μικρά άσπρα σκουλήκια που σχηματίζονται από τα αβγά που ρίχνει η μύγα φτύνοντας πάνω στα τρόφιμα [12α, 162].
φύβγα, στ’ φύβγα στο φευγιό, στην αναχώρηση για τα βουνά ή τα χειμαδιά [22, 82], βλ. και φεύγα.
φύγινου πουλί αποδημητικό: ν-ιένα πουλάκι φύγινου, σιαπού θα ξιχειμάσει [21β, 253].
φυλαχτ’κά, τα μισθός του τσομπάνου για να φυλάει το κοπάδι, ρόγα [26, 9].
φυλαχτήδις, οι συγγενείς συνοδοί της νύφης στο κονάκι του γαμπρού, μπεχτσήδες.
φυλλουκάρδια, τα (μτφ.) μύχια συναισθήματα.
φύρα, η φθορά, ελάττωση όγκου ή βάρους.
φύση, η αντρικό γεννητικό όργανο.
φυσσάτου, του (μτφ.) συμπεθεριακό: τι καρτιρείς, βρε φλάμπουρα, κι δεν κινάς φυσσάτου.
φύτ’μα, του φτύσιμο.
φύτρα, η γενιά, καταγωγή.
φώκη, η ζώνη από δέρμα φώκιας στη γυναικεία στολή.