portraita

Βάγια Φαρμάκη-Γίδαρου.-Γ

                                                                              του Γιώργου Κολοβού
Ο χρόνος είναι αμείλικτος και για τη Σαρακατσάνικη παράδοση. Ο κίνδυνος της λήθης (η της στρέβλωσης) είναι υπαρκτός, διότι συνεχώς λιγοστεύουν οι βιωματικοί Σαρακατσάνοι που ΄΄ξέρουν΄΄. Ένας από αυτούς είναι και η Βάγια Φαρμάκη, ένας άνθρωπος με ισχυρά βιώματα, που κουβαλά πάνω της όλα (μα όλα) τα χαρακτηριστικά μιας γνήσιας Σαρακατσάνας. Αρκουν λίγα μόλις λεπτά για να διακρίνει κάποιος ότι μπροστά του έχει ζωντανή τη Σαρακατσάνικη παράδοση. Η Βάγια αφηγείται με συγκίνηση τη διαδρομή της οικογενείας της, τα γεγονότα της καθημερινής νομαδικής ζωής και τα έθιμα των Σαρακατσαναίων της παλιάς Σερβίας. Ανάμεσα σ’ αυτά, ξεχωρίζει και η γνώση των Σαρακατσάνικων τραγουδιών που τα αποδίδει με την αυθεντική και χαρισματική φωνή της. Με την Βάγια και τον άντρα της Χρήστο, έχουμε οικογενειακές σχέσεις και συμμετέχουμε στο χορευτικό των ενηλίκων του συλλόγου Ν.Κορδελιού. Τους θεωρούμε φίλους μας και είμαστε ευτυχείς που εισπράττουμε και τη δική τους φιλία. 

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ


Η Οικογένεια Φαρμάκη στο βουνό Μπάρα παλιάς Σερβίας - 1944

Η Βάγια Φαρμάκη 2 ετών στην αγκαλιά του πατέρα της

Από αριστερά : Γιάννης Φαρμάκης (συγγενής) - Βασίλης (ξάδελφος) – Βαγγέλης (πατέρας) - η Βάγια Φαρμάκη – Βασίλης (αδελφός) – Ευανθία (αδελφή) – Λένω (μητέρα).




Βάγια Φαρμάκη, του Ευάγγελου και της Ελένης, του Βαγγέλ’ και τ’ς Λένως. Γεννήθηκα στα καλύβια στο βουνό στη Μπάρα, στην παλιά Σερβία τον Αύγουστο του 1942, αλλά ημερομηνία δεν ξέρω. Ο πατέρας μ’ ήταν απ’ τ’ς Φαρμακαίοι κι η μάνα μ’ ήταν απ’ τ’ς Μπαρτζαίοι. Έκαναν πέντε παιδιά, δυο αγόρια και τρία κορίτσια, αλλά τρία είμαστε στη ζωή, τα δυο είχαν πεθάνει μικρά, λίγο μετά τη γέννα. Τον παππού μου τον έλεγαν Βασίλη, δεν τον γνώρισα, αλλά και ο πατέρας μου δεν τον γνώρισε, ήταν ένα χρονών όταν πέθανε. Μόνο τη βαβά μ΄ γνώρισα που μεγάλωσε τον πατέρα μου και τον αδελφό του. Ο πατέρας μου είναι γραμμένος στη Χαλκιδική, εκει γεννήθηκε κι εκει γράφηκε.

Η ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ





Το 1942 ξεχειμάζαμε στο Ούντοβο, εκει που είναι η γνωστή φωτογραφία. Στο Ούντοβο είμασταν μόνο Σαρακατσιάνοι. Εκει ζούσαμε εμείς οι Φαρμακαίοι, οι Μαργιουλαίοι, οι Μπαρκαίοι και οι Μπουραίοι. Εκει είχαμε και τα μαντριά και τα πρόβατα. Για να κάνουμε τα καλύβια βρίσκαμε λούρα γάβρα από ένα διπλανό βουνό, όχι πολύ ψηλά και τα κατεβάζαμε. Και στη Μπάρα και στα χειμαδιά είχαμαν καλύβια, σαν αυτά τα καλύβια που έχουμε τώρα στο Καιμάκτσαλαν. Ποτέ δεν είχαμε σπίτια.

Σχολείο μας έστελναν στα χωριά να μάθουμε λίγα γράμματα, αλλά μόλις γεννούσαν τα πρόβατα μας σταμάταγαν από το σχολείο για να κοιτάξουμε τα πρόβατα. Αυτό μάθαμε - να γράφουμε λίγο και να ξέρουμε τι να κάνουμε. Μαθαίναμε τη Σλάβικη γλώσσα, αλλά Ελληνικό βιβλίο δεν μπορούσα να διαβάσω. Τα κορίτσια κοίταγαν το γνέσιμο αλλά και τ’ αγόρια ακόμα δεν μπορούσαν να διαβάσουν καλά Ελληνικά. Και στα καλύβια δεν είχαμε Ελληνικά βιβλία η περιοδικά. Ο πατέρας μας μάθαινε την αριθμητική και τη γλώσσα, αλλά δεν μάθαμε σωστά. Όταν αργότερα ήρθαμε στην Ελλάδα, τότε έμαθα απ’ τα παιδιά.



1949 - Η Βάγια Φαρμάκη 7 ετών (στη μέση),
με τα αδέλφια της Βασίλη και Ευανθία και τον εξάδελφο της Βασίλη.


Η ΣΤΡΑΤΑ

Όταν ήταν να φύγουμε, οι μάνες ετοιμάζονταν πριν ξεκινήσουμε. Συμμάζευαν, να κάνουν όλα τα ρούχα και να γεμίσουν τα χαράργια, για να μπορούν να φορτώσουν τ’ άλογα. Τελευταία άφηναν το γάστρο και το ταψί και τα είχαν πιο πρόχειρα για να τα βρίσκουν αμέσως, για να μαγειρέψουν. Πίσω δεν έμενε τίποτα, μόνο τα καλύβια, τα μαντριά και τίποτα άλλο.

Από το Ούντοβο μέχρι τη Μπάρα κάναμε 2 κονάκια. Στη στράτα φορούσαμε τα πιο καλά ρούχα και την καλύτερη βελέντζα την έβαζαν στο πρώτο άλογο, το άσπρο το τσόλι που λεν και μετά άλλες βελέντζες στα υπόλοιπα. Το πρώτο άλογο το τράβαγε η μεγαλύτερη αδελφή, που ήταν για παντρειά.

Εμάς τα μικρά, το θυμάμαι αυτό, ακόμα μ’ έμεινε, είχαμαν τ’ς βαβές και μετά μία Μπούραινα και μας έστελναν το πρωί πιό μπροστά εμάς με του τρουβούλι, μ ένα σακ’λάκι ψωμί και σιγά – σιγά πήγαιναμαν με τα γουρουνάκια. Μετά φόρτωναν τα άλογα αυτοί και το καραβάνι μας έφτανε στο δρόμο και μας περνούσε. Όταν φτάναμε εμείς, βρίσκαμε τις τσιατούρες στημένες. Άμα δεν έβρεχε και έκανε καλόν καιρό, δεν κάναμε τσιατούρες, κατεβάζαμε τα πράγματα και κοιμόμασταν κάτω. Εκει κατέβαζε το ταψί και έκανε πίτα η μάνα μ’ η τραχανά.

Για το άρμεγμα έκοβαν οξιές η πουρνάρια και έφτιαχναν μια στρούγκα. Δεν είχαν πανιά. Μια στρούγκα, αλλά άρμεγαν μέχρι και τέσσερα άτομα. Το πρώτο κονάκι το έκαναμαν στο Δεμίρκαπι στην εκκλησία και ξέραμε το μέρος που θα έκαναν κονάκι και θα ξεφόρτωναν. Μετά ξεκινούσαμε και περνούσαμε από εκει που είναι η γαλαρία και μετά ευθεία απάν. Την άλλη μέρα το πρωί μας ξυπνούσαν, ξεκινούσαμε πάλι και το δεύτερο κονάκι το κάναμε στα δεντράκια, έτσι το’λεγαμαν και μετά έφτανε το καραβάνι στη Μπάρα, στα καλύβια.


Οικογένειες Φαρμάκη και Μπούρα στα χειμαδιά (Λίπα) - 1952

Η Βάγια Φαρμάκη 10 ετών (κάτω δεξιά) δίπλα στον πατέρα της Βασίλη.


Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΚΑΛΥΒΙΩΝ

Στη Μπάρα βρίσκαμε τα περσινά τα καλύβια, άμα δεν μας τα’καιγαν. Πήγαιναν η μάνα μ, ο πατέρας μ’, η αδελφή μου και έκοβαν τα λούρα, ένας να τα κόβει απάν και άλλος να τα κατεβάζει στο δρόμο και μετά να τα φορτώσουν στ’ άλογα. Το καλύβι δεν γίνονταν σε μια μέρα. Όσα παιδιά είχε καθένας, τόσο πιο γρήγορα γίνονταν. Πήγαιναν μετά να φέρουν το άχυρο.

Για να φτιάσουν το καλύβι, έβαζαν στη μέση έναν πάσσαλο. Έδεναν μια τριχιά εκει, μέτραγαν έτσι με το πόδι. και την πήγαιναν γύρω – γύρω κι έκαναν το στρόγγυλο. Μετά έστηναν τα κάθετα τα λούρα, τόσο μακρυά το ένα από το άλλο και τα’βαζαν γύρω γύρω και από κάτω το χάρτωναν μέχρι τη μέση. Έκαναν μετά από πάνω ένα στεφάνι και έδεναν άλλα λούρα στην κορυφή, με το χοντρό πάνω και το λεπτό να είναι κάτω. Το σήκωναν και έπιαναν όλα τα λούρα και τα’δεναν. Ύστερα συνέχιζαν το χάρτωμα με τα οριζόντια τα λούρα κι έφταναν μέχρι απάνω την κατσιούλα και μετά το έντυναν με άχυρο που έφερναν απ’ τον κάμπο. Για να βάλουν το άχυρο άρχιζαν πρώτα απ’ την πόρτα και όταν τελείωναν έβαζαν φτέρες απ’ έξω, μπάτσες τα’λεγαμε, κάτι φύλλα φαρδυά σαν φύλλα από κέδρο για να είναι το καλύβι ζεστό.  Έβαζαν και άλλα λούρα απ’ ‘εξω και ένας από μέσα και ένας απ’ έξω, τα ’δεναν με τσιμπούκια για να τα κρατάν. Εκτός από την πόρτα, είχαμε και μια μικρή χαμηλή πορτουλα από μέσα. Η πόρτα όλη τη μέρα ανοικτή και η μικρή για να βλέπουμε.

Για να κάνουμε τη βάτρα, στρώναμε πλάκες από κάτω, για να μπορούμε να ψένουμε κιόλας. Κάναμε ένα στρόγγυλο κι από την πίσω πλευρά βάζαμε μία πέτρα και γύρω-γύρω κόθρο με λάσπη, για να μη φεύγει η καρβουνιά. Πάνω είχαμε πυροστιά και μαγειρεύαμε. Είχαμε και καμμιά βάτρα το καλοκαίρι έξω, αλλά πιο πολύ μαγειρεύαμε μέσα. Ο καπνός έφευγε από πάνω, μέσα απ’ τα φυλλώματα και το άχυρο.

Έξω απ’ το καλύβι είχαμε την καλ’βούλα κι εκει είχαμε τα χαράργια και τ’ αλλαξίματα, τα ρούχα δηλαδή που αλλάζαμε. Τον αργαλειό τον λύναμε και τον παίρναμε μαζί μας στα βουνά και τον βάζαμε μέσα στο καλύβι, κοντά στην πόρτα. Τα καλύβια ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο και με τις γειτόνισσες είμασταν μαζί.

Όταν έκαναν καινούργιο καλύβι, έβαζαν και σταυρό επάνω, για το καλό, έτσι το είχαν. Όταν σήκωναν την κατσιούλα έλεγαν …άιντε σιδηροκέφαλο.  Και εικόνισμα και καντηλάκι πάντα είχαμε μέσα στο καλύβι.

Όταν τελείωνε το καλύβι, έβαζαν από μέσα μικρά λούρα σαν παγκάκια, για να βάζουμε τις βελέντζες και τα μαξιλάρια. Τα έφτιαχναν γύρω-γύρω στο μισό μέρος προς τα πίσω, εκει που κοιμόμασταν και όχι κοντά στην πόρτα. Προς την πόρτα, από τη μια μεριά κάναν με ξύλα κάτι για να βάζουν τα πιάτα. Από την άλλη είχαμε  διάφορα πράγματα, η κάνα κοτάρι το χειμώνα για καμμιά προβατίνα.

Το κοτάρι : Άμα καμμιά προβατίνα γεννούσε και ψόφαγε τ’ αρνί της, για να μην είναι τσαγγάδα που λέγαμε εμείς, έκαναμαν ένα κοτάρι, έναν πολύ μικρό χώρο με λούρα, ίσα να μπορεί να γυρίσει η προβατίνα. Εκει μέσα έριχναμε ένα άλλο αρνί που δεν ήταν δικό της, για να το πάρει και να το υιοθετήσει και να τ’ αφήσει να βυζάξει. Το ξένο αρνί, όσο ήταν νωρίς, το τρίβαμε στα υγρά της για να νομίζει ότι είναι δικό της. Αλλά και το αρνί που ψόφαγε το γδέρναμε, και το δέρμα που είχε ακόμα υγρά το δέναμε πάνω στο άλλο, για να πάρει τη μυρωδιά και να το δεχτεί η προβατίνα. Όταν βλέπαμε ότι το δέχεται, την αφήναμε μαζί με τα υπόλοιπα πρόβατα. Πολλές προβατίνες τα’παιρναν αμέσως, αλλά μερικές ήταν πολύ δύσκολες.



Η Οικογένεια Φαρμάκη - Μπάρα 1953
Η Βάγια Φαρμάκη 11 ετών (δεξια) με τους γονείς της και τ’ αδέλφια της.


ΤΟ ΞΕΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟ ΣΤΗ ΜΠΑΡΑ

Στη Μπάρα μέσα στο δάσος ζούσαμε όλοι μαζί, περίπου είκοσι - εικοσιπέντε οικογένειες. Τα καλύβια τα είχαμε κοντά ο ένας στον άλλον, αλλά τα πρόβατα δεν τα είχαμε όλοι μαζί. Μπορεί ο γείτονας στα καλύβια να μην τα είχε με μας, να τα είχε με κάποιον άλλον. Εμείς τα είχαμε τα πρόβατα πέντε – έξι οικογένειες, στέρφα και γαλάρια. Με όποιον ταίριαζες τα’βαζες τα πρόβατα, αλλά στη γειτονιά στα κονάκια είμασταν όλοι μαζί.

Τα πρόβατα τα είχαμε έξω απ’ τα καλύβια. Τα γαλάρια ήταν κοντά αλλά οι στερφάδες ηταν μακρυά, έρχονταν στις δέκα πέντε μέρες να πάρουν ψωμί και ν’αλλάξουν. Εμείς είχαμε περίπου διακόσια πρόβατα. Υπήρχαν Σαρακατσαναίοι και με 50 πρόβατα. Κι αυτός που είχε πενήντα, τα’βαζε με τα δικά μας τα πρόβατα και τον πλέρωναν οι δικοί μας και τον τάιζαν στο καλύβι. Εγω θυμάμαι ο πατέρας μ’ όλο τζιομπάνο είχε.

Οι γυναίκες δεν φορούσαν αυτά τα ρούχα που βλέπουμε. Φορούσαν πρόχειρα της δουλειάς, πιο σκούρα ρούχα. Δεν έβαζαν τόσο κεντημένα, το ίδιο ρούχο αλλα το πιο παλιό, όχι το στολισμένο.  Οι βαβές ότι μπορούσαν έκαναν, έγνεθαν και ήταν εκει στον αργαλειό. Για ξύλα δεν μπορούσαν να παν και πήγαιναν οι νέες. Μεγάλη ταλαιπωρία. Να παν ν’αρμέξουν, να φέρουν τα γάλα να το πήξουν, να πλύνουν τα μαλλιά, να γνέσουν, να ιδιάσουν, να υφάνουν, όλα αυτά περνούσαν απ’ τα χέρια τους. Και εμάς ακόμα τα παιδιά δεν μας άφηναν, εκει όλη μέρα στο ρέμα να πλένουμε με τον κόπανο. Φόρτωναν το καζάνι κι εμείς να τα κουβαλήσουμε τα ρούχα, να τα φέρουμε στο καλύβι. Να πας τα απόγευμα να φέρεις τα ξύλα για ν’ανάψεις τη φωτιά, να κάτσεις στο φούρνο. Εντάξει κοντά στη φύση, αλλά μεγάλη ταλαιπωρία.

Όταν είμασταν μικρά έκαναμε με πανιά κούκλες, τις φτιάχναμε ματάκια και παίζαμε. Έβγαιναμε έξω και παίζαμε και κρυφτό. Δάσκαλο στο βουνό δεν είχαμαν, όταν μείναμε εδώ σ ένα χωριό, τότε πήγα. Παραμύθια δεν θυμάμαι να μας έλεγαν. Μετά που μεγαλώσαμε μας ξυπνούσαν το πρωί να πάμε να βαράμε τα πρόβατα στη στρούγκα για ν αρμέξουν.

Άγρια ζώα είχαμε, αλλά ποτέ δεν κινδύνεψε κάποιος. Αρκούδες είχε πιο πολύ προς το Μοναστήρι. Κίνδυνος υπήρχε μόνο να μην πάρει φωτιά κάνα καλύβι από καμμιά βάτρα. Η μάνα μ’ που μ’ έλεγε, σε κάποιον γάμο χόρευαν και με το πιστόλι που έριξε κάποιος πήρε φωτιά το καλύβι. Μια άλλη φορά κάηκε ολόκληρο ένα καλύβι με ό,τι είχε μέσα και τους βοήθησαν οι υπόλοιποι και τους έδωσαν πράγματα. 


Η Οικογένεια Φαρμάκη - Μπάρα 1953

Η Βάγια Φαρμάκη 11 ετών με τους γονείς της και τον αδελφό της.


ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΥΡΜΠΑΝΙΑ

Οι γιορτές στη Μπάρα ήταν τ’ Άη Αποστόλ’, τ’ Άη Λιά και της Παναγίας. Το καλοκαίρι περιμέναμε πότε θα έλθει του Άη Αποστόλ’, να βγούμε να χορέψουμε. Στο δικό μας το καλύβι μπροστά είχε μια αυλή, ήταν όλα τα καλύβια στη σειρά και τούχαμαν εκείνο το μέρος, εκει μαζευόνταν και έκαναν τα υψώματα. Εκει έκαναν τα γλέντια όλα τα καλύβια, έρχονταν και τα αγόρια απ’ τα στέρφα και εκει βλέπονταν με τα κορίτσια και τα κορίτσια ντύνονταν πιο καλά και χόρευαν.

Για να γίνει κουρμπάνι, κάποιος το΄χε τάμα. Κουρμπάνι σημαίνει θα σφάξω ένα αρνί και θα βάλω τραπέζι. Καλεσμένοι ήταν όλοι απ’ τα καλύβια. Το κουρμπάνι πάνω στα βουνά το έκαναν το μεσημέρι γιατί το απόγευμα είχαν υποχρεώσεις με τα πρόβατα.

Στο κουρμπάνι έστρωναν πάντα μια τάβλα, αν ήταν χειμώνας μέσα στο καλύβι, αν ήταν καλοκαίρι έστρωναν έξω. Η τάβλα ήταν ένα ύφασμα μακρόστενο σαν διάδρομος μέχρι και τρία μέτρα. Κεντημένο υφαντό και όπως κάνουν τα τρουβάδια σε κόκκινο χρώμα το’καναν κι έβαζαν και φούντες στις άκρες. Και στο γάμο ακόμα είχαν την τάβλα.

Ζύμωναν το ψωμί, φρέσκες κουλούρες να’χουν και έκαναν όλη την ετοιμασία με τα φαγητά. Πάνω στην τάβλα έβαζαν τα φαγητά και τα ποτά και ο κόσμος κάθονταν και από δω και από κει. Χώρια οι άντρες, χώρια οι γυναίκες. Ξεκίναγαν το τραγούδι οι άντρες και μετά έλεγαν ..’’άντε πάρτε το τώρα εσείς γυναίκες’’. Τα τραγούδια της τάβλας είναι τα επιτραπέζια τραγούδια που έλεγαν εκείνη τη στιγμή. Συνήθως έλεγαν το τραγούδι ΄΄Σε τούτη την τάβλα που ’ρθαμαν΄΄.



Αφού έτρωγαν τα μάζευαν μετά και χόρευαν όλη την ώρα εκεί στην αλάνα. Χορός ήταν στα τρία και σταυρωτός. Και οι γυναίκες χόρευαν δυο – δυο τον σταυρωτό, …χόρευαν και το ΄΄Εχ μωρέ΄΄ αλλά δεν κάθονταν κάτω, … λίγο λύγιζαν.



Η μάνα μ’ πάντα έκανε το ύψωμα, γιατί ο αδελφός μου είχε αρρωστήσει βαριά και το’κανε τάμα και του’χαμαν εμείς ξημερώνοντας πρωτοχρονιά. Είμασταν στα χειμαδιά και καλούσαμε κόσμο και γέμιζε το καλύβι. Τον έλεγαν Βασίλη τον αδελφό μου και έλεγε η μάνα μ΄ το τραγούδι ΄΄Σήμερα ημέρα γιορτινή, σήμερα αλλάζει ο χρόνος’’.




ΕΝΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΣΤΑ ΣΥΝΟΡΑ

Μετά τον πόλεμο, οι δικοί μας είχαν σχέσεις με άλλους Σαρακατσιάνους κατά εδώ στην Ελλάδα και πουλούσαν πρόβατα. Περισσότερο έρχονταν εκείνοι σε μας και αγόραζαν πρόβατα και τα έφερναν στην Ελλάδα. Οι δικοί μας αγόραζαν και πρόβατα από τους ντόπιους και τα πουλούσαν. Το εμπόριο όμως γίνονταν μόνο ανάμεσα σε Σαρακατσιάνους και το πέρασμα ήταν απ’ το Καιμάκτσαλαν. Παράνομα όμως και με πολλά προβλήματα. Τοτε σκοτώθηκε και ο Λεωνίδας ο Λώλος και μικρή ήμαν και θυμάμαι που έλεγαν ότι σκοτώθηκε ένας νιόπαντρος απ’την Ελλάδα. Τότε άρχισαν να ψάχνουν και έπιασαν τους άντρες όλους και έγιναν και συλλήψεις. Ο πατέρας μου που ήταν ανακατεμένος, κρύφτηκε για να μην τον πιάσουν. Εμείς κατεβαίναμε απ’τα βουνά και όπου κάναμε κονάκι και ξεφορτώναμε, έρχονταν το βράδυ και μας έβλεπε. ‘‘Φύγε’’ τον λέγαμε ‘‘μας έχουν περικυκλωμένους’’, αλλά αυτός έρχονταν κρυφά και μας έβλεπε. Ήταν τέσσερις αυτοί που κρύβονταν. Ήταν ο πατέρας μου, ένας πρώτος  ξάδελφος του ο Γιάννης ο Φαρμάκης, ο Δημήτρης Μπάρκας και ο Νικόλας ο Φαρμάκης ανηψιός του Γιάννη. Έπιασαν τη γυναίκα του Γιάννη του Φαρμάκη και την είχαν στη φυλακή. Η μάνα μ΄ έλεγε ‘‘τώρα θα πάρουν και μένα’’ και δυσκόλευαν τα πράγματα. Κάποια μέρα έρχονται και μας λεν ‘‘φεύγουμε’’. Ήταν το 1955.  Έφυγαν, πέρασαν τα σύνορα και ήλθαν στην Ελλάδα και έμειναν δυο χρόνια, μέχρι το 1957. Και οι τέσσερις πήγαν σ έναν συγγενή Ρούντο στην Καρπερή Σερρών και έμεναν εκει και βοηθούσαν. Το 1957 αποφάσισε να γυρίσει ο πατέρας μου, πέρασε τα σύνορα και παρουσιάστηκε στην αστυνομία. Προς την Ελλάδα είχε κάποια χαρτιά, αλλά προς τη Σερβία πέρασε παράνομα. Τον έπιασαν λοιπόν και τον κράτησαν τρείς μήνες φυλακή και μετά τον άφησαν και ήλθε στο σπίτι.



ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΑΔΙΣΜΟ ΣΤΗ ΜΟΝΙΜΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Το 1948 έγινε η κρατικοποίηση και πήραν τα πρόβατα από τους Σαρακατσάνους που είχαν πάνω από τετρακόσια. Εμάς δεν μας πείραξαν γιατί είχαμε λιγότερα, αλλά των διπλανών θυμάμαι πως τα βάφαν και τα΄παιρναν. Έξι χρονών ήμουνα, αλλά καταλάβαινα και θυμάμαι.  Ενώ οι άλλοι, που τους πήραν τα πρόβατα, πήγαν στην Κότσιανη και στα άλλα τα χωριά, εμείς παραμείναμε και συνεχίζαμε να ξεκαλοκαιριάζουμε στη Μπάρα, μέχρι το 1955. Κάθε χρόνο, πάνω κάτω, στη Μπάρα, πάντα στο ίδιο μέρος. Οι οικογένειες που παρέμειναν εκει ήταν οι Φαρμακαίοι, οι Μαργιουλαίοι, οι Καλαίοι, οι Μπουραίοι και κάποιοι άλλοι. 

Στο Ούντοβο ζούσαμε μόνο Σαρακατσαναίοι. αλλά αργότερα μείναμε στη Λίπα και ζούσαμε σε χωριό με ντόπιους. Εμείς είχαμαν τα καλύβια κι αυτοί είχαν σπίτια, αλλά ζούσαν χειρότερα από μας. Ένα χωριαδάκι με λίγα σπίτια ήταν και είχαμαν σχέσεις. Εμείς ένα χρόνο είμασταν στη Λίπα και μετά πήγαμαν σ’ ένα άλλο χωριό το Ντέντελι. Η μάνα μου με τρία μικρά παιδιά, γιατί ο πατέρας μου ήταν παράνομα στην Ελλάδα. Είχαμαν τζιομπάνο για τα πρόβατα και βοηθούσε κι ο αδελφός μου που ήταν δέκα έξι χρονών κι έτσι τα φέρναμε βόλτα. Στο χωριό μέναμε σε σπίτι και τα λίγα πρόβατα τα βγάζαμε σ’ ένα βουνό εκεί κοντά.

Στο τελευταίο χωριό που πήγαμε, στο Ντέντελι πάνω απ’ τη Δοιράνη, αγοράσαμε ένα Τούρκικο σπίτι και χωράφια και δεν είμασταν πια Σαρακατσιάνοι. Άλλη ζωή μετά. Στη Μπάρα δεν ξαναπήγαμε από τότε. Κρατήσαμε πολύ λίγα πρόβατα και τα άλλα τα πουλήσαμε. Μετά αρχίσαμε και βάζαμε και καπνά. Δουλεύαμε τα χωράφια μας και αργότερα πήγαμε και στα κρατικά. Μετά από τέσσερα χρόνια γνώρισα τον άντρα μου τον Χρήστο Γίδαρο, το 1963 παντρευτήκαμε και μετά από δυο μήνες ήλθαμε οριστικά στην Ελλάδα.








ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ