portraita

Κώστας Γκαρέλης
.
Στην κορυφή του Βερμίου, στα Τσεκούρια

του Γιώργου Κολοβού

Γεννηθηκα το 1930 στο Βερμιο επανω στα Τσεκουρια, εκει βγαιναμε και εκει μεγαλωσα, στα καλυβια. Πατερας μου ηταν ο Γιαννης Γκαρελης, που γεννηθηκε το 1877 στη Θεσσαλια και μητερα μου η Μαρια Γκαρελη το γενος Κωτουλα. Ειμασταν δυο αγορια και τεσσερις αδελφες. Η Γεωργια (γεν.1916), ο Γρηγορης (γεν.1919), η Παναγιωτα (γεν.1924), η Ολυμπια (γεν.1927), η Ευτυχια (γεν.1929), και εγω. Οι Γκαρελαιοι ηταν παιδια του Γρηγοριου Γκαρελη, ο οποιος ηταν μικροκτηνοτροφος στην περιοχη του Περτουλιου, στην Πυρρα Ασπροποταμου. Ξεχειμαζε στο Σουφλαρι, εκει που τωρα είναι τα διοδια της Εθνικης οδου στο Κιλελερ της Λαρισας. Ο Γιαννης Γκαρελης το 1919 πηγε στο Βερμιο και ηταν το πρωτο Θεσσαλικο τσελιγκατο που βγηκε στη Μακεδονια. Στη συνεχεια, όταν ειδαν οι αλλοι Σαρακατσανοι το βιο που κατεβαινε από τη Μακεδονια αρχισαν ενας ενας να ανεβαινουν και το Βερμιο κατακλυστηκε από Σαρακατσανους. Το 1963 νυμφευθηκα την Ολγα Μπικου από το Ξηροχωρι Κιλκις. Εχουμε τρια παιδια τον Γιαννη, τον Γρηγορη και τον Δημητρη και μια κορη τη Μαρια και κατοικουμε στη Θεσσαλονικη και το Κλειδι Ημαθιας.


ΤΑ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ

Τα Τσεκουρια ειναι ορεινη περιοχη, κοινοτικη βοσκη και τη νοικαζαν οι δικοι μας από την κοινοτητα Πολυμυλου και όπως λενε ηταν το καλυτερο λιβαδι του Βερμιου, καλυτερο κι από αυτό του Σελιου. Συνορευουν με το Ξηρολιβαδο του Ν. Ημαθιας, αλλα ανηκουν στον Πολυμυλο του Ν. Κοζανης. Από εκει δεν βλεπεις κανεναν καμπο γιατι είναι οροπεδιο. Εχει ένα τσαιρι που μονο αυτό το τσαιρι πρεπει να είναι γυρω στα 2.000 στρεμματα. Κι από κει και περα εχει χουνες όπως λεμε εμεις οι Σαρακατσανοι, λακες μεγαλες από πενηντα μεχρι εκατον πενηντα στρεμματα, οι οποιες ηταν ολο χορταρι, ουτε πετρα ουτε τιποτα. Δεντρα δεν ειχε πολλα, ειχε μονο οξυες αλλα μεγαλες. Υψομετρο γυρω στα 1.300 μετρα, το καλυτερο υψομετρο για κτηνοτροφια. Το μερος ηταν γυμνο, γι αυτό ηταν καλο για τα προβατα. Αυτο που είναι πολύ ψηλα την ανοιξη είναι κρυο και τωρα μολις περασει η Παναγια και μπουμε στον Σεπτεμβριο κανει παλι κρυο. Σπανο ηταν το μερος, κανα κεδρο ειχε μονον, δασος το Βερμιο ειχε στο βορειο μερος του προς τη Ναουσα. Εκει στο βουνο γεννηθηκα εγω, στα παλιοκονακα όπως λεγαμε και μετα ηλθαμε παραπανω κοντα στο δρομο.




Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ

Το Βερμιο καταληφθηκε από Σαρακατσανικα τσελιγκατα κατ εξοχην Θεσσαλικα και λιγα Μακεδονικα. Ηταν πυκνοκατοικημενο, υπηρχε μια ολοκληρη κοινωνια και οι στανες απειχαν μικρη αποσταση η μια από την άλλη. Ιδιαιτερα εδώ στο Ιμπιλι γειτνιαζαν τρεις στανες και ειμασταν ολοι μια γειτονια. Τα Τσεκουρια που ηταν οι Γκαρελαιοι, το Σακλαρι που ηταν ο Καπετανος και ο Αλεξης και πιο περα οι Σουφλαιοι με τους Σουρλαιους. Το βουνο δεν ηταν απατητο, ηταν ομαλο και ο κοσμος ειχε συναναστροφη.


Στο Βερμιο υπηρχαν τα μεγαλα τσελιγκατα με τη μορφη του οργανωμενου τσελιγκατου με 20, 30 και 40 οικογενειες. Το Γκαρελαιικο το τσελιγκατο στα Τσεκουρια το 1946 ειχε φτασει να εχει 55 οικογενειες, χωριο ολοκληρο. Η μορφη αυτή δεν επεκτεινεται σε ολους τους κτηνοτροφους. Υπηρχαν και μικροκτηνοτροφοι οι οποιοι εκαναν μια στανη, δυο τρεις, τεσσερις οικογενειες αναλογα που εβρισκε ο καθενας να νοικιασει βοσκη.


Οι τσελιγκαδες στο Βερμιο ηταν πολυ σημαντικες μορφες, αυτοαναδεικνυονταν και δεν περιμεναν να τους αναδειξει κανενας. Ολοι ειχαν προσοντα αλλα και ο καθενας ειχε και τα χαρακτηριστικα του. Ηταν ο Κωστας Κατσαρος, ο Αντρεας Ξηρομεριτης, ο Γιαννης Γκαρελης και ο ανηψιος του Γιωργος Γκαρελης, ο Γιαννης Καπετανος, ο Ηλιας Σουρλας, ο Τασος Σουφλιας, ο Τακος Πανος, ο Ευριπιδης Κατσαρος, ο Κολιος Πολυζος, ο Πανος Πολυζος, ο Χαραλαμπος Γατος, ο Γιαννης Ραπτης, ο Θοδωρος Καραθοδωρος, ο Κωστας Μπαλας, ο Κωστας Γκανατσιος, ο Μητρος Κοκκαλης, ο Χρηστος Γιαννακος, οι Σταυροθοδωραιοι και αλλοι.


Το 1953 σχηματιστηκε μια επιτροπη 20-25 κτηνοτροφων και πηγε στον τοτε πρωθυποργο Νικολαο Πλαστηρα για καποια αιτηματα που αφορουσαν την κτηνοτροφια. Τους δεχθηκε στο γραφειο του, καθησαν ολοι γυρω γυρω και καποια στιγμη ο πρωθυπουργος εβηξε. Του λεει τοτε ο Πανος Πολυζος : Προεδρε, τι βηχεις, γκλαμπατσα σ΄ επιασε ; Ο πρωθυπουργος στριβοντας το μουστακι χαμογελασε. Ηταν Αγραφιωτης και ηξερε ότι η γκλαμπατσα ηταν μια πνευμονικη ασθενεια των προβατων.


Το ιδιο βραδυ στην Αθηνα, με πρωτοβουλια του Γιωργου Γκαρελη πηραν 2 αρνια και τα εδωσαν σε μια ψησταρια, τους τα εψησε, φαγαν ηπιαν, γλεντησαν και όταν πηγε ο Γιωργος να δει το λογαριασμο, τον Πλησιαζει ο Κολιος Πολυζος και του λεει : Τα Αρνια ηταν λειψα. Τον ρωτησε ο Γιωργος : Που το ξερεις ; Και απαντα εκεινος : Μετρησα τα κοκκαλα.


Οι κεχαγιαδες ηταν αυτοι που ειχαν το προσταγμα, δεν φυλαγαν προβατα. Πολλοι κεχαγιαδες ειχαν ένα τσελιγκα. Ακουω τωρα τσελιγκας ο ενας τσελιγκας ο άλλος. Όχι. Τσελιγκας ηταν ο Μαλαμουλης, ο Πολυζος, ο Γατος και ορισμενοι αλλοι που ειχαν μεγαλες ομαδες. Μεγαλες επιχειρησεις.


ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΟΙΚΙΟΣΤΑΣΙΟ

Όταν αγοραζες τοτε ένα κτημα δεν γινοσουν κυριος και κατοχος σε όλα. Ηταν τρεις οι αγορες – πετρα, χωμα και κλαρι. Χωμα ηταν η βοσκη. Αν αγοραζες τη βοσκη δεν ειχες δικαιωμα στο δασος. Η αν αγοραζες την πετρα δεν ειχες δικαιωμα στα υπολοιπα. Τα συμβολαια παλια ετσι γινοταν. Ελεγαν τοτε. Τι αγορασε αυτος ; Πετρα, χωμα και κλαρι, δηλαδη αγορασε το συνολο. Εγω δεν το προλαβα ετσι, αλλα ακουγα από τους μεγαλυτερους μου ότι παλια γινοταν ετσι.


Επι Μεταξα η προγενεστερα δεν θυμαμαι ακριβως ειχε γινει το ενοικιοστασιο. Όπως είναι τωρα στα καταστηματα επαγγελματικη στεγη. Οποτε ενας κτηνοτροφος, μικρος η μεγαλος, αμα πηγαινε σε ένα μερος και ξεχειμαζε η ξεκαλοκαιριαζε μια χρονια, τον επιανε το ενοικιοστασιο. Αποκτουσε δικαιωματα και κάθε χρονο πηγαινε εκει. Σε μας δεν εδωσε γιατι εμεις κάθε χρονο ανανεωναμε το μισθωτηριο από την κοινοτητα Πολυμυλου. Το ενοικιοστασιο εδωσε δικαιωματα σε αυτους που ερχοταν σαν σμιχτες η τσομπαναραιοι. Και ετσι ενσωματωθηκαν στο τσελιγκατο και άλλες οικογενειες που τις ευνοησε το ενοικιοστασιο.


Μετα το 1940 εκει στο μεγαλο το τσαιρι που ηταν τα Τσεκουρια, ειχε περιφραξει ένα μερος 4-5 στρεμματα με πετρες ενας γεροντας Ποντιος. Εκει καθοταν ειχε ένα καλυβοντουβαρο, μια καλυβα με πετρες και λαμαρινες και καλλιεργουσε πατατες. Οι Ποντιοι δεν εμεναν απαν, μερικοι μονο ειχαν φτιαξει ένα ψευτοκαλυβι για να μενουν κανα βραδυ.


ΤΑ ΚΟΝΑΚΙΑ

Στα κονακια εμεναν οι οικογενειες, εκει ηταν η εδρα του τσελιγκατου. Ο χωρος που ηταν στημενα τα Γκαρελαιικα κονακια ηταν περιπου 10 στρεμματα. Μερικα κονακια ηταν κολλημενα και μερικα λιγο πιο περα. Δεν υπηρχε μια κεντρικη αυλη για ολους. Άλλος εμενε προς τα δω άλλος εμενε προς τα κει, αλλα ολοι πολύ κοντα.


Τα κονακια τα καναμε στο ξεφωτο, όχι κατω από τα δεντρα. Εγω δεν ειδα καμμια στανη να είναι κολημενη στο δασος, παντα ηταν σε αποσταση. Ο ηλιος χτυπουσε από πανω. Προβατα στα κονακια δεν ειχαμε, τα μαντρια ηταν μακρυα. Ειχαμε μονο στρουγκα για να αρμεγουμε.


Ο κοσμος την Ανοιξη μολις εβγαινε απανω, ετοιμαζε τα κονακια, οσα ηταν σε καλη κατασταση αφηναν τα ιδια, οσα ηταν από τρια τεσσερα χρονια φτιαγμενα και ειχαν παλιωσει, εφτιαχναν καινουρια. Η πρωτη δουλεια ηταν να επιμεληθουν τα κονακια. Ηταν τοσο αριστοτεχνικα φτιαγμενα που χρειαζονταν μονο ένα καθαρισμα.


Οσες οικογενειες ειχε το τσελιγκατο τοσα κονακια γινονταν. Το κονακι ηταν για τη διαμονη, να τρωνε και να κοιμουνται. Στη μεση από το κονακι εκαναν μια βατρα χαμηλη με πετρες και αναβαν τη φωτια. Η φωτια ηταν αναμμενη οση ωρα καθονταν. Το καλοκαιρι δεν χρειαζονταν να αναψουν φωτια αλλα προς τον Αη Δημητρη χρειαζονταν. Από μεσα γυρω-γυρω και κατω το κονακι το παλαμιζαν με λασπη, αυτό λεγονταν παλαμισμα. Στο εσωτερικο στη μια πλευρα από τη μια ακρη στην άλλη ηταν το κρεβατι. Δεν ηταν μικρο, ειχε μηκος πεντε περιπου μετρα στη μια πλευρα και στρογγυλευε στην άλλη και ολοι κοιμουνταν εκει μεχρι και εξι ατομα. Το κρεβατι ηταν φτιαγμενο με λουρα με υψος περιπου 40 ποντους και για στρωμα εβαζαν φτερη και από πανω μετα εβαζαν μια–δυο βελετζες. Το βραδυ, εβγαζαν τα τσαρουχια και επεφταν. Στην άλλη πλευρα από το κρεβατι ειχε ένα πεζουλι χαμηλο για να καθονται. Μπαινοντας στο κονακι, αριστερα και δεξια ειχε πεζουλια, στη μεση η βατρα και απεναντι το κρεβατι και βεβαια μεσα το κονακι ειχε το εικονοστασι. Στο κονακι μεσα γυρω – γυρω εβαζαν μαντανιες, λεπτες μαλλινες κουβερτες. Κατω παλαμιζαν με λασπη και εστρωναν βελετζες επανω στο κρεββατι που ηταν φτιαγμενο από λουρα. Γυρω-γυρω κρεμαγαν μαντανίες πολυχρωμες, υφαντες και όταν εμπαινες μεσα στο κονακι ηταν κατι ωραιο. Και τα προσκεφαλα ηταν από μαντανία. Δεν ηταν μια διαβιωση από παρατημενους ανθρωπους. Τα πεντε τελευται χρονια εμεις καναμε πετρινα, ο πατερας ο δικος μου και ο μπαρμπα Χρηστος ο Τεγος.



Κάθε οικογενεια διπλα στο κονακι ειχε την καλυβα. Η καλυβα ηταν ένα μικροτερο βοηθητικο καλυβι. Εκει εβαζαν την οικοσκευη, τα τομαρια με το τυρι, το βουτυρο και τα ρουχα,. Όταν ηταν μεγαλη η οικογενεια ειχαν και κρεβατι μεσα. Υπηρχε και εξωτερικη βατρα για να ψηνουν ψωμι και πιτες.


Πιο περα φτιαχναμε και τσαρδακια για να καθομαστε στον ισκιο. Κοβαμε με το τσεκουρι τιμπλιά αυτά που λεμε σημερα δοκαρια, φτιαχναμε το σκελετο, το χαρτωναμε κι αυτό και από πανω βαζαμε φτερες. Εκει επαιζαν οι αντρες κιόσια και οι γυναικες εγνεθαν. Κι όταν ειχαμε τιποτα μουσαφιραιους καποιοι κοιμοταν εκει με βελετζες.


Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΚΑΛΥΒΙΟΥ

Το κονακι το υποβιβαζουμε όταν το λεμε καλυβι, το αδικουμε. Καλυβα ηταν διπλα από το κονακι οπου βαζαμε την οικοσκευη.

Στην κατασκευη βοηθαγαν ολοι, αντρες και γυναικες. Οι αντρες πηγαιναν στο ρουμανι με τα αλογα και τα τσεκουρια και εκοβαν τα κλαρια . Το Βερμιο ειχε οξυα πολύ πυκνη, λογω της πυκνοτητος τα δενδρα γινοταν λεπτα και ψηλα ιδιαιτερα στην περιοχη Ξηρολιβαδου-Καρατσαιρι και εκει πηγαιναν και εκοβαν λουρα. Βεβαια το καλυτερο λουρο ηταν ο μελιος, λεπτος και ψηλος σα λαμπαδα, αλλα εκει ειχαμε οξυα. Το καλυβι το κανονιζαν αναλογα τι οικογενεια ηταν. Αν ηταν μεγαλη η φαμελια τα εκαναν μεγαλο αμα ηταν μικρη μικροτερο. Συνηθως ειχε 5 με 6 μετρα διαμετρο και 4 με 4,5 μετρα υψος. Θυμαμαι οι Αγγελαιοι επειδη ηταν μεγαλη οικογενεια ειχαν ένα λόρθο καλυβι πολύ μεγαλο με διαμετρο περιπου 7 μετρα. Το θυμαμαι σαν τωρα, αυτό ξεψωριζε από όλα τα αλλα. Αφου εμπηχαν τα λουρα μετα εφτιαχναν μια στεφανη από ένα ευλυγιστο κλαδι και όλα τα λουρα που ηταν ορθια στημενα τα δεναν στην κορυφη σε εκεινη τη στεφανη μια μικρη κατσιουλα. Στη συνεχεια γινονταν το χαρτωμα. Κάθε 40 περιπου ποντους εβαζαν ένα ευλυγιστο παλι κλωναρι οριζοντιο και καναν τον κυκλο και το δεναν. Από κατω μεχρι επανω τα οριζοντια λουρα δενονταν ανα 40 ποντους στα καθετα. Συρμα και τετοια πραγματα δεν υπηρχαν, αλλα εκαναν τσιμπουκια. Τα τσιμπουκια ηταν από μαλακο ξυλο, συνηθως από ιτια. Το στριβαν με το χερι και γινονταν σαν σχοινι. Μετα γινονταν το σκεπασμα. Συνηθως οι περισσοτεροι πηγαιναν στην Πτολεμαιδα εκει που καλλιεργουσαν βρυζα. Η βρυζα σαν καλαμια γινεται πολύ ψηλη μεχρι και έναμισυ μετρο. Την αγοραζαν από τους γεωργους, εκαναν δεματια και τα κουβαλουσαν επανω με τα αλογα. Τη βρυζα την εστηνα ορθια και περνουσαν στη συνεχεια άλλο λουρο δετο. Μετα προχωρουσαν στη δευτερη στρωση προς τα πανω και μεχρι και πεντε στρωσεις για να φτασουν στην κορυφη. Συνηθως και το χαρτωμα και το σκεπασμα το εκαναν οι γυναικες γιατι ηταν περισσοτερο λεπτοδουλεια, μια από μεσα και μια απ΄ εξω. Για την κορυφη συνηθως εβαζαν κατι κοριτσια ελαφρα. Από τη μεση και κατω τα εξωτερικα λουρα φαινονταν ενώ από τη μεση και πανω δεν φαινονταν γιατι η από πανω στρωση σκεπαζε την από κατω για να τρεχουν τα νερα. Όταν είναι καινουργια η βρυζα εχει ένα χρωμα χρυσαφι αστραφτερο και γυαλιζε το κονακι. Οσοι δεν πηγαιναν να αγορασουν βρυζα χρησιμοποιουσαν υλικα από το δασος, φτερες και κλαδια οξυας.


Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΤΑΝΗ

Το Βερμιο ηταν πυκνοκατοικημενο από τσελιγκατα, μια ολοκληρη κοινωνια. Εκαναν πολύ ζωη οι Σαρακατσανοι εκει πανω, την περναγαν λεβεντικα. Γλεντια, αρραβωνες, παντρειες, βαφτισια, κουρμπανια. Οι στανες ηταν σε πολύ κοντινη αποσταση. Η στανη η δικη μας με τη στανη του Γιαννη του Καπετανου, απειχε μολις 400 μετρα. Η στανη των Σουρλαιων και Σουφλαιων απειχε από μας λιγοτερο από ένα χιλιομετρο. Επειδη ειχε βοσκοτοπια καλα, ηταν πυκνοκατοικημενο από Σαρακατσανους. Γι αυτό τα μεγαλυτερα τσελιγκατα της Θεσσαλιας μετακομησαν από τα Θεσσαλικα βουνα και ηλθαν εδώ, εκτος από τον Μαλαμουλη ο οποιος ειχε ιδιοκτητο βουνο στα Αγραφα. Τον Βαγγη τον Μαλαμουλη τον ειχα γαμπρο από αδελφη. Ο γαμος εγινε εδώ στο κλειδι το 1937.


Ολοι ειχαν απασχοληση. Από 15-16 χρονων ολοι ηταν σε παραγωγη και φυλαγαν προβατα, ηταν συντροφοι σε καποιον μεγαλυτερο εμπειρο τσομπανο. Η Κυριακη δεν ειχε καμμια διαφορα από τις άλλες μερες.


Οικογενειακή φωτογραφία στα Τσεκούρια το 1937

Εγω οταν ημουνα παιδι γυρω στο 1937 πηγαινα σχολειο, ειχαμε δασκαλο αλλα και οπου χρειαζοταν βοηθουσα στις δουλειες. Ολοι οι μικροτεροι ηταν υπακουοι στους μεγαλυτερους. Όταν ερχονταν καμμια εφημεριδα με φωναζαν, ελα Κωστα να μας τη διαβασεις και πηγαινα και τη διαβαζα. Ελληνικο Βορρα. Μακεδονια δεν επαιρναν γιατι ηταν Βενιζελικη.


Όταν μεγαλωσα ανελαβα την ευθυνη του τσελιγκατου. Στα Ηλυσια πηγαινα, μεχρι που εκλεισε. Τα Ηλυσια ηταν ενα μεγαλο καφενειο στην πλατεια Κολομβου στη Θεσσαλονικη και εκει γινονταν ολες οι εμπορικες συναλλαγες. Ηθελες απο εδω να κατεβεις να πουλησεις τα αρνια, πηγαινες στα Ηλυσια ανταμωνες τον μεσιτη και αυτος σε εφερνε σε επαφη για το μαλλι, για τα αρνια, για ολα. Μαθαινες την πιατσα, ποσο πουλησε ο αλλος. Πρωιμοτερα αρνια εβγαζαν οι Φαρμακαιοι, μεγαλο τσελιγκατο με βαθος χρονου. Όταν λασκαριζαν οι αντρες κατά τον Αυγουστο αρχιζαν να πηγαινουν και κατά τα παζαρια οπου γινονταν στα Καλιαρια, στη Βεροια η στο Σελι.


Οι παππουδες οσο βασταγαν τα ποδαρια τους φυλαγαν προβατα. Οσοι υστερα δεν μπορουσαν τοτε γινοταν παππουδες και καθονταν στο κονακι η εβγαιναν στο καραουλι και κουβεντιαζαν.


Το Ιμπιλι ηταν η μοναδικη βρυση στην περιοχη. Απο εκει επαιρναν τα κονακια νερο και οι τρεις οι στανες. Οι γυναικες πηγαιναν να παρουν νερο φορτωμενες με τη βαρελα. Οι βαρελες επαιρναν γυρω στα 25 κιλα νερο, τις ζαλικωνονταν και τις εφερναν στα κονακια. Επεδιωκαν να πανε, τις τραβαγε ποια θα παει για να ανταμωσουν με άλλες γυναικες. Κι οταν ηταν η ωρα να ποτισουν τα κοπαδια, καθονταν ολες εκει στα τσουγκανια τα μεγαλα και περιμεναν. Μπορω να πω οτι επελεγαν την ωρα για να πανε γιατι καθυστερουσαν και μαζευονταν πολλες και ειχαν παρεα. Συζητουσαν και μετεφεραν και μετεδιδαν χαμπερια και περνουσαν την ωρα. Εκει γινονταν και τα συνοικεσια η μια με την αλλη. Οι γυναικες φροντιζαν και πηγαιναν να φερουν και ξερα ξυλα. Τα εψαχναν και τα εβρισκαν μεσα στο δασος. Εκαναν ένα ζαλικι τα φορτωνονταν στην πλατη και τα εφερναν στο κονακι.


Η μανα μου τελευταια δεν μπορουσε και της ειχε έναν παραγιο για να τη βοηθαει στο κονακι. Πηγαινε εφερνε ξυλα και νερο με ένα μουλαρακι. Το μουλαρι εκεινο ηταν αποκλειστικα της μανας μου.


Με τους Βλαχους του Ξερολιβαδου ειχαμε επαφη και φιλιες οικογενειακες. Ιδιως με την οικογενεια Τσαρα. Δεν ειχαμε προκαταληψη. Και αυτοι μας ειχαν σε εκτιμηση. Και με τους κυρατζηδες. Ενας κυρατζης καποιος Ντελας, ειχε ημερομηνια ποτε θα περνουσε απο τα Τσεκουρια και επαιρνε παραγγελιες για τη Βεροια. Ψωνιζε και τα εφερνε. Επισης ενας Τσαλερας που ειχε παντοπωλειο στο Ξηρολιβαδο ειχε κανα δυο μουλαρια και ενα αλογο καβαλα και γυριζε τις στανες. Ζαχαρι, καφε, μακαρονια, οτι ηθελε ο καθενας.


Το Βερμιο ηταν κεντρικο βουνο. Οι Σαρακατσανοι που πηγαιναν στη Γραμμουστα, στο Γραμμο, δεν εβλεπαν ανθρωπο. Εμεις σε εικοσι λεπτα με το μπινεκι ειμασταν στη Ζωοδοχο Πηγη. Παιρναμε το λεωφορειο και πηγαιναμε οπου θελαμε.


Από αγρια ζωα το Βερμιο ειχε ελαχιστους λυκους, καθολου αρκουδες και πολλους λαγους. Μ΄ επαιρνε θυμαμαι εμενα ο Μητσος ο Γαλης, ηταν κυνηγος, εγω εριχνα την πετρα στον κεδρο, πεταγονταν ο λαγος, αυτος τον χτυπαγε και γυριζαμε φορτωμενοι λαγοι. Μολις εφταναμε στα καλυβια παρε και συ έναν, παρε και συ έναν, τους διναμε.


Εμεις ειχαμε και κοτες. Όταν ξεκιναγε το καραβανι και φορτωναν να φυγουν για τα βουνα εβαζαν και μερικες κοτες σε μια σιτουλα. Γουρουνι δεν ειχαμε ποτε. Οι Μακεδονες ειχαν. Εμεις ουτε τρωγαμε ποτε γουρουνι.


Ειχαμε και μελι. Αυτο που ελεγαν μελι Καστανιας και πατατες Καστανιας δεν είναι της Καστανιας ηταν του Πολυμυλου. Η Καστανια εχει δασος, αρμανι μεχρι ένα σημειο εχει πουρναρι κι από κει και πανω είναι οξυα. Το μελι το καλο βγαινει από το θυμαρι. Εκεινα τα γυμνα που βλεπεις εκεινα εκαναν το μελι.


Τα προσωπα στο βουνο μαυροκοκκινιζαν. Ηταν ζωηρα προσωπα, ενώ αντιθετα οι πεδινοι ηταν χλωμοι. Ιδιαιτερα οι εργατες της Χαλκιδικης που ερχονταν για δουλειες στο Κλειδι ηταν πολύ χλωμοι, αν τους καρφωνες με καρφιτσα δεν ματωναν.


Μεχρι το 1946 δεν εμφανιστηκε αυτοκινητο στα κονακια. Μετα τον εμφυλιο αρχισε ο στρατος με τη ΜΟΜΑ να κανει ορισμενους στρατιωτικους δρομους. Ξεκινησε από τη Ζωοδοχο Πηγη μεχρι το Ιμπιλι.




Η ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ

Τα προβατα τα επαιρναν οι τσομπαναραιοι και τα πηγαιναν πιο περα και εκει εμεναν. Ένα κοπαδι ειχε και έναν ειχε και δυο τσομπαναραιους, αναλογα πως ηταν ο τοπος. Κάθε κοπαδι ειχε το γρεκι του κι ο τσομπανος ειχε το γιατακι. Από εκει πηραν τον ορο στο Μακεδονικο αγωνα. Εγω δεν πηγαινα, εγω ημαν κεχαγιοπουλο. Οι αντρες πηγαιναν στα μαντρια να αρμεξουν με τους τσομπαναραιους. Μερικες φορες συμμετειχαν και οι γυναικες. Παραλληλα ειχαν και αρμεχταραιους. Ο αρμεχταρης ηταν αυτος που στην οικογενεια εκανε και λιγο τον κεχαγια. Μεχρι του Αγιου Αποστολου το γαλα το εδιναν στον γαλατα που ειχε τυροκομειο σε καποια αποσταση από τα κονακια. Οι Βλαχοι ηταν γαλαταδες, ηταν μπατζαραιοι, κασερομαστοροι και τυρομαστοροι. Αυτοι εκαναν το μπατζιο. Μετα του Αγιου Αποστολου σταματουσε ο γαλατας να παιρνει το γαλα και αρχιζαν και το επαιρναν με τη σειρα η κάθε οικογενεια για να κανουν τυρι για το χειμωνα αναλογα με τι συμμετοχη ειχαν σε προβατα. Εκαναν και μπατζιο, κρατουσαν το βουτυρο και πουλουσαν το μπατζιο. Εγω θυμαμαι πηγα δωδεκα χρονων μαζι με τον Μητσο τον Γαλη στη Ναουσα., με κρεμασμενα στα σαμαρια μπατζιο σε τσαντηλες.


Γιδια ειχαμε λιγα σε κάθε κοπαδι κανα δυο για να τρωει ο τσομπανος γαλα. Τα γιδια γεννουσαν αργοτερα Φλεβαρη η Μαρτη και ειχανε γαλα μεχρι το τελος του καλοκαιριου. Μερικες γιδες γαλακτερες κρατουσαν το γαλα και μεχρι τον Αη Δημητρη. Στο γιδισιο το δερμα εβαζαν το γαλα, αυτό ξυνιζε και εκεινο ηταν το ξυνογαλα το οποιο ηταν πολύ νοστιμο. Το κουβαλουσε ο τσομπανος μαζι του.


Μετα τις 20 Αυγουστου ετοιμαζαν τα τομαρια αμα ψοφαγε κανενα προβατο η αμα εσφαζαν καμμια προβατινα, το εγδερναν, το ξυριζαν, το εβαφαν με ριζα από σπλωνιο και επαιρνε χρωμα καφετι για να βαζουν μεσα το τυρι σε μικρους σβωλους και το βουτυρο.


Όταν γενναγαν τα προβατα, ορισμενες προβατινες το εκαναν ψοφιο το αρνι, στις τριαντα με σαραντα προβατινες η μια. Αυτή τη λεγαμε τσαγκαδα, δεν ειχε αρνι. Στο μαντρι καναμε ένα μικρο χωρισμα και τις ειχαμε χωριστα. Κι όταν γεννουσαν την άλλη μερα άλλες προβατινες και εκαναν από δυο, παιρναμε το ένα, παιρναμε και μια από τα τσαγκαδια, καναμε ένα χωρισματακι μικρο, ισα ισα να στεκεται η προβατινα ορθια για να μην μπορει να πηγαινει περα δωθε για να τη βυζαινει το αρνι. Την άλλη μερα το υιοθετουσε το αρνακι και μολις το υιοθετουσε τη βγαζαμε από τα τσαγκαδια και τη βαζαμε στο κοπαδι που ηταν τα γεννημενα.


Στο γεννο ολοι, αντρες, γυναικες, παιδια. Οι γυναικες ειδικα, λιονταρια.


ΤΟ ΔΑΣΚΑΛΟΚΑΛΥΒΟ



ΚΟΝΑΚΙΑ ΓΚΑΡΕΛΗ - ΘΕΣΗ ΤΣΕΚΟΥΡΙΑ - ΘΕΡΙΝΟ ΣΧΟΛΕΙΟ
( 11 ΙΟΥΛΙΟΥ 1942 )

ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΟΡΘΙΟΙ : ΓΚΑΡΕΛΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ, ΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, ΑΓΓΕΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΑΓΓΕΛΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, ΤΑΡΝΑΝΙΔΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ (ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΑΠΟ ΠΟΛΥΜΥΛΟ), ΓΑΛΗ ΟΛΥΜΠΙΑ, ΣΟΥΦΛΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ, ΑΛΕΞΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ, ΧΑΜΟΥΡΟΥΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΑΠΟ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΘΙΣΤΟΙ : ΚΩΤΟΥΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, ΤΕΓΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ, ΓΑΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ


Το δασκαλοκαλυβο ηταν ένα ορθο καλυβι αναμεσα στη Γκαρελαιικη τη στανη στα Τσεκουρια και τη στανη στο Σακλαρι του Γιαννη Καπετανου. Εμεις με το Σακλαρι επειδη ειμασταν διπλα διπλα ειχαμε έναν δασκαλο. Οι άλλες στανες που ηταν πιο απομονωμενες ειχαν δικους τους δασκαλους. Διπλα στο δασκαλοκαλυβο ειχε μια καλυβουλα και εκει κοιμοταν ο δασκαλος. Τα παιδια γυροβολια και τα διαβαζε ο δασκαλος μεσα και εξω. Μεσα ειχαμε θρανια, ένα σανιδι καρφωμενο και καθομασταν σειρα τα παιδια. Δασκαλος ηταν ο Τασος Παπαδοπουλος από τη Βεροια και μολις ειχε βγαλει το γυμνασιο. Ο δασκαλος κάθε μερα ετρωγε σε ένα παιδι, πηγαινε στο κονακι του. Οι στανες ηταν γεματες σκυλια και σκυλια μεγαλα αλλα ηταν πολύ ψυχραιμος ανθρωπος και δεν τα φοβοταν καθολου. Μας εστελνε να φερουμε κλιτσοξυλα κρανισια σε αποσταση 3-4 χιλιομετρα απ τα κονακια. Οι κρανιες εβγαιναν κατω χαμηλα στις ρεματιες εκει που δεν φυτρωνει τιποτα, αναμεσα στις πετρες, γι αυτό και το ξυλο της είναι σαν να είναι σιδερο. Ορμουσαν τα σκυλια στο δασκαλο αλλα σαν τα τραβαγε μια με την κρανια μαζευονταν κουβαρι από το χτυπημα.φτασαν στο σημειο τα σκυλια μολις εβλεπαν από μακρυα να ερχεται ο δασκαλος αυτά εξαφανιζονταν.


ΤΑ ΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ

Τα σκευη ηταν χαλκοματενια αλλα με τη χρηση στα δυο-τρια χρονια εφευγε το γανωμα και αρχιζε και φαινονταν ο χαλκος. Ο χαλκος όμως ηταν δηλητηριωδης για τα φαγητα γι αυτό τα επιχριζαν με καλαι. Θυμαμαι που ερχονταν καλατζηδες και γυριζαν με ένα σακκο στον ωμο. Τον φωναζαμε και μας τα γανωνε. Ειχε ένα καμινετο, ζεστανε το καλαι και το πασαλειφε από μεσα με καλαι για να μην ερχονται σε επαφη τα φαγητα με το χαλκο, ειδικα να μην μενουν μαζι. Σε γυαλι ειχαμε καμμια κανατα και μικρα ποτηρια για τσιπουρο για κανενα μουσαφιρη.


Αυτοι που ηταν εκει ετρωγαν ολοι μαζι. Ειχαν χαμηλο στρογγυλο τραπεζι, σοφρα. Καθονταν σταυροποδι, συνηθως μεσα στο κονακι, οι αντρες φαρδυα πλατια και οι γυναικες στριμοχνωνταν εκει διπλα. Ένα ηταν το φαγητο, το εβαζε η νοικοκυρα στη μεση και ετρωγαν ολοι. Τραχανα, πιτες και όταν τυχαινε ναχει ετρωγαν και κρεας. Επαιρναν από ένα κομματι κι ετρωγαν, ουτε πιατα ουτε τιποτα. Αν εσφαζε κανενας καμμια πρατινα την μοιραζε στους αλλους και όταν εσφαζε άλλος εδινε και αυτος η και κανα κλεμενο.


Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Εκεινο που διεφεραν οι Θεσσαλοι οι Σαρακατσανοι από τους Μακεδονες ηταν η λαικη τεχνη των γυναικων. Τα ρουχα και τα υφαντα που εκαναν οι Μωραιτισες οι γυναικες ηταν το κατι άλλο. Το φουστανι ηταν λαγιολατο, μαυρο πλυσε ολοκληρο από τη μεση μεχρι κατω τον αστραγαλο. Επανω φορουσαν γιλεκο με γιαννιωτικα κεντηματα. Ασπρο τσεμπερι οι νεες και μαυρο οι ηλικιωμενες. Εκεινο το υφασμα που ειχαν το αγενωτο αστραφτε. Ειχαν το καθημερινο ειχαν και το επισημο που ηταν πιο επιμελημενο. Η μια αδελφη μου η μεγαλη η Γεωργια φορεσε οι άλλες όχι. Το καθημερινο σταχτωνονταν κιολας εκει στη βατρα και ηταν προχειρο. Το φουστανι αυτό ηταν ανοιχτο, το επαιρνε η γυναικα και το εδενε και προστα φοραγε την ποδια. Η τελευταια που ειδα να φοραει λαγιολατο φουστανι ηταν η Σωτηραινα η Μπαλινα από το Ξηροχωρι Κιλκις, αδελφη του πατερα του Νικου Κατσαρου.


Όταν υφαινε η μανα μου, μαζευε την κλωστη σε βαντες, κυκλους μεγαλους κρεμασμενους στην καλυβα. Επαιρνε τη βαντα, την εβαζε στα ποδαρια και με το αδραχτι μαζευε τα μασουρια. Και μολις γινοταν το μασουρι γυρω στα 3 εκατοστα το αφηνε στην ακρη και αρχιζε άλλο. Οι γυναικες διαλεγαν τα μαλλια στον κουρο από ρουντες προβατινες που ειχαν μαλακο μαλλι.


Μπουραζανι φορουσαν και οι Μακεδονες και οι Θεσσαλοι Σαρακατσανοι. Ασπρο ηταν το επισημο και φοραγε ο κεχαγιας που πηγαινε στα παζαρια και μαυρο το καθημερινο και τσαρουχια με φουντες. Εγω δεν φορεσα μπουραζανι, τοτε ημαν λιανοπαιδι, ο πατερας μου φορουσε. Οταν πηγαινε παλια στη Θεσσαλονικη στα Ηλυσια να ανταμωσει η να διαπραγματευτει, φορουσε υφαντο ασπρο μπουραζανι και μαυρο σακακι και τσαρουχια με τριχινη φουντα. Ηταν τοτε τα Τρικαλινα και τα Γιαννιωτικα και ειχαν φουντα μεταξωτη. Τοτε ενας Καλυβας Σαρακατσανος τον κοιταζε τον πατερα μου και τουλεγε: Γκαρελη τι χερι εχει αυτή η Γιανναινα και τα κανει τοσο αστραφτερα.


Το μπουραζανι σταματησε στο Βερμιο πριν το 1940. Οι κεχαγιαδες πριν τον πολεμο ειχαν μπει στην εξελιξη. Ιδιαιτερα οι Μακεδονες Σαρακατσανοι εραβαν κοστουμια και φορουσαν καπελα πιο μπροστα από τους Θεσσαλους. Ειχαν επαφη με πολεις και κωμοπολεις ανεπτυγμενες όπως η Θεσσαλονικη και η Βεροια. Οι Σουλτογιανναιοι, οι Γιαννακουλαιοι και οι Φαρμακαιοι αρχισαν να εξελισσονται πριν το 1930. Ενας ραφτης Τρικαλινος, Ζαντουχα τον ελεγαν, επαιρνε με τη σειρα τις στανες και ολο το καλοκαιρι εραβε. Ειχε και δυο βοηθους και εραβε τα κουστουμια.


Ο Γιωργος ο Γκαρελης ηταν πολυ χαρισματικος και ειχε κανει δυο γαμπρους εδώ στη Μακεδονια. Το Γιαννη το Σουλτογιαννη και τον Χρηστο τον Καραθοδωρο. Αυτοι ειχαν προχωρησει στην εξελιξη και κοντα σ αυτους ξεκινησε και αυτος. Τοτε οι Μακεδονισες οι Σαρακατσανες αρχισαν και εκαναν υφασμα υφαντο αλλα χρωματιστο το οποιο ειπαν τοτε σαμαροσκουτι. Του εδωσαν λοιπον μια τρουμπα και όταν ηλθαν απαν οι ραφταδες εραψε ένα τετοιο κουστουμι.


ΟΙ ΜΟΥΣΑΦΙΡΑΙΟΙ

Ο μουσαφιρης δεν ελειπε από τα κονακια, κυριως συγγενεις από άλλες στανες. Και οταν περιμενες καποιον δεν υπολογιζες ότι θα φυγει το βραδυ. Ηταν χαρα να τον κρατησεις το βραδυ.


Θυμαμαι μια περιπτωση γυρω στο 1955 οι Σταυροθοδωραιοι ειχαν καλεσει τον Χατζηδημητριου τον βουλευτη να παει απανω να βαφτισει ένα παιδι. Εμεινε με φιλους του μορφωμενους και το βραδυ εκει και οταν καποτε ηλθε εδώ στο χωριο και συζητουσαμε μου ειπε ότι εντυπωσιαστηκε από τον τροπο ζωης και τα κονακια των Σαρακατσανων. Τους εντυπωσιασε επισης και ο τροπος με τον οποιον διασκεδαζαν.


Καθοταν από τη μια πλευρα οι γυναικες και από την άλλη οι αντρες. Αρχιζε το τραγουδι ενας αντρας και τον στιχο τον επαναλαμβαναν οι γυναικες. Τυχαινε να αρχισει τραγουδι μια γυναικα και τοτε επαναλαμβαναν οι αντρες. Και μετα το καθιστικο γλεντι σηκωνονταν και εμπαιναν στο χορο. Ο καθενας ειχε το τραγουδι του αλλα δεν τραγουδουσε μονος του. Ο μισος ο χορος ακολουθουσε τον πρωτο στο τραγουδι και οι αλλοι μισοι το επαναλαμβαναν. Θυμαμαι ο πατερας μου χορευε το ντουλμπερακι και το κληρονομησα κι εγω μ΄ αρεσει και το χορευω.


ΤΑ ΣΥΒΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΓΑΜΟΣ

Κάθε οικογενεια φροντιζε για τα παιδια της και οι γονεις συμμετειχαν στην επιλογη. Όταν γινοταν κανενας γαμος καμμια βαπτιση, εβλεπαν το ένα το κοριτσι εβλεπαν το άλλο, μπαιναν στο χορο και σταμπαριζαν καποιο παιδι η καποιο κοριτσι. Η επιλογη ηταν λιγο ταξικη και η οικογενεια εκανε αναλογες βολιδοσκοπησεις στο επιπεδο της. Δεν ηταν αποκλειστικα θεμα προικας ηταν θεμα ονοματος. Δεν μπορουσε ο Μαλαμουλης να παρει το κοριτσι τσομπανου.


Στο Βερμιο δεν θυμαμαι καποιος να εκλεψε κοριτσι. Παλια μας ελεγαν για τον μπαρμπα Ηλια τον Αποστολαρα που τον ειχαμε τσομπανο. Ηταν τοσο δυνατος που κραταγε το αλογο από την ουρα και δεν μπορουσε να φυγει. Ηθελε ένα κοριτσι και δεν το εδωναν. Πηρε αποφαση την περιμενε στη βρυση την αρπαζει στον ωμο και την εκλεψε. Τοτε ντροπιαζονταν το κοριτσι. Και ναθελαν και να μην ηθελαν το εδωναν.


Ο γαμος αρχιζε Παρασκευη απογευμα και τελειωνε Δευτερα μεσημερι. Τοτε δωρο πηγαιναν σφαχτο αλλα όχι ολοι μονο οι κοντινοι συγγενεις. Και ετρωγαν ολοι εξω, γυρω γυρω στο κονακι η στα τσαρδακια. Στο γαμο που παντρευονταν ο Στεφος ο Νανας και επαιρνε την ξαδελφη μου τη Χρυση , ηλθαν από το Καιμακτσαλαν, Καιμακι το ελεγαν οι Σαρακατσανοι η Μεριχοβο, ηλθαν στα Τσεκουρια τουλαχιστον 150 ατομα. Πρεπει να ηταν μετα τις 15 Αυγουστου που ολοι ηταν ευκαιροι δεν ειχαν αρμεγμα και δουλειες. Εστρωσαν καται τραπεζομαντηλα ειχαν και κανα προσκεφαλο, εκατσαν και εφαγαν σταυροποδι και λιανισαν το κρεας. Εβγαζε ο καθενας το σουγια του ξεκοκκαλιζε και ετρωγε. Ζουσαν, εγω τη θυμαμαι εκεινη τη ζωη.


Οταν ειχαμε γαμους ειχαμε χαλκινα οργανα απ τη Ναουσα. Εμεις οι Γκαρελαιοι ειχαμε 17 κοριτσια ολα τα παντρεψαμε με τετοια ορχηστρα. Παππας ερχονταν στα κονακια απο τη Βεροια. Και στους γαμους και στα βαφτισια.

Το πρωτο γραμμοφωνο που ηλθε στη στανη τη Γκαρελαιικη πρεπει να ηταν το 1941 η 42 και το εφερε ο Γιωργος Γκαρελης. Όταν πηγε στη Θεσσαλονικη να πουλησει τα παλια προβατα το αγορασε, το εφερε στα κονακια και ακουγονταν σε ολη η περιοχη.


Στο γάμο της Ευτυχίας Γκαρέλη το 1957
Απο Αριστερά : Χρήστος Ζιούτας, Αθανάσιος Σουφλιάς, Ολυμπία (Γκαρέλη) Σουφλιά, Γρηγόρης Γκαρέλης, Γεώργιος Νανάς, Γιάννης Γκαρέλης, Βασίλης Μπέης, Κώστας Νανάς, Γεωργία (Γκαρέλη) Μαλαμούλη, Κώστας Γκαρέλης, Μαρία (Πολύζου) Γκαρέλη, Μαρία Γκαρέλη, Θύμιος Νανάς, Παναγιώτα (Γκαρέλη) Ζιούτα.


Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ

Μολις πλησιαζαν οι μερες που θα ξεκινουσαμε προς τα κατω το φθινοπωρο οι γυναικες μαζευαν την οικοσκευη. Επαιρναν τα ρουχα και τα επλεναν με πινο. Τα μαλλια που κουρευαν την ανοιξη, όταν τα επλεναν αυτά ειχαν λερα κατι σαν πυτιριδα. Εκεινο το ζουμι το πρωτο νερο, ηταν απορρυπαντικο. Πινο το λεγαμε, μια ουσια που ειχαν τα προβατα πανω στο δερμα τους. Τον κρατουσαν οι γυναικες σε υγρη μορφη σε γκιουμια και τον χρησιμοποιουσαν και για βαφη.


Ετοιμαζαν λοιπον τα ρουχα και τα εβαζαν στα σακια. Σακια χαραρια μεγαλα. Τα υφαντα εκεινα σακια που εφτιαχναν οι Σαρακατσανες ηταν το κατι άλλο, αριστουργηματα. Ηταν από μαλλια που διαλεγαν στον κουρο τον Μαιο μηνα. Οι αντρες κουρευαν και οι γυναικες διαλεγαν τα μαλλια. Διαλεγαν ποια μαλλια ηταν ρουντα. Ειχαμε κι εμεις μεχρι τελευταια και δεν τα διναμε σημασια. Ηταν φασες φασες, μια γκρι μια μαυρη, μια γκρι μια μαυρη και πολύ καλη ποιοτητα.


Φορτωναν τα σακια με την οικοσκευη τα σκεπαζαν με βελετζες και την ημερα που οριζαν να ξεκινησουν ξεκινουσαν. Πρωτα εφευγαν οι οικογενειες, πριν τα προβατα. Τα μικρα παιδια για να μην τα εχουν φασαρια με το καραβανι τα επαιρνε ενας γεροντας και πηγαιναν με τα ποδια μπροστα. Εμας μας μαζευε ο μπαρμπα Νικολακης ο Τεγος, ψηλος με ένα λαιο μπουραζανι. Και επειδη γινονταν ομαδα, τα παιδακια τα αρεσε και καναμε σαν τρελα ποιο και ποιο να πρωτοπαει. Εμεις παιρναμε τον κατηφορο από ρεμα σε ρεμα και όχι το μονοπατι που πηγαινε το καραβανι με τα αλογα. Συναντιομασταν στο σημειο που θα καναμε κονακι και σε κάθε κονακι εστηναν την τσιατουρα. Το πρωτο ηταν στο βρωμοπηγαδο πανω από τη Βεροια.


Το καραβανι από τα Τσεκουρια εως το Κλειδι κρατουσε 5 μερες. Οι βελετζες στα αλογα ηταν άλλη πρασινη, άλλη κοκκινη, άλλη κιτρινη και άλλη ασπρη και το καραβανι παρουσιαζε ένα θεαμα καταπληκτικο. Ολες οι οικογενειες μαζι μπορει να ηταν και 80 αλογα. Να το βλεπεις μες΄ στο δασος και να φαινεται σαν ουρανιο τοξο.


Από τη Βεροια περνουσαμε μεσα από την κεντρικη οδο. Φθαναμε στο Κλειδι και τα προβατα ερχονταν αργοτερα, αναλογα εάν ο τοπος εδώ ειχε χορταρι η όχι. Αμα ηταν ξέρα καθυστερουσαν και αργουσαν να τα κατεβασουν οι τσομπαναραιοι. Εμεναν στο χινοπωριό, ετσι ονομαζονταν η καθυστερηση.


Όταν ειχε κακοκαιρια στο βουνο, τα προβατα κατεβαιναν στα χαμηλωματα και σε κάθε χαμηλωμα ο κάθε κτηνοτροφος ειχε δικαιωμα να κανει χρηση μια μερα. Για μια μερα δεν μπορουσαν να τον διωξουν, από το νομο. Και ξεκινουσαν και εφευγαν - γιουκλαμα το λεγαν αυτόν τον τροπο μετακινησης. Ελεγαν : Πως ηλθατε ; Κατ ευθειαν η γιουκλαμα ; Ρωτουσαν μαθαιναν που εχει χορταρια. Καποια χρονια πηγαν απο τη Σκυδρα και τα Γιαννιτσα και μετα ηλθαν στο Κλειδι.


Οι Σαρακατσανοι μπορει να ηταν αγραμματοι αλλα ειχαν πολλες γνωσεις γιατι μετακινουνταν. Πηγαιναν στη Θεσσαλια, στη Μακεδονια, στην Ηπειρο. Ο ντοπιος δεν πηγαινε πουθενα, ο κοσμος από τα χωρια ηταν αμετακινητος.


ΤΟ 1940 ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο πατερας μου ειχε μερακι να μαθει ένα από τα δυο παιδια του γραμματα. Εστειλε πρωτα το μεγαλυτερο αδελφο μου το Γρηγορη αλλα δεν τραβαγε στα γραμματα και ο πατερας μου αποφασισε μετα να στειλει εμενα αλλα και εγω δεν τραβαγα στα γραμματα. Μας εστειλε στη Θεσσαλονικη στην οδο Βασιλισσης Ολγας που τοτε ηταν τα αρχοντικα, σε εναν κουμπαρο του, τον Χασιωτη, οι οποιοι ηταν ατεκνοι και με ειχαν εμενα εξι χρονια σαν παιδι τους. Εγω το Σαρακατσανακι, δεκα χρονων πηγα εκει, απανω από το βουνο και εκει γνωρισα ολη την αριστοκρατια της Θεσσαλονικης.


Ο πατερας μου ειχε μερακι να μαθει ενα παιδι του γραμματα. Το 1940 με εγραψε σε μια ιδιωτικη σχολη, γυμνασιο στη Θεσσαλονικη Βασιλισσης Ολγας και 25ης Μαρτιου. Εγω ειμουνα δεκα χρονων και τα γυμνασια ηταν οκταταξια. Απο τεταρτη δημοτικου πηγαινες πρωτη γυμνασιου. Ημουν οικοτροφος μαζι με καμμια τριανταρια παιδια. Την 26 Οκτωβριου 1940 καναμε παρελαση, απελευθερωση της πολεως. Ξυπναμε μια ωραια πρωια 28 Οκτωβριου και ακουω φασαρια. Βγηκαμε κι εμεις με τις σειρηνες και ερχοταν φορτηγα αυτοκινητα απο το στρατοπεδο επανω με ορθιους στρατιωτες. Και επειδη τοτε ηταν και το τραμ, οταν εκανε σταση σταματουσαν και τα φορτηγα. Θυμαμαι τραγουδουσαν οι στρατιωτες με τοσο ενθουσιασμο και ειδα τοτε στρατιωτες να εχουν αφρο στο στομα απο την ενταση και το θυμο. Εκλεισαν τα σχολεια και ηλθε ο πατερας μου και με πηρε στο Κλειδι. Ολο τον πολεμο συνεχισαμε και πηγαιναμε επανω στα Τσεκουρια. Οταν τον Απριλιο ηταν να ελθουν οι Γερμανοι, καταλαβαν οι μεγαλοι και εστειλαν τα προικια απο τα κοριτσια στον Γεωργουλη τον Θεοδωρου στη Μαλαθρια το Διον Πιεριας στον Ολυμπο. Γιατι ο πατερ Κοσμας ελεγε οτι οσοι ειναι στις παρυφες του Ολυμπου, αυτοι θα γλυτωσουν. Τεσσερα κοριτσια ο πατερας μου κι αλλα τρια η Κωσταινα. Και φορτωσαν απο ενα καρο τα προικια των κοριτσιων, τα εστειλαν εκει και αν εβλεπαν οτι ερχονταν οι Γερμανοι θα εστελναν και τα γυναικοπαιδα για να γλυτωσουν.


ΟΙ ΤΣΟΜΠΑΝΑΡΑΙΟΙ

Κάθε οικογενεια από τους Γκαρελαιους ειχε πανω από 1.000 προβατα. Συνολικα ειχαμε περιπου 4.000 προβατα εμεις οι Γκαρελαιοι και οι Τεγαιοι με τον Τασο Αγγελη περιπου 2.000 προβατα. Συνολικα περιπου 6.000 προβατα. Τοσα ηταν όταν ηλθαν και μεχρι το 1930, οταν αρχισαν όμως την καλλιεργεια τα μειωσαν. Τα κοπαδια τα εκαναν στα 250 με 300 προβατα. Ολοι οι τσομπαναραιοι ηταν Σαρακατσανοι. Θυμαμαι τον Χολεβα τον ειχε επιστατη κεχαγια και τον εμπιστευονταν, ειχε τρια παιδια και εκει στο Βελεστινο εκαναν μεγαλη προκοπη. Τον Χολεβα τον εστελνε στα κοπαδια τα εκτος εδρας, εκει δεν μπορουσε να στειλει κανενεν μαγκουφη εστελνε δυνατον. Ο δε Χολεβας χωρις κρεας δεν εκανε. Δεν ετρωγε από τα δικα του, εκλεβε. Εδώ στο Κλειδι ειχε Ζυγογιαννη, Κερμελη, Αποστολαρα και αλλους. Το 1947 ειχαμε για τρια χρονια και έναν Λαμπρο Σαμουρελη. Ηταν από τον Αγιο Βασιλειο και αυτοι ηταν ανταρτοφυγαδες, ηλθαν εδώ και αναγκαστηκαν να φυλαγουν προβατα και τα δικα τους μεσα. Ειχε φυγει ο αδελφος μου ο Γρηγορης, πηγε στρατιωτης και ειχαμε τοτε 1.300 προβατα. Εγω ειμουνα 18 χρονων και εγω τα κουμανταριζα. Ο Λαμπρος εδώ ειχε δυο παιδια. Ο Ηλιας επειδη ηταν μικρος, εντεκα δωδεκα χρονων τον εβαζα και φυλαγε τα τσαγκαδια. Ηρθε ο καιρος, το 1949 εφυγαν και πηγαν στον τοπο τους στον Αγιο Βασιλη. Εκτοτε, χασαμε την επαφη. Το 2000 που εγινε το πρωτο συνεδριο στο Μουσειο Μπενακη κατω στην Αθηνα, ειχα κι εγω προσκληση και πηγα με την γυναικα μου την Ολγα, στο διαλειμμα που εγινε, όπως στεκομουν μαζι με τον Χατζηπλη τον Κωστα και με αλλους από τα Φαρσαλα και τον Αλμυρο, ερχεται ενας και με χτυπαει από πισω τον ωμο. Τι γινεσαι βρε Κωστα ; Καλα λεω εγω, αλλα δεν τον γνωρισα. Τον τραβανε αλλοι από κει και γυριζει προς τα εκει. Μου λεει ο Κωστας ο Χατζηπλης, καλα Κωστα δεν τον γνωρισες τον Ηλια ; Δεν τον γνωρισα του λεω. Ποιος Ηλιας είναι αυτος. Ο Ηλιας ο Σαμουρελης μου λεει. Στο τραπεζι εκει διπλα ειχε ένα περιοδικο και βλεπω οικοδομικαι επιχειρισεις Ηλια και Βασιλειου Σαμουρελη. Βγες εξω μου λεει να δεις το πανο. Και εκει χορηγοι. Ηλιας Σαμουρελης – Θεοδωρος Συργκανης. Λες να είναι ο Ηλιας λεω, ο Ηλιας το τσομπανακι ; Στο δευτερο διαλειμμα υστερα τον περιμενα εγω. Ελα εδώ ρε Ηλια του λεω. Λεει καταλαβα ότι δεν με γνωρισες. Δεν σε γνωρισα γιατι ησουν πολύ μικρος, εγω ειχα σχηματιστει. Και καθησαμε και τα ειπαμε.


Οσοι ηλθαν εδώ στο Κλειδι τσομπαναραιοι, σε 4-5 χρονια φυγαν από δω κεχαγιαδες γιατι ερχονταν σε ευφορο μερος. Αντιθετα, αυτοι που ερχοταν από τη Θεσσαλια ερχοταν ξετιναγμενοι, οι καπες τους ηταν φθαρμενες στον ωμο από την πολυκαιρια. Περαν αυτου οι Γκαρελαιοι δεν ηταν εκμεταλλευται ηταν χαιρλιτκοι ανθρωποι. Οσοι ηλθαν εδώ εφυγαν νοικοκυραιοι, μικροκεχαγιαδες. Κανενας δεν ηλθε στο Γκαρελη τσομπανος και ξαναδουλεψε αλλου σαν τσομπανος.


Οι τσομπαναραιοι ηταν μισθωτοι συνηθως Σαρακατσανοι αλλα στον καμπο δεν καθονταν οι Σαρακατσανοι και βρισκαμε αλλους, Βλαχους η Θρακιωτες. Τελευταια ειχαμε Βλαχους από την Νεα Ευκαρπια. Οι βορειες περιοχες της Θεσσαλονικης Νεοχωρουδα, Ωραιοκαστρο, Ευκαρπια ηταν πολύ φτωχες και οσοι κτηνοτροφοι ηταν εκει ηταν παμπτωχοι και πηγαιναν και για τσομπαναραιοι. Και επειδη ο πατερας μου αρχισε να αφηνει τα στερφα τα προβατα και τα ζυγουρια στον καμπο εβαζε ξενους. Ενας μονο Σαρακατσανος ειπε ότι καθονταν στον καμπο αλλα ηθελε διπλη ρογα. Ζητησε όπως ειπε διπλη γιατι ενας δεν μπορουσε να κανει κουμαντο 650 προβατα και θα επαιρνε και άλλον έναν.




ΟΙ ΚΑΝΑΡΕΣ

Ολες οι ντοπιες οικογενειες στο χωριο ειχαν από 10, 20, 30 προβατακια στο σπιτι. Το χειμωνα τα εβγαζαν λιγο πιο εξω και ειχαν το κουμαντο τους. Την ανοιξη τα βαζαν στις καναρες. Ενας αεργος τι δουλεια να βρει να κανει, μαζευε προβατα 20 δικα σου, 30 δικα μου, 10 του αλλουνου. Εβαζε στη γκλιτσα ένα μαντηλι και εβγαινε στην πλατεια του χωριου και καθονταν με τη γκλιτσα και το μαντηλι. Οποιος τον εβλεπε ηξερε ότι αυτος μαζευει προβατα για να τα φυλαξει. Συγκεντρωνε λοιπον αυτος 150 με 200 προβατα και τον πληρωναν για ολο το καλοκαιρι και του Αγιου Δημητριου τα παρεδινε παλι. Ο καμπος τοτε ηταν αφρατος γιατι καλλιεργουνταν με ζωα, δεν υπηρχαν μηχανηματα και το καλοκαιρι εβγαινε καλο χορταρι, λουγουδια. Στα ψηλα τα χορτα καποιοι κρυβονταν κι όταν περνουσαν τα προβατα από τις καναρες, εκλεβαν οσα τους ερχονταν βολικα και τα πουλουσαν.


ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΣΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

Οι δικοι μας οι Γκαρελαιοι ηλθαν εδώ στο Κλειδι το 1928, που τοτε ειχε μονο Γκρεκους, γνησιους Ελληνες. Στην αρχη εμειναν εξω από το χωριο κανενα χιλιομετρο μακρυα και εκει ειχαν κονακια. Ο χωρος που σημερα είναι το σπιτι μας δεν ηταν μεσα αλλα ηταν του Μπεη που ειχε το κτημα. Το 1934 το εβγαλε η Τραπεζα στην πωληση και το πηραμε. Το τριοροφο σπιτι του Μπεη και το οικοπεδο 16 στρεμματα και ηρθαμε κει μειναμε εδω. Το κονακι ηταν μεγαλο αρχοντικο αλλα καηκε από ένα τζακι στον τριτο οροφο. Προλαβαμε ισα ισα να πετεξουμε τα προικια των κοριτσιων κατω.



Οι αλλοι εμειναν στα κονακια και σιγα σιγα ηλθαν κι αυτοι στο χωριο. Τα προβατα όμως δεν χωραγαν εδώ να βοσκησουν και νοικιασαν και εστειλαν 2 κοπαδια στο Ζορμπα για να ξεχειμασουν. Ο Γιωργος ο Γκαρελης εστειλε ένα κοπαδι εδώ διπλα στην Κορυφη και ο μπαρμπα Κωστας ο Γκαρελης νοικιαζε μετα την Αλεξανδρεια στο Βρυσακι. Πολλοι Θεσσαλοι Σαρακαστανοι εμειναν εδώ στην Ημαθια και δεν γυρισαν πισω. Ο τοπος ηταν ευφορος, και εγκατασταθηκαν στα χωρια του καμπου ο ενας μετα τον αλλον. Πρωτος ειχε μεινει θυμαμαι ενας Ζιαζιας καπου στο Καμποχωρι. Μετα στο Νεοχωρι οι Κωτουλαιοι και οι Αγγελαιοι και αλλοι.


Ολοι οι Σαρακατσανοι τον Μαιο του 1946 βγηκαν στα βουνα. Οι οικογενειες εβγαιναν κάθε χρονο στο Βερμιο μεχρι το 1946. Στις 19 Αυγουστου δινει διαταγη ο διοικητης χωροφυλακης Βεροιας ενας Βαρδουλακης Κρητικος, σε 48 ωρες να αδειασει ολο το Βερμιο. Και οι οικογενειες και τα προβατα. Δεν θα μεινει απανω Σαρακατσανος γιατι από τους Σαρακατσανους τροφοδοτουνται οι ανταρτες. Ετσι και εγινε και εμεις γυρισαμε εδώ στο Κλειδι. Προβατα ξαναπηγαν στο Βερμιο παλι το 1950. Από το 1946 εως το 1950 το Βερμιο ηταν αδειο από κτηνοτροφους και γεματο από ανταρτες. Μετα το 1946 η οικογενεια δεν ξαναβγηκε επανω. Μονο τα προβατα και οι οικογενειες των τσομπαναραιων. Και συνεχισαν να βγαινουν μεχρις οτου σιγα σιγα σταματησε η κτηνοτροφια και οι Σαρακατσανοι στραφηκαν σε αλλα επαγγελματα. Εμεις φυγαμε από το Βερμιο το 1965. Τοτε ημουνα 35 χρονων.