portraita

..
Η Μιγαλουβδουμάδα κι η Λαμπρή
..

Απόσπασμα από το βιβλίο του Θεόδωρου Γιαννακού

΄΄Τα Φέγινα Πουλιά΄΄


Τ’ Μιγάλη Πέφτη κούριβαμαν. Τα ψαλίδια τα ’χι τρουχίσει ου πατέρας απ’ αγληγουρότιρα. Προυί προυί μαζώχκαν οι κουριφτάδις. Ήταν ικεί κι ου Κίτσιους, συνουρίτ’ς μας χουργιάτ’ς. Ου Κίτσιους ούδι τ’ θιρμασιά τ’ δε σόδουνι· κακή του μέρα άνθρουπους, διαστριμμένους. Τ’ μπέσα ’γ κράταϊ όσου κρατάει η χιλώνα του χαλάζι. Ιμείς όμους μι τ’ς χουργιάτις που ’ταν συνουρίτις μας ήθιλαμαν να τα ’χουμι καλά.   

- Ου αχαμνός ου χ’μώνας διαβαίνει, ου αχαμνός ου γείτουνας δεν τιλεύιτι, έλιι η θεια-Γιουργαντίνινα.

Μέχρι του γιόμα είχαμαν κουρέψει πουλλά πρότα. Ου Κουσταντής ου Γιουργανταίικους ήταν τ’ αγληγουρότιρου ψαλίδι. Έβγανι του μαλλί μίνια κι όξου. Ου Δρόσους ήταν ψίχα αψυόθ’μους κι τράβαϊ πού κι πού κανιά ψαλ’διά στου τουμάρι. Τότις έβανι απάν’ σ’μ πληή ψίχα γκουλαβίνα ’ια γιατρικό. Ου πιο μαρακλής απ’ ουλ’νούς ήταν ου μπάρμπας ου Γιουργαντάς, που ’ταν αγαλιανός στου κούριμα. Στα γκισιέμια κι στ’ς έμουρφις πρατίνις άφ’νι μίνια, δυο κι τρεις φούντις ’ια να το ’χουν καμάρι· σ’ άλλις άφ’νι κούκκου κι λόιδα.


Οι πρατίνις, ξιαλαφρουμένις απ’ του μαλλί, ιάδουναν νια αμπ’δησιά κι πάηναν να σμίξουν μι του κουπάδι.


Η μάννα ήφιρνι ρακί κι μιζέδις. Ου πατέρας είχι κόψει κ’ ιάνα αρνί,’ια να του φάν’ οι κουριφτάδις.     


- Άιντι, γεια μας! Κι τ’ χρόν’ να ’μαστι καλά να ματακουρέψουμι! είπι ου πατέρας,   
- Γεια μας, γεια μας!   
- Γιρά τα ’χ’ς, μπάρμπα, είπι ου Τακούλας.    
- Τζιουμπαναραίοι σαν του Σίμου είνι λίγοι. Ουιδίζει στουν μπάρμπα τ’ τουν Κουσταντή, είπι ου μπαρμπα-Γιουργαντάς.   
- Αν δεν του τηράξεις του βιο, δε σι τηράει κι αυτίνου, είπι ου πατέρας.     
- Δρόσου, νά ρ’ς ταχιά να μ’ πάρ’ς ψίχα τα γατσόμαλλα, είπι ου μπαρμπα-Γιουργαντάς. 
- Αν θέλ’ς να μείν’ς μ’ ιάνα αφτί, πάρτουν, είπι σμπουρίζουντα ου Κουσταντής.    
- Ουρέ, θα μι χαλεύιτι κι δι θα μι βρίσκιτι, είπι χουλιασμένους ου Δρόσους.


Του ρακί ήφιρνι κέφι, κι αρχίνσαν τα λειανουσιουρίματα κι τα ψ’λουτράγ’δα. 

- Πήρι ν-ου Μάρτης δώδικα κι Απρίλης δικαπέντι…, άρχιψι να τραγ’δάει ου Κουσταντής, που ’ταν πρώτους στου τραγούδι.

Η μάννα κι η θεια-Νάνινα μάζουναν τα μαλλιά απ’ τα πρότα κι τα ’καναν μπουκάρια.  

  
- Τα μακριά μαλλιά απού δω, Νάνινα· ’ια του μαλλά απού κει, έλιι η μάννα.

Τα μπουκάρια που ’χαν πουλύ κι μακρύ μαλλί τα ξ’χώρ’ζαν. Τα ’θιλαν να φκειάσουν τα σκ’τιά μας κι τα προικιά του γκουπιλών· τ ’ άλλα μαλλιά ήταν ’ια του μαλλά.


Ου Βουλής τήραϊ να μάθει απού πού αρχ’νάν του κούριμα, πώς πιάνουν του ψαλίδι, πώς κρατάν’ του σφαχτό.     


- Πάρτι αυτάια τα μπουκάρια να πάριτι σύκα, είπι στου Βουλή κι στου μΠρόκου ου πατέρας.

 Τ’ς μέρις που ’χαμαν κούριμα δεν έλ’παν απ’ τα κουνάκια οι μπακάλ’δις κι προυπάντους οι σ’κάδις. Ιμείς άρπαζαμαν απόκρ’φα κι άλλα μπουκάρια κι τα ’δουναμαν ’ια τσιουπέλις.


 Τ’ απουγιουματάκι του κούριμα σκόλασι.


 Η μάννα μι τ ’ θεια-Νάνινα άναψαν φουτιά όξου στ’ γουνιά ’ια να βάψουν τ’ αβγά.

    
- Τα πιρδικάβγα, Νάνινα. Χάθ’καμαν απ’ τα πιδιά, άμα δεν τα βάλουμι, είπι η μάννα.


Έβαλαν μέσα στου κακκάβι τ’ αβγά, τα πιρδικάβγα κι νια κόκκ’νη τ’λουπούλα. Τα μιγαλουπιφτίσια αβγά τα σ’μάδιψαν.

 Τ’ αβγά γίγκαν κατακόκκ’να. Ιάνα απ’ τ’ αβγά το ’βαλαν στου ’κόν’σμα κ’ ιάνα άλλου το ’βαλαν στου μάτι τ’ς στρούγκα. Πήραν κ’ ιάνα κόκκ’νου λόιδου απ’ ’ν τ’λούπα κι το ’βαλαν στ’ς λυσιές απ’ τα κουνάκια.

 Η θεια-Κίτινα είχι πάει του προυί σ’ν ικκλησιά σ’ν Αϊτουφουλιά ’ια να μιγαλουπιφτίσει. Πήρι δυο τρουβάδια, ιάνα ’ια τ’ς ζουντανοί κι ιάνα ’ια τ’ς πιθαμένοι. Στουν ιάνα ’ια τ’ς ζουντανοί έβαλι διάφουρα ειδίσματα: πουδιές, προυσκιέφαλα, τσαντίλις, φούστις, κ.ά. Τουν πήγι να τουν βλουήσει ου παππάς. Στουν άλλουν ’ια τ’ς πιθαμένοι έβαλι τ’ αναπάψουμα,’ια να του διαβάσει ου παππάς.


Τ’ Μιγάλη Παρασκιβή σι κάνα κουνάκι δε μπήκι τάβλα.

    
- Ψια ψουμάκι μαναχά θα πάριτι στα χέργια σας, μας είπι η μάννα.

Του Μέγα Σάββα ου πατέρας, η μάννα κ’ οι άλλοι οι τρανοί πήγαν στου μπαζάρι* ’ια τα ψώνια τ’ς Λαμπρή. Ου πατέρας καλουφουριώταν κι πάηνι στου μπαζάρι· ήταν τσιλιπής

    
- Όποιους έφαϊ κι έμπγι, γλέντ’σι, κι όποιους φουρέθ’κι, φάγκι, κι όποιους ψ’λά τραγούδ’σι, σ’ ούλουν του γκόσμου ακούσ’κι, έλιι στ’ μάννα, όντα αυτήν τόλιι πως ήταν αργουστόλ’ς.

Έβαλι τ’ φλώρα τ’ μπαραζάνα κι τα τσαρούχια μι τ’ς τρίχινις τ’ς φούντις. Φλώρου κουντό κι κινούργια πατατούκα. Του ρολόι μι ’ν ασημένια καδένα, ’ν ατλαζένια μαύρη σκού­φια κι του ζουνάρι. Πήρι τ’ χειρόκλιτσα κι ’γ κάπα μι τ’ άσπρα γαϊτάνια. Καβαλίκιψι του καράτ’κου αριβανλίτ’κου μπινιέκ’ τ’, μι ’ν έμουρφη καπλιά, κι ξικίν’σαν.


Του μισ’μηράκι τα ψώνια σκόλασαν. Πήραν τ’άλουγα, ’ια να φουρτώσουν τα τ’σάκια μι τα ψώνια.

    
- Χαμπ’λουφόρτουνι κι ψ’λουτραγούδαϊ, ιάχουμι αν’φουράκι, Νάνη, του’πι ου πατέρας γιλώντα.

Τ’ απουγιουματάκι οι μπαζαριώτις ήρθαν πίσου.

Του βράδι ου Πρόκους, του Μαρ’γάκι, η Μόρφου, ου Βουλής κι τ’ άλλα πιδιά γύρ’σαμαν απ’ τα κουπάδια. ’Γ καρτέρ’γαμαν μι λαχτάρα αυτήν τ’ μέρα. Άλλους καρτέρ’γι παπούτσια, άλλους φόριμα, άλλους πανταλόνι. Κι δεν ήμασταν ιάνας κι δυο· ήμασταν νια λακνιά πιδιά. Σι ποιον να προυταγόραζαν οι καημένοι οι γουνέοι μας. Κάναν όμους δεν άφ’καν παραπουνούμινου. Άλλους πουλύ, άλλους λίγου, κάτι πήραμαν ούλοι. Ιμένα μου ’φιραν ιάνα ζιουβγάρι παπ’τσάκια, απ’ τα χιάρουμαν σαν παρδαλό κ’τάβι. Ούλοι πήραμαν ζαχαράτα κι ζαχαρένια κουκουττάκια. Πουλύ χάρ’καμαν τ’ς λαμπάδις· ήταν παρδαλές, φλώρις μι γαλάζιου· ήταν άλλου πράμα ικειές οι λαμπριάτ’κις οι λαμπάδις.


Ου μπαρμπα-Γιουργαντάς μπουνώρα πήγι σ’ν Αϊτουφουλιά,’ια να μοιράσει του γάλα μας στ’ς χουργιάτις. Τούχαμαν αντέτι κάθι χρόνου τέτοια μέρα να δίνουμι του γάλα μας στ’ς χουργιάτις.


Του Σαββάτου του βράδι στα κουνάκια οι ’τοιμασίις ’ια ’ν Ανάσταση έπιραν κ’ ιάδουναν.






Η Λαμπρή

Μέσα στ’ νύχτα ακούσ’κι του πρώτου χαρούμινου βάριμα τ’ς γκαμπάνα απ’ τα Μπ’γα­δά­κια. Σι ψίχα, ακούσ’καν κ’ οι γκαμπάνις απ’ ’ν Αϊτουφουλιά κι απ’ ’ν Αμπδιά. Η στάνη σ’κώθ’κι στου πουδάρι. Έβαλαμαν ούλοι τα καλά μας. Πήραμαν τ’ς λαμπάδις, τα κόκκ’να αβγά κι έκαμαμαν του γκατήφουρου.


Στ’ στάνη έμ’νι μαναχά ου πατέρας, απ’ δε παραμπόρ’γι· τουν έτρουι ιάνα παλιό ζαράλι. Οι άλλοι πήραμαν τ’ στράτα ’ια ’ν Αϊτουφουλιά. Τ’ άστρα, ψ’λά στουν αρανό, λαγουκ’μόταν· μαναχά τα ζ’γά κ’ η Πούλια μάς αγνάντιβαν, κάτους πιρπάταγαμαν μες στα λ’θουπάτια. Του φιγγάρι θαμπό. Οι κουλουφουτιές, μι του τρέμινου του φέξου τ’ς, προυσπάθαγαν να φουτίσουν του σκουτάδι. Τα μπακακάκια κάτ’ στ’ βούλια είχαν συναγώι ούλη τ’ νύχτα. Ιμείς ήμασταν σαν ισκιώματα απ’ κράταγαν κιριά στα χέργια τ’ς. Του λ’γουστό φέξου απ’ τα κιριά χάνουνταν μέσα στου σκουτάδι τ’ς νύχτα. Ουστόσου, μας έφτανι να πιρπατάμι στου γκατήφουρου. Πλιότιρου απ’ ούλα μάς άμπουχνι στου γκατήφουρου ’ια ’ν ικκλησιά τ’ Αϊ-Νικόλα η ώρα απ’ θανάκ’γαμαν του Χ’στός Ανέστη απ’ τουν παππ-Κώτσια.


Έπιρι να χαράζει φόντας έφτασαμαν σ’ν ικκλησιά. Η ικκλησιά ήταν γιουμάτη κόσμου. Έσμιξαμαν μι τ’ς χουργιάτις.     


- Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας καί τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος, έψιλι ου παππ-Κώτσιας. 
    

- Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν, έδωκεν ημιν τήν αιώνιον ζωήν καί τό μέγα έλεος, απουκρίνουνταν ου ζιρβός ψάλτ’ς.


Ούλη η ικκλησιά έψιλι, μι βαθιά πίστη, του Χ’στός Ανέστη.   
  

- Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγης αθανάτου γεύσασθε, έψιλι αγάλια αγάλια ου παππ-Κώτσιας. Μιτάλαβαμαν κούτσ’κοι κι τρανοί. Κουντά απού τέτοια σαρακουστή η μιταλαβιά ήταν μπάλσαμου σ’μ ψ’χή μας.


Η ικκλησιά σκόλασι κι βήκαμαν όξου.   
  

- Χ’στός Ανέστη!     


- Αλ’θώς Ανέστη! κι τσούγκρισμα τ’ αβγά. 
    

- Χ’στός Ανέστη! Οι ώρις οι καλές! ιφκήθ’καμαν στου μπαρμπα-Κουτσιαρέλη ’ια τ’ δυγατέρα τ’ τ’ Σιούλα. Είχι κόψει μέρα ’ια γάμου ’γ Κυργιακή τ’ Θουμά.


Του πρόσουπου ουλ’νών μας ιάλαμπι απού χαρά. Λαμπρή! Μέρα χαράς! Ανάσταση τ’ Χ’στού· Ανάσταση σ’μ πλάση· Ανάσταση σ’ς ψ’χές μας.


Ου ήλιους είχι βγάλει τα πρώτα τ’ κιάρατα φόντας πήραμαν τ’ στράτα ’ια τ’ στάνη. Οι καρδιές μας ήταν ξιαλαφρουμένις κι του πουδάρι μας ανάλαφρου. Ιάφτασαμαν στα κουνάκια χέρι χέρι.


Ξιάλλαξαμαν κι αρχίν’σαμαν τ’ς ’τοιμασίις ’ια τ’ μισ’μιριανή τάβλα.     


- Άι μας, Βουλή, στου γρέκι να πάρουμι τ’ αρνί, είπι ου πατέρας.


Τ’ αρνί του λαμπριάτ’κου ήταν ιάνα απ’ ’ν αθέρα τ’ κουπαδιού. Του ’χει βάψει ου πατέρας μι κόκκ’νη μπουιά – όπους είχι βάψει κι του κουμπαριάτ’κου –’ια να χουρίζει απ’ τ’ άλλα. Ήταν άκουπα φλώρου· μαναχά στ’ λύπη έπριπι να ’νι λάιου. Ου Βουλής του πήρι σ’ν αγκαλιά τ’ κι πήγι απουκουντά απ’ του μπατέρα.


Σι ψίχα, τ’ αρνί ήταν πιρασμένου στου σ’φλί. Του σ’φλί ήταν απού γκουρτζιά κι μουσκουβόλαϊ. Η πάνα ήταν πιρασμένη τρουύρου απ’ του σφαχτό.


Η φουτιά ήταν συνταμένη. Στ’ φουτιά ήταν κι ου πατσιάς. Τουν είχι πλύνει η Μόρφου κι τουν έρ’ξι απάν’ στ’ σπρούχνη. Απάν’ στ’ φουτιά ήταν κι τα νιφρά. Μπουρεί να ’πιραν κι ψίχα στάχτη, αλλά ήταν πουλύ νόστ’μα. Τσακώνουμασταν ποιος θα τα προυτουφάει.     


- Λόπη, πλύνι τα μιρσιακά, ’ια να φκειάσουμι τα γιουμίδια, είπι η μάννα.


Η πρόβεια διαούρτη ήταν π’μένη απ’ του βράδι· η μάννα μέτραϊ μι του δάχ’λου μέχρι του ιννιά κι κουντά έρ’χνι του διαουρτάρι. Φκειασμένη ήταν – ψ’λουκιντ’σμένη απ’ τ’ μάννα κι μι του κόκκ’νου αβγό στουν αφαλό τ’ς – κ’ η λαμπριάτ’κη κ’λλούρα.


Του μισ’μιράκι στρώθ’καν οι τάβλις. Έκατσαμαν ούλοι σταυρουπόδι.     


- Χ’στός Ανέστη!    


- Χρόνια πολλά !   
  

- Κι τ’ χρόν’ γιροί! ήταν οι λαμπριάτ’κις ιφκές.


Του κόκκ’νου κρασί αρχίν’σι να φκειάνει του κέφι. Τα ψ’λά τραγούδια δεν θα νάργιγαν.


’Ν άλλη μέρα ήταν τ’ Αϊ-Γιωργιού, τρανή γιουρτή ’ια τιμάς τ’ς Σιαρακατσιαναίοι. Ου πατέρας έκουψι κι άλλου αρνί. Έφαγαμαν κι άρχιψαν οι βίζ’τις. Πήραμαν αρβάλα τα  καλύβια. Στου μπάτου άφκαμαν του καλύβι τ’ μπαρμπα-Γιουργαντά, μια κι είχι ’ν ουνουμασία τ’. Τραγούδι, γλέντι, χουρός κι κρασί μέχρι αργά.