portraita




  
ήγκυρου, του πρωτόγαλο της προβατίνας, κ(ο)λιάστρα [12α, 85].
ήμαν ήμουν.
ημιράδι, του τόπος που βγάζει καλό χορτάρι [17, 330].
ήπατα, τα σηκώτια [25α, 172].
ηυκή, η ευχή: μι την ηυκή μου, κόρη μου, Θιός να σι προυκόψει.
ηυκιρού ευκαιρώ.
ηυκιώμι εύχομαι [17, 330].






  
θ’κάρι, του θηκάρι, θήκη μαχαιριού ή άλλου πράγματος.
θ’κιαστή, η μέρος που τοποθετώ τις διπλωμένες βελέντσες [25β, 101].
θ’μόμι θυμάμαι.
θα να θα: θα να ’ρ’ς στου γάμου;
θαλά [25β, 100] ρήμα στο τρίτο πρόσωπο που σημαίνει θέλει, πρόκειται, τάχα θέλει: κι αν σι σκουτώσουν, μουρέ Γιώργη μου, τ’ αρφανό, του ποιος θαλά σι κλάψει.
θαλάπουμα, του η ενέργεια του θαλαπώνου.
θαλαπώνου 1. κάνω κάποιον μαύρο στο ξύλο: άμα σι πιάσου, θα σι θαλαπώσου. 2. μαυρίζω, σκοτεινιάζω, βραδιάζω: θαλάπουσι για τα καλά. Βαθύ σκοτάδι είχε πέσει τώρα στο Τρίκορφο [23α, τ.3, 43]. 3. καλύπτω, σκεπάζω π.χ. τα αναμμένα κάρβουνα με στάχτη. 4. καταχώνω.
θαμάζου θαυμάζω, απορώ, εκπλήσσομαι: κι όσοι την είιδαν θάμαζαν κι του σταυρό τους κάνουν [21β, 263].
θαμαίνουμι [25α,89], βλ. θιαμιαί­νου­μι:θαμαίνουμι, λουϊζουμι πώς είν’ τ’ ανθρώπ’ ου κώλους, δίχους σκοινί, δίχους θηλιά κι στέκει σουφρουμένους.
θαμπά (επίρρ.) μισοσκότεινα, μισοσκόταδο.
θαμπουξικίν’μα, του το κίνημα της στάνης για τα χειμαδιά ή τα βουνά πριν φέξει καλά καλά.
θαμπώνει σκοτεινιάζει.
θαμπώνου (μτφ.) ζαλίζομαι.
θαραπαύουμι απολαμβάνω κάτι, ευχαριστιέμαι πολύ από κάτι: θαραπαύ’κα ζιστούλα κι φαγάκι.
θαράπειου, του αυτό που μου προκαλεί αγαλλίαση.
θαράπουμα, του, βλ. θαράπειου.
θαραπουμένους, -η, -ου, βλ. θαραπα­μένους: στην καλύβα μ’ ν-ου καημένους κάθουμαν θαραπουμένους.
θαρριμένους, -η, -ου με θάρρος, άφοβος, γεναίος.
θάρρου  μου φαίνεται, νομίζω.
θαρρού θαρρώ, νομίζω, φαντάζομαι: δεν του θαρρούσα, Έλυμπι, βρε γέρου Έλυμπι, του Μάη να σκουτειδιάσεις, του Μάη να ρίξεις τις βρουχές [7α, 75].
θάφτου  θάβω.
θε θα, θέλω να: ποιος έχει γρόσια κι φλουριά, ικειόςς θε να την πάρει [3α, 107).
θειάκου, η υποκοριστικό του θεία [26, 396].
θειαφουκιέρι, του τεχνητό μέσο με το οποίο ανάβω φωτιά [26, 287].
θέρμη, η πυρετός.
θηλ’κάρια, τα μεγάλες ασημένιες διπλές καρφίτσες [27, 374].
θημουνιά, η σωρός, δεμάτια το ένα πάνω στο άλλο.
θιάμα, του θαύμα.
θιάμαγμα, του θαύμα: ποιος είιδι τέτοιου θιάμαγμα παράξινου μιγάλου, άιντι, Δρουσούλα μ’, άι, να κουβιντιάζουν ταϊ βουνά, να χλίβουντι κι οι κάμποι [21β, 169].
θιαμάζου, βλ. θαμάζου.
θιαμιαίνουμι θαυμάζω, απορώ από κάτι το θαυμάσιο αλλά και από αμηχανία: έχασα τα πρότα μ’, κι έμ’να κι θιαμαίνουμι [17, 58]. Εκπλήσσομαι από κάτι όμορφο που βλέπω: βρίσκου νια κόρη ρουϊδουνιά, ξανθιά κι μαυρουμάτα. Στέκου κι τη θιαμαίνουμι, στέκου κι τη ρουτάου [24β, 101]. Μένω με το στόμα ανοιχτό από αυτό που βλέπω [12α, 85], από θαυμασμό δεν μπορώ να σκεφτώ.
θιλός, -ή, -ό θολός.
θιλώνου θολώνω.
θιουκιρατάς, ου μεγάλος κερατάς [3α, 195]..
θιουρίζουμι βρίσκομαι σε αμηχανία, δεν ξέρω τι να κάνω, σκέφτομαι τι να κάνω: χιόν’ζι άκουπα τρεις μέρις κι τρεις νύχτις κι έμ’να κι θιουρίζουμαν τι να τα κάμου τα πρότα.
θιουρίχνου 1. επικαλούμαι τη βοήθεια του Θεού για αδικία που μου έγινε. 2. –ουμι, βλ. θιουρίχνου.
θιουσκουτουμένους, -η, -ου (μτφ.) κα­­κός, σκληρός, άπονος, άδικος, καταραμένος: ουρέ, θιουσκουτουμένι πότι μου’φιρις ιμένα πέντι ντινικέδις λάδι; [7β, 124].
θιουτ’κά, τα αυτά που προέρχονται από τον Θεό.
θιρίζει του κρύου (μτφ.) κάνει πολύ κρύο
θιριόκουψι η πείνα πεινάω πάρα πολύ [21α, τ. 164, 19].
θιρμαίνουμι έχω πυρετό.
θιρμαίνουντι τα ζώγα αρρωσταίνουν, όταν εκτίθενται για πολλή ώρα στον ήλιο.
θιρμασιά, η πυρετός [12α, 85]. αυτός ούδι τ’ θιρμασιά τ’ δε δίνει.
θιρμός, ου ζεστό νερό.
θιρμουζάχαρη, η πρακτικό φάρμακο για αυτούς που θερμαίνονται, δηλ. έχουν πυρετό (ζεστό νερό +ζάχαρη).
Θιρτής, ου Θεριστής, ο μήνας Ιούνιος.
θκό μ’, θκό σ’, θκό τ’ δικό μου, δικό σου, δικό του.
θ’ληκώνουμι  κουμπώνομαι.
θ’λιάζου θηλιάζω, πιάνω θηλιές το υφάδι μέσα στο στημόνι.
θ’λιαστό, του 1. θηλιαστό, πλεγμένο με το βελονάκι, θηλιά προς θηλιά 2. είδος από στρωσίδι.
θ’λυκάρι, του θηλυκάρι, κούμπωμα της ποδιάς στη μέση της γυναίκας.
θ’λύκι, του θηλύκι, θηλιά.
θουριά, η θωριά, εξωτερική εμφάνιση του ατόμου: νύφη μου, μη μαραίνισι κι χάνεις τη θουριά σου [7α, 17].
θράκα, η ανθρακιά, καμένα κάρβουνα στη γωνιά, στη βάτρα [26, 48].
θρασίμι, του ψοφίμι [17, 330].
θράσιου, του ζώο που ψόφησε προτού προλάβει ο βοσκός να το σφάξει: πήγι θράσιου του έρ’μου.
θρόνιασμα, του η ενέργεια του θρουνιάζου.
θρουίζου 1. δημιουργώ ελαφρό θόρυβο. 2. -ουμι θορυβούμαι.
θρούμπα, η ύφασμα (10-12 ουριές) μαζεμένο ρολό.
θρουνί, του θρόνος.
θρουνιάζου τοποθετώ σε θρόνο.
θρουφή, η τροφή [17, 330].
θυμητ’κό, του μνήμη.
θύμουσι πρήστηκε: πάτ’σα νια πρόκα κι μ’ θύμουσι του πουδάρι. θύμουσι ου κιρός αγρίεψε
θύρις, οι περάσματα του χτενιού στον αργαλειό (διάστημα μεταξύ δύο δοντιών στο χτένι) [22, 111].
θυρουκόβουμι είμαι απελπισμένος, τα έχω χαμένα, δεν ξέρω τι να κάνω: θυρουκόβιτι η έρμη η Πανάιου [25β, 102].
θυρουστόμι, του μια μικρή πορτούλα στο μάτι (βλ. λ.) της στρούγκας [26, 48].







ια για
ιατί γιατί.
ίγγλα, η ζώνη με την οποία δένω σφιχτά το σαμάρι στο σώμα του ζώου, ζώστρα [3α, 195].
ιγγλουμένου, του άλογο ή μουλάρι που του έχω περάσει ίγγλες.
ιδγιάζου [24, 47], βλ. ιδιάζου.
ιδέσια, τα, βλ. ειδίσια.
ιδιάζου προετοιμάζω με ειδικό τρόπο τα νήματα από το στημόνι, για να τα πάω στον αργαλειό και να τα υφάνω.Το κάθε κουβάρι νήμα γίνεται μια κλωστή που τυλίγεται πολλές φορές στην ιδιάστρα και πολλές κλωστές μαζί φτιάχνουν το διασίσι: στους ουρανούς τα ίδιαζαν, στους κάμπους τα υφαίνουν κι στουν αφρό της θάλασσας τα πλένουν, τα λιφκιαίνουν.
ίδιασμα, του [22, 109] η ενέργεια του ιδιάζου,(βλ. λ.).
ιδιάστρα, η, βλ. διάστρα.
ίδρουσι του τυρί έβγαλε νερό πάνω στην επιφάνειά του, που σημαίνει ότι η πήξη ολοκληρώθηκε (έγινε), και είναι έτοιμο για την τσαντίλα [20, 133).
ίδρουτου, του ιδρώτας [27, 397].
ιδρώπκας, ου ιδρώτας [12β, 128].
ιδώθι προς τα εδώ [25β, 103].
ιδώια (επίρρ.) εδώ ακριβώς.
ικανώνουμι ικανοποιούμαι, γιατί έγινε το δικό μου, καθιστώ τον εαυτό μου ικανό [25β, 103].
ικειαϊά (επίρρ.) εκεί ακριβώς.
ικειόια εκείνο εκεί.
ικειός, ικείνη, ικειό (αντ.) εκείνος: ικειό του πιδί τ’ Νάνη πουλύ αλάνταβου είνι.
ιλάτι, του έλατος [27, 393].
ιλατιάς, ου πανύψηλος έλατος.
ιλιάτσι, του θεραπευτικό φάρμακο [12α, 87].
ίλιγγας, ου ζωικό παράσιτο (μικροσκοπικό έντομο).
ινάντιους, -α, -ου ενάντιος, αντίθετος, αντίπαλος.
ινάτι, του γινάτι, θυμός.
ιννιάρα, η 1. εννιάρα, παιδικό επιτραπέζιο παιιχνίδι που παίζεται με εννιά άσπρα και εννιά μαύρα χαλίκια [17, 211]. 2. κακκάβι (χύτρα) που χωράει εννιά οκάδες.
ιντουλές, οι [4, έτος 7ο, 42], βλ. γιουμάτα.
ιξόν (επίρρ.) εκτός.
ιπιλουή, η παραλογή: σουπάσιτι, λαρώσιτι, ν-αρχουντικά τραπέζια, για να σας που νια ιπιλουγή κι έναν μιγάλου λόγου [21β, 40].
ιπριόπιρσι (επίρρ.) πρόπερσι [27, 424].
ιργάτ’σσα, η εργάτρια.
ισιάδα, η (μτφ.) κοινά αποδεκτή αλήθεια, αλήθεια: ιγώ θα ’που ’ν ισιάδα, ψέματα δεν ξέρου.
ισιάζου 1. (μτφ.) συμφωνώ, τελειώνω μια πράξη: τα ίσιασαν οι συμπιθέροι. 2. τακτοποιώ, διευθετώ.
ίσιαμι δω μέχρις εδώ.ίσιαμι  ικεί μέχρις εκεί. ίσιαμι τώρα μέχρι τώρα.
ισιόκουρμους, -η, -ουλυγερόκορμος, ευθυτενής.
ίσιουμα, του ισιάδι, επίπεδο και ομαλό μέρος, λάκκα.
ίσκιουμα, του δαιμονικό.
ίσκιουμα, του πρόκειται για τον άνθρακα, αρρώστια που προσβάλλει και τα ζώα αλλά και τον άνθρωπο. Αυτήν την ασθένεια οι Σαρακατσιαναίοι την αντιμετωπίζουν δεισιδαιμονικά [20, 250].
ισκιουμένους, -η, -ου βλέπει φαντάσματα.
ίσκιους, ου (μτφ.) 1. το βάρος της παρουσίας ενός ανθρώπου, η σοβαρότητα της προσωπικότητάς του: άνθρουπους μι ίσκιου ου μπαρμπα-Νάσιους, οι γκβέντις τ’ μίνια κι μίνια. 2. η «νοστιμιά» στον άνθρωπο. 3. ένα είδος σκεπαστής βεράντας μέσα στο φριτζιάτο, (βλ. λ.) [22, 54].
ισκιουτόπι, του τόπος (διάσελο) που πιστεύω ότι εκεί μπορεί κάποιος να συναντήσει δαιμονικά, αγερικά, φαντάσματα.
ισκιώνου 1. (μτφ.) δίνω αξία, εμπνέω σεβασμό: χρυσή μηλίτσα ν-είχαμαν, μάνα μου, στην αυλή μας κι ήρθαν ξένοι παντάξινοι, μάνα μ’, κι μας την πήραν. Ξίσκιουσαν του σπιτάκι μας κι ισκιώσαν του δικό τους [3α, 150].2. ομορφαίνω.
ίσκνα, η μύκητας που βγαίνει στις φλούδες των δέντρων και γίνεται φιτίλι για το τσιακμάκι [26, 107].
ιταίρι, του σύζυγος ή σύζυγος.
ίταμους, ου φυτό που μοιάζει με το έλατο.
ιτεύου γιατρεύω με γιατροσόφια [25β, 104].
ίτιμα, του γιατριά, ιατρική περιποίηση διογκωμένου μέρους του σώματος από σκύλο ή λύκο με το χύσιμο επάνω στο πληγωμένο μέρος ζεστού λαδιού [12α, 88].
ίτσια, τα χαμόκλαδα με λουλούδια: για άιστι μας, κουρίτσια, στου γιαλό, να μάσουμε τα ίτσια, τα τριαντάφυλλα [15α, 159].
ιφκιαίνουμι εύχομαι, εκφράζω τις ευχές μου στο τσούγκρισμα των ποτηριών [27, 395].
ιχλές, ου επιθυμία να καρπωθείς για τον εαυτό σου από ένα μεσιακό πράγμα (συνεταιρικό) κάτι παραπάνω από αυτό που δικαιούσαι και να έτσι να αδικήσεις τον συνέταιρό σου: καλή κι άια η συνν’φάδα μ η Αντρέινα’, όταν ήμασταν ακόμα αντάμα, αλλά είχι ιχλέ.
ιχλής, ου πρακτικός γιατρός (ορθοπεδικός) [12β, 128].
ιχούμινους, -η, -ου αυτός που έχει μεγάλη περιουσία, πολύ βιο, πλούσιος [27, 395].
ιψές (επίρρ.) εχτές το βράδυ: ν-ιψές που μπήκα στου χουρό, που μπήκα να χουρέψου, μο ’πισι του μαντίλι μου κι η φούντα απ’ του σπαθί μου.
ιψουμα, του Κυριακές και επίσημες μέρες που τις έχω ταμένες να τις γιορτάζω [21α, τ. 162].